Οι διαφορετικές προσεγγίσεις Μολυβιάτη, Μπακογιάννη, Παπαδόπουλου και Χριστόφια μετά το σχέδιο Ανάν ”
Μετά την αποτυχία του σχεδίου Ανάν οι Αμερικανοί αναζητούν νέους τρόπους να αναβιώσουν τη διαπραγμάτευση για το Κυπριακό. Στις 9 Ιουνίου του 2005 ο υπουργός Εξωτερικών Πέτρος Μολυβιάτης γευματίζει με τον Αμερικανό πρέσβη Τσαρλς Ρις.
Ο κ. Μολυβιάτης εκφράζει την ανησυχία του για την αναζωπύρωση του εθνικισμού στην Τουρκία και το γεγονός πως «ο Ερντογάν χάνει τον έλεγχο. Αν το σχέδιο Ανάν ξανανοίξει δεν είμαι σίγουρος ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να το χειρισθεί».
Οταν ο κ. Ρις ρωτάει ευθέως «αν ο Τάσσος Παπαδόπουλος θέλει πραγματικά ένα deal (μια συμφωνία)» ο κ. Μολυβιάτης απαντά ότι «ο Παπαδόπουλος δεν είναι σίγουρος ότι δεν θέλει ένα deal».
Τον Σεπτέμβριο του 2005 ο κ. Ρις βρίσκει τον κ. Μολυβιάτη στο περιθώριο της ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη. Ο Μολυβιάτης παραδέχεται ότι δυσκολεύεται να μιλήσει με τον Παπαδόπουλο, ο οποίος βρίσκεται για ιατρικούς λόγους στη Φλόριντα. Διευκρινίζει όμως ότι «δεν νομίζει ότι ο Παπαδόπουλος τον αποφεύγει» και προσθέτει ότι «ο υπουργός Εξωτερικών Ιακώβου δεν είναι συνεννοήσιμος» στα θέματα Τουρκίας – Ε.Ε. και απλώς δεν του μιλάει γι’ αυτά.
Οι Αμερικανοί συνειδητοποιούν σταδιακά, όπως γράφει η πρεσβεία της Λευκωσίας στις 29 Σεπτεμβρίου 2005, πως «οι Ελληνοκύπριοι έχουν δηλητηριάσει τόσο πολύ την κοινή γνώμη σε σχέση με το σχέδιο Ανάν κατά τρόπο που κάθε προσπάθεια να υπερασπισθεί τις διάφορες πτυχές του σχεδίου εμφανίζεται ως αγγλοαμερικανική συνωμοσία για να ωφεληθεί η Τουρκία και να τιμωρηθούν οι Ελληνοκύπριοι.
Ο Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί την αμερικανική υποστήριξη στο σχέδιο Ανάν για να αποδείξει οτι εκείνος υπερασπίζεται σθεναρά τον Κυπριακό Ελληνισμό».
Η πρεσβεία στην Κύπρο προτείνει να «αλλάξουμε τον δημόσιο λόγο μας βάζοντας λιγότερη έμφαση στην υποστήριξή μας στο συγκεκριμένο σχέδιο Ανάν και να βάλουμε πίεση στους Ελληνοκύπριους να μας πουν τι αλλαγές θέλουν».
Σε άλλο τηλεγράφημα της 4ης Οκτωβρίου ο Αμερικανός πρέσβης στην Κύπρο επισημαίνει ότι «είναι εύκολο να απελπισθεί κανείς όταν σκέπτεται τις πιθανότητες λύσης του Κυπριακού.
«Το Κυπριακό είναι σαν τον καιρό, όλοι μιλάνε γι’ αυτό αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα». Και η πρεσβεία της Αθήνας όμως παρατηρεί ότι «κάθε ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα η σημερινή υπό τον πολύ προσεκτικό Καραμανλή, φοβάται μη δημιουργήσει την εντύπωση στους ψηφοφόρους της ότι δεν στηρίζει τον Ελληνα «μικρό αδελφό» πολύ περισσότερο απ’ ό,τι φοβάται τα τουρκικά στρατεύματα στη Βόρεια Κύπρο».
Ο Ρις εξηγεί άλλωστε ότι «ο Μολυβιάτης μας έχει πει πως ο Παπαδόπουλος, που δεν είναι και ιδιαίτερα δημοφιλής στους Ελληνες αξιωματούχους, έχει ισχυρότερο μοχλό πίεσης έναντι της Ελλάδος από ό,τι η Ελλάδα στην Κύπρο.
Ο Καραμανλής πάλι κρατάει σε απόσταση τον Παπαδόπουλο, ο Μολυβιάτης κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει τον Κύπριο ομόλογό του Ιακώβου και κρατάνε τις σχέσεις με την Κύπρο και τις σχέσεις με την Τουρκία σε δύο διαφορετικές γραμμές, όπου αυτό ειναι εφικτό.
Με άλλα λόγια ο Μολυβιάτης πιστεύει, και εμείς συμφωνούμε, ότι οι σχέσεις με την Αγκυρα είναι πολυ πιο σημαντικές για να καταστούν όμηρες της αρνητικής στάσης του Παπαδόπουλου…».
Το βασικό συμπέρασμα είναι όμως ότι «ο Παπαδόπουλος πρέπει να νιώθει ικανοποιημένος με την ισχύ που του δίνει το γεγονός ότι κάθεται στο τραπέζι της Ε.Ε. και χαρούμενος που έχει αλλάξει πια το θέμα από το αν οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν στο γιατί η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κύπρο».
Η πρεσβεία της Κύπρου στέλνει την 1η Φεβρουαρίου 2006 ένα τηλεγράφημα με το οποίο αναζητεί τρόπους να «πληρώσει» ο Παπαδόπουλος για την απόρριψη του σχεδίου Ανάν και υποστηρίζει ότι «η Ε.Ε. παίζει το παχνίδι του».
Μεταξύ άλλων συστήνει να «ξυπνήσουν οι Ευρωπαίοι και να κάνουν σαφές στον Παπαδόπουλο ότι δεν θα τον βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος. Η ώρα έχει έλθει να κάτσουν ο Παπαδόπουλος και ο Ταλάτ σε ένα τραπέζι και να διαπραγματευθούν».
Ταυτόχρονα προτείνει να «βρεθούν τρόποι που θα προκαλέσουν εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα αν αρνηθεί».
Η έλευση της Ντόρας Μπακογιάννη στο υπουργείο Εξωτερικών προκαλεί αρνητικές αντιδράσεις στην Κύπρο.
Ο γ.γ. του ΑΚΕΛ (σ.σ. και νυν πρόεδρος της Κύπρου) Χριστόφιας δηλώνει στον Αμερικανό πρέσβη στην Κύπρο πως «θα συνεργασθεί με την Μπακογιάννη».
Ο Νο2 του ΑΚΕΛ Νίκος Κατσουρίδης όμως διευκρινίζει ότι «δεν ανησυχεί για τον διορισμό της Μπακογιάννη γιατί κανένας Ελληνας πολιτικός δεν μπορεί να τσακωθεί μαζί μας. Θα χρειασθεί να έλθει να προσκυνήσει εδώ και να πει όλα τα σωστά πράγματα. Αλλιώς θα πληρώσει ακριβά στην Ελλάδα» (τηλεγράφημα από Λευκωσία, 17 Φεβρουαρίου 2006)
Η κ. Μπακογιάννη στην πρώτη επίσημη συνάντηση με τον Ρις τόνισε ότι «η Λευκωσία είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε μια νέα προσπάθεια του ΟΗΕ για τη λύση του προβλήματος» και πρόσθεσε πως το σχέδιο Ανάν ανήκει στην ιστορία, οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν».
Πρότεινε όμως να «υπάρξει μια νέα πρόταση, έστω επιφανειακά διαφορετική. Κάθε βιώσιμη λύση θα τεθεί σε δημοψήφισμα από τις δύο κοινότητες, το σχέδιο πρέπει να μοιάζει διαφορετικό από του Ανάν για να εξασφαλίσει αρκετές ελληνοκυπριακές ψήφους. Ακόμη και αν το 80-90% του περιεχομένου του είναι το ίδιο με το σχέδιο Ανάν πρέπει να μοιάζει καινούργιο.
Η κ. Μπακογιάννη εξέφρασε την ενόχλησή της γιατί έμαθε ότι ένα ελληνοκυπριακό πλοίο επιχείρησε να μπει σε ενα τουρκικό λιμάνι την ίδια μέρα που είχε συναντηθεί με τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών Ιακώβου και τον Τούρκο αξιωματούχο Μπαμπατσάν.
«Το έμαθε από τα πρακτορεία ειδήσεων, όχι από επίσημο τηλεγράφημα από τη Λευκωσία ή την Αγκυρα. Οταν πήρε τηλέφωνο τον Ιακώβου της είπε ότι και εκείνος εξεπλάγη.
Τόνισε όμως ότι ταξίδευε και ενδεχομένως να μην ήταν ενήμερος» αναφέρει το τηλεγράφημα και συνεχίζει ότι «η Μπακογιάννη παραδέχθηκε πως προσπαθούσε ακόμη να καταλάβει αν η μεθόδευση για να μπει το πλοίο στο λιμάνι της Μερσίνας ήταν σχέδιο του προέδρου Παπαδόπουλου (ή κάποιου κοντινού του συμβούλου όπως ο Τσιώνης) για να προσελκύσει την προσοχή στην άρνηση της Τουρκίας να δεχθεί το πλοίο ή μια τυχαία απόφαση κάποιου πλοιοκτήτη, όπως είπε χαρακτηριστικά χωρίς να πείθει και πολύ…».
Μετά την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια στην προεδρία, ο Αμερικανός πρεσβευτής τον επισκέφθηκε για να του επιδώσει ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα από τον πρόεδρο Μπους.
Ο Χριστόφιας το διάβασε και αναφώνησε «είμαι ευτυχής που ο κ. Μπους δεν φοβάται ένα κομμουνιστή Κύπριο πρόεδρο». Εν συνεχεία, όπως αναφέρει το σχετικό τηλεγράφημα στις 28 Φεβρουαρίου 2008 ο Χριστόφιας δήλωσε πως «οι Ελληνες και Τούρκοι Κύπριοι είναι παιδιά της ίδιας γης. Φίλε μου, οι Τουρκοκύπριοι έχουν περισσότερα κοινά μαζί μας απ’ ό,τι με τους Τούρκους… Δεν είναι απίθανο να φέρουμε μαζί τις δύο πλευρές σε μια λύση».
Αναφερόμενος στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ταλάτ είπε αστειευόμενος:
«Ο Ταλάτ ξεκίνησε την πολιτική του ζωή ως Κύπριος. Αργότερα έγινε Τουρκοκύπριος. Τώρα είναι Τούρκος. Υποσχέθηκε όμως ότι με την προσωπική του επαφή με τον Ταλάτ σύντομα και τακτικά, ήλπιζε να τον ξανακάνει Κύπριο».
Σε άλλη συνάντηση με τον Αμερικανό πρέσβη (τηλεγράφημα από Λευκωσία στις 16 Ιουνίου 2009) ο Χριστόφιας ανέφερε πως «η ευθύνη για τις θέσεις των Τουρκοκυπρίων υπέρ μιας συνομοσπονδίας και όχι ομοσπονδίας ανήκει σε κύκλους στην Αγκυρα…
Η ευθύνη ανήκει στο βαθύ κράτος. Τον στρατό, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που μπλοκάρουν τη μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια πραγματική Ομοσπονδία για όλους τους Κύπριους… Σε αντίθεση με τον Ταλάτ διαβεβαίωσε τον πρέσβη πως δίνει λογαριασμό μόνο στον εαυτό του, αν και εχει την πλήρη στήριξη του Ελληνα πρωθυπουργού Καραμανλή».
Εν τέλει ο Χριστόφιας εξήγησε ότι χρειάζεται κάτι καλύτερο από το σχέδιο Ανάν για να πείσει τους καχύποπτους Ελληνοκύπριους ψηφοφόρους να ψηφίσουν ΝΑΙ.
Το κλειδί είπε είναι η επιστροφή των περιουσιών και γενναίες επιστροφές εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της χερσονήσου της Καρπάσιας.
Χαρακτήρισε τις περιουσίες «ψυχή του καπιταλιστικού συστήματος» και τόνισε ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα σύστημα όπου ένα ανεξάρτητο όργανο αποφασίζει την τύχη των περιουσιών των Ελληνοκυπρίων που βρίσκονται στην τουρκοκυπριακή περιοχή.
Θα ήθελε αντί γι’ αυτό να έχουν όλοι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες το δικαίωμα της άρνησης, σημειώνοντας πως στην πραγματικότητα οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι θα επέλεγαν να μην επιστρέψουν στις εγκαταλελειμμένες περιουσίες τους στην τουρκοκυπριακή πλευρά».
Καταλήγοντας υπογράμμισε ότι δεν θα προσπαθήσει να εκβιάσει την Τουρκία, αλλά θα του είναι αδύνατον να δώσει το πράσινο φως στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. αν συνεχίσουν η κατοχή και η μη αναγνώριση της Κύπρου.
Ο ίδιος είπε ότι ήθελε να συναντηθεί με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν, ακόμη και μυστικά, αλλά ο Ερντογάν δεν το δέχεται φοβούμενος ότι θα κατηγορηθεί πως αναγνώρισε την Κύπρο».
πηγή: Καθημερινή