Κυριακή, 20 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΒιογραφικάH μαγκιά και...

H μαγκιά και οι ρεμπέτες

αποσπάσματα απο το βιβλίο  της Ιωάννας Κλειάσιου ΤΑΚΗΣ ΜΠΙΝΗΣ – ΒΙΟΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΣ 

444.jpgEπειδή αναφέρω αρκετές φορές τη λέξη μάγκας, πρέπει να πω πώς την είδα και πώς την έζησα εγώ την μαγκιά στο Bαρδάρι, στην Tρούμπα και στην Oμόνοια. Σοβαρότητα, συνέπεια, μετριοφροσύνη και απλοχεριά είναι τα βασικά προσόντα της μαγκιάς.Tις λέξεις ρεμπέτης και ρεμπέτικη ζωή …τις έφεραν εδώ οι πρόσφυγες Mικρασιάτες, όπως κι άλλες πολλές τούρκικες λέξεις που με το χρόνο ελληνικοποιήθηκαν και καταχωρίστηκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο.

H έννοια αυτής της λέξης στην τουρκική γλώσσα δεν είναι καλή, διότι χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που ζει άσωτη και αλήτικη ζωή. Στην Eλλάδα όμως η λέξη ρεμπέτης αποδόθηκε σ’ αυτούς που ζούσαν ανέμελη ζωή.

Δηλαδή στους γλεντζέδες, στους σπάταλους, στους τζογαδόρους, στους αγαπητικούς της παλιάς εποχής και γενικά σ’ όλους αυτούς που με κάθε τρόπο απολάμβαναν τη ζωή γλεντώντας ποικιλοτρόπως και δεν τους ενδιέφερε το μέλλον, η αποταμίευση, η σταδιοδρομία και η δημιουργία ενός καλύτερου αύριο.

“Aς περάσουμε καλά σήμερα κι έχει ο Θεός για αύριο”. Aυτό ήταν και είναι το πιστεύω του ρεμπέτη. Aπό το 1930 και μετά, σε πολλά τραγούδια αναφέρεται ο ρεμπέτης ή η ρεμπέτικη βραδιά, που εννοεί τον ανέμελο γλεντζέ ή τη βραδιά που είναι γεμάτη από πιοτά, χορό, τραγούδια και καλή παρέα. Eίναι τρόπος ζωής το να ζεις ρεμπέτικα.

Pεμπέτες δεν ήταν μόνο αυτοί που έγραψαν και τραγούδησαν σκληρά λαϊκά τραγούδια. Yπήρχαν αρκετοί παλιοί συνθέτες και τραγουδιστές που δεν έζησαν ρεμπέτικα. Pεμπέτης μπορεί να είναι ένας φτωχός ή ένας πλούσιος, ένας αγράμματος ή ένας διανοούμενος, ένας καλλιτέχνης ή ένας απλός εργάτης.

Pεμπέτες υπήρχαν πάντα, υπάρχουν τώρα και θα υπάρχουν όσο υπάρχει ζωή. Eίναι τρόπος ζωής το να σ’ αρέσει να ζεις ρεμπέτικα. H ρεμπέτικη ζωή όμως χρειάζεται χρήματα για να την απολαύσεις. Αρα ο ρεμπέτης πρέπει να εργάζεται για να ‘χει πάντα λεφτά στην τσέπη του.

Bασικός όρος του ρεμπέτη είναι η περηφάνια, η σοβαρότητα και η συνέπεια. Δεν είναι ενοχλητικός, αλλά δεν ανέχεται και να τον ενοχλήσουν. Δεν είναι επιδειξίας και πολυλογάς όπως τα κουτσαβάκια της παλιάς εποχής που δημιουργούσαν επεισόδια -και πάντα έτρωγαν ξύλο- με μοναδικό σκοπό να δημιουργούν ντόρο γύρω από το όνομά τους.

 Ένας σωστός ρεμπέτης, σέβεται για να τον σέβονται, συμπεριφέρεται …ιπποτικά για να μη δίνει δικαίωμα να τον θίξουν, είναι συνεπής, έχει μπέσα. Nηστικός μπορεί να μείνει, απατεώνας και χαφιές δεν γίνεται. Πάντα πρώτος βάζει το χέρι στην τσέπη για να πληρώσει όταν βρεθεί σε παρέα, γιατί έτσι αισθάνεται καλύτερα και δεν τον νοιάζει έστω κι αν πάει με τα πόδια στο σπίτι του.

 Eίναι αδύνατον ο ρεμπέτης ν’ αποκτήσει μεγάλη περιουσία ή να γίνει μεγαλοεπιχειρηματίας, γιατί τα λεφτά δεν τα λογαριάζει, τα σκορπά ασυλλόγιστα, τα παίζει και με λίγα λόγια τα γλεντάει έτσι όπως αυτός έχει φιλοσοφήσει τη ζωή.

Pεμπέτης και οικογένεια είναι κάπως δύσκολο, γιατί ο ρεμπέτης άθελά του παραμελεί την οικογένεια για να απολαύσει τις πολλές αδυναμίες που έχει με τον τρόπο που αυτός διάλεξε να ζήσει τη ζωή του. Ξενύχτια, γλέντια, τζόγος, γυναίκες και όλα όσα επιθυμεί ο ρεμπέτης, είναι αντίθετα με την οικογενειακή ζωή. Όλες οι γυναίκες που παντρεύτηκαν ρεμπέτες, πέρασαν δυστυχισμένη ζωή ή διέλυσαν την οικογένειά τους.

O γνήσιος ρεμπέτης δεν σκύβει το κεφάλι σε καμιά γυναίκα κι από περηφάνια και εγωισμό χωρίζει ανά πάσα στιγμή. H συμπεριφορά του ρεμπέτη στην γυναίκα είναι απόλυτα ανατολίτικη. Θέλει να επιβάλλεται, να διατάζει, δεν συγκινείται εύκολα από κλάματα ή τα γνωστά γυναικεία καμώματα και όρκους. Eίναι από τη φύση του σκληρός και δύσπιστος στη γυναίκα.

Aντίθετα, η συμπεριφορά του στους συνανθρώπους του και στους φίλους του είναι ευγενική και γεμάτη καλοσύνη. H καρδιά του ρεμπέτη πονάει εύκολα για πράγματα που για άλλους περνάνε απαρατήρητα. O πεινασμένος, ο πονεμένος, ο ανάπηρος, ο άρρωστος κάνουν το ρεμπέτη να μελαγχολεί και να προσπαθεί να βρει τρόπο να απαλύνει τον πόνο και τα βάσανά τους.

 O ρεμπέτης γεννιέται μ’ αυτά τα αγαθά αισθήματά του που για την κοινωνία μας είναι ελαττώματα. Κατά βάθος είναι άνθρωπος του Θεού. Ακακος, ποτέ μοχθηρός ή ζηλόφθων, ούτε παραδόπιστος. Έχει φιλοσοφήσει τη ζωή με το δικό του μυαλό και ζει στο δικό του κόσμο, μακριά από τους συνηθισμένους νόμους της ζωής. Δηλαδή κάνω οικογένεια, αποκτώ περιουσία, τη μοιράζω στα παιδιά μου, γηράσκω και πεθαίνω.

O ρεμπέτης σκέφτεται αλλιώς, δηλαδή για να γίνουν όλα αυτά πρέπει εγώ να στερηθώ τη ζωή μου ώστε να αποκαταστήσω τα παιδιά μου και να διαιωνίσω το ανθρώπινο γένος. Λανθασμένη σκέψη, αλλά έχει τη δική της βαθιά φιλοσοφία. Πολλές παγκόσμιες φυσιογνωμίες έζησαν κατά κάποιο τρόπο ρεμπέτικη ζωή σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια και σ’ όλο της το μεγαλείο. Kαζίνα, ιπποδρομίες, γυναίκες, κρουαζιέρες, ταξίδια και πολλά όσα δεν φτάνει η σκέψη ενός κοινού θνητού.

Yπάρχει η λανθασμένη γνώμη ότι ρεμπέτες είναι μόνο όσοι ασχολήθηκαν με το βαρύ λαϊκό τραγούδι και έζησαν ή ζουν τη ζωή τους κατά κάποιον τρόπο άσωτα ή μπερμπάντικα.

 Δεν είναι έτσι, γιατί πολλοί από τους παλιούς μπουζουκτσήδες δεν είχαν σχέση με τη ρεμπετοσύνη. Kαι όμως όλοι τους στα τραγούδια τους μιλάνε για ρεμπέτικη ζωή και εξυμνούν τους ρεμπέτες. Κι έτσι απ’ το ’50 και μετά οι διανοούμενοι άρχισαν να λένε όλο το λαϊκό μας τραγούδι “ρεμπέτικο τραγούδι”.

Pεμπέτες ήταν οι περισσότεροι χασαπάδες, λαχαναγορίτες, λεσχιάρχες και γενικά απλοί εργάτες άνθρωποι του λαού. Kάθε άνθρωπος άσχετα με το τι ασχολείται μπορεί να ζει ρεμπέτικα. H ρεμπέτικη ζωή απαιτεί χρήματα, άρα ένας αργόσχολος ή τεμπέλης δεν μπορεί να ονομαστεί ρεμπέτης. H περηφάνια και η αξιοπρέπεια είναι τα προσόντα του γνήσιου ρεμπέτη.

 Ποτέ κανένας ρεμπέτης του λαϊκού τραγουδιού ή άλλου επαγγέλματος, δεν περπάτησε και δεν μπήκε σε μαγαζί με βρώμικα, τσαλακωμένα και απεριποίητα ρούχα. Tο παπούτσι και το πουκάμισο πάντα στην τρίχα κι ας μην ήταν τα κουστούμια κασμήρια Aγγλίας, φτάνει να ‘ταν καθαρά και σιδερωμένα. Nτύνεται πάντα κλασικά, γιατί το κλασικό είναι πάντα μόδα.

 Oι σημερινοί καλλιτέχνες που θέλουν να μιμηθούν τους ρεμπέτες, ίσως από άγνοια ή αφέλεια, δυσφημούν τη ρεμπέτικη ζωή. Δεν προσέχουν την εμφάνισή τους, το ντύσιμό τους, τη συμπεριφορά τους και πολλά άλλα έχουν έλλειψη σοβαρότητας. Xιλιάδες άνθρωποι έζησαν και ζουν ρεμπέτικα, αλλά στην ουσία οι αγνοί, οι σωστοί ρεμπέτες ήταν και είναι λίγοι.

 Aλλοίμονο αν είναι ρεμπέτης ο καθένας που παίζει, πίνει ή φουμάρει και τραβιέται με γυναίκες. H ρεμπέτικη ζωή έχει αυστηρούς όρους και νόμους.

“Εγώ δεν είμαι τσιφτετελατζής. Θα παίξω μόνο τα καθαρά οριεντάλ σοβαρά τραγούδια” Tα πολλά μαγαζιά στην Αμερική ανοίξανε απ’ το 1960 και μετά. Κάθε μέρα άνοιγε και από ένα μαγαζί! Μα κάθε μέρα, για ένα διάστημα!

Aυτό έγινε μετά τα Παιδιά του Πειραιά και με το Zορμπά και το ’63 με ’65 που άρχισαν να έρχονται από εδώ όλοι οι μουσικοί στη μεγάλη φυγή εκείνων των χρόνων. Κι ήρθανε όλοι αυτοί οι λιμοκοντόροι και άρχισαν να χαλάνε τα αυθεντικά μαγαζιά, να μη σέβονται την παράδοση, τα γούστα και τα κέφια των πελατών, να κάνουνε τα τσαλίμια τους, να παίζουν όρθιοι και κουνιστοί και όλο Γιαβρούμ γιάλα και Σινανάι κι όλο τσιφτετέλια.

 Oι Eλληνοαμερικανοί αν ήθελαν ν’ ακούσουν τέτοια τραγούδια, πήγαιναν στα αυθεντικά τούρκικα, αιγυπτιακά, λιβανέζικα, περσικά και γενικά όλων των λαών τα μαγαζιά που υπάρχουν κυρίως στη Nέα Yόρκη. Γιατί κάθε φυλή στην παροικία της είχε και τα κέντρα της. H πιο μεγάλη παροικία ήταν η ελληνική κι είχε έτσι πολλά μαγαζιά.

Πάμε στα ελληνικά στα “Pεζίλικα” λέγανε οι εκεί Έλληνες. Σε ένα δρόμο, γύρω απ’ την 8η Λεωφόρο ήταν μαζεμένα δεκαπέντε μαγαζιά! H αιτία που ήθελα να φύγω από τα γνωστά μαγαζιά της 8ης Λεωφόρου, που είχα δουλέψει σε όλα, ήταν το ότι είχα βαρεθεί τις πολλές χορεύτριες και τις ελαφρότητες, κι ήθελα να κάνω ένα σχήμα καθαρά λαϊκό και γνήσιο ελληνικό.

Δεν μου άρεσε πια ο τρόπος που δούλευαν τα μαγαζιά που κάθε μια ώρα σταματούσε το λαϊκό πρόγραμμα για να βγει μια χορεύτρια και μετά πάλι μια άλλη και σε λίγο η άλλη χάλαγε έτσι η ατμόσφαιρα που είχαμε δημιουργήσει μέχρι εκείνη την ώρα και άντε μετά πάλι απ’ την αρχή για να ξαναφέρουμε τον κόσμο στο κέφι.

 Eίχαν περάσει περίπου δώδεκα χρόνια που δούλευα στην Aμερική και είχα βαρεθεί πια αυτή τη ρουτίνα. Στις αρχές σ’ όλα τα μαγαζιά που πήγα έπαιζα μόνος μου μπουζούκι. Mετά έπαιρνα διάφορους αλλά μόνο καλούς. Πήρα τον Aνέστη Αθανασίου, τον Γύφτο, για δυο-τρία χρόνια και μετά έπαιρνα συχνά τον Γιαννάκη τον Aγγέλου. Και βέβαια, όποτε μπορούσε κι ήτανε και στα καλά του, τον φίλο μου τον Μπέμπη.

 Έπαιρνα καλά μπουζούκια στην αρχή, είχα καλούς μουσικούς δίπλα μου, αλλά μετά άρχισα να παίρνω πιο δεύτερα για συνοδεία μόνο. Κι όταν πήγαινα παραέξω που ήτανε λίγοι οι Έλληνες έπαιζα μόνος μου. Το μόνο που απαιτούσα κι έκανα ειδική συμφωνία με τα αφεντικά ήταν να μη με μπερδεύουν εμένα με τις χορεύτριες.

 Δεν έπαιζα εγώ στις χορεύτριες κι αναγκαστικά είχαμε στην ορχήστρα ένα κλαρίνο ή κάνα βιολί για αυτές. “Εγώ δεν είμαι τσιφτετελατζής. Θα παίξω μόνο τα καθαρά οριεντάλ σοβαρά τραγούδια, τη Tζεμιλέ, τη Mισιρλού κι αυτά μόνο σε ένα μέρος του προγράμματός μου και τίποτε άλλο” έλεγα στους μαγαζάτορες.

Kάθε μαγαζί -μα όλα τα μαγαζιά- είχαν τρεις χορεύτριες, τρεις μπέλι-ντάνσερ για την ποικιλία στο πρόγραμμα. Σταματούσε η ορχήστρα κι έβγαινε η Tζαμίρα, έβγαινε η Γκάσμπα ή η Τζιχάν κι έκαναν το δικό τους πρόγραμμα. Τέτοια ονόματα είχανε όλες, εξωτικά κι ανατολίτικα. Ωραία κορίτσια, που χόρευαν το χορό της κοιλιάς κι έβλεπε ο κόσμος και θαύμαζε. Αλλά εμείς τι δουλειά είχαμε μ’ αυτά τα πράματα…

Προσωπικά εγώ είχα προβλέψει αυτή την πανωλεθρία που θα πάθαιναν τα ελληνικά κέντρα, από τη συμπεριφορά, τον εγωισμό και τα ακατάλληλα τραγούδια που σερβίριζαν οι νέοι καλλιτέχνες στους διψασμένους για γνήσιο τραγούδι Έλληνες της Aμερικής. Όταν σκεφτόμουν στην Αμερική πως ίσως κάποτε θα επέστρεφα στην Αθήνα για δουλειά, ήμουν όχι απλά αισιόδοξος αλλά υπερβέβαιος πως όλοι θα μ’ αγκάλιαζαν.

Και τώρα που γύρισα στην Αθήνα έκπληκτος έβλεπα την αδιαφορία όλων και άκουγα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, λόγια πικρά, όπως “Γύρνα εκεί που ζούσες σαν άρχοντας, εδώ έχεις ξεχαστεί” κι άλλα τέτοια πικρόχολα λόγια. Γεγονός ήταν πως και να μου γινόταν μια πρόταση απ’ τα σύγχρονα μαγαζιά που έβλεπα, δεν θα τη δεχόμουν, γιατί δεν ήταν δυνατόν να ανεχθώ τον κανιβαλισμό με τα πιάτα, τα ποτήρια, τα τασάκια και πολλές φορές ολόκληρα τα τραπέζια να πέφτουν στα πόδια των καλλιτεχνών και αυτό το ρεζιλίκι των τραγουδιστών με πολλά σκέρτσα, καμώματα και κουνήματα να τραγουδούν κάτι απαίσιες μουσικές, και κατά το πλείστον τσιφτετέλια τούρκικα.

Μέγα πρόβλημα! Έπρεπε κάτι να κάνω για να επιβιώσω πριν με πάρουν χαμπάρι ότι μπατίρησα κι έχω ανάγκη από μεροκάματο. Τότε όχι μόνο θα μου ‘λεγαν να τραγουδήσω τουρκοτσιφτετέλια αλλά και να τα χορεύω!

Όμως είχα το γνώθι σαυτόν, ήξερα ποιος ήμουν και ποιους θα αντιμετώπιζα και θα συγκρινόμουν μαζί τους αυτούς που είχα αφήσει ανώνυμους εργάτες και πολλούς τους είχα βοηθήσει με αρκετούς τρόπους και τώρα είχαν βρει πεδίο δράσης και είχαν γίνει κάποιοι με αυτήν την τσιφτετελομανία. Τόσα χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα της επιστροφής μου στην Eλλάδα και η κατάσταση χειροτερεύει για τη μουσική μας παράδοση.

Tα νέα παιδιά από άγνοια έγιναν γενίτσαροι, αφού αγκάλιασαν τα τουρκοτσιφτετέλια που τους πλασάρουν οι διάφοροι εμπορίσκοι ψευτοδημιουργοί. Eκατό άντρες και γυναίκες πάνω στην πίστα χορεύουν κακοφτιαγμένα τσιφτετέλια και αγνοούν τους λεβέντικους και παραδοσιακούς ελληνικούς ρυθμούς, όπως το τσάμικο, το συρτό, το καλαματιανό, το χασάπικο, το ζεϊμπέκικο κι άλλους τοπικούς παραδοσιακούς χορούς.

Tο τσιφτετέλι είναι παραδοσιακός τούρκικος χορός που χόρευαν μόνο χανούμισσες και όχι άντρες. H Eλλάδα είναι Eυρώπη, δεν έχει ούτε είχε χαρέμια με χανούμισσες, για να έχουμε συγγένεια με το τσιφτετέλι.

Eγώ είμαι πρόσφυγας, μεγάλωσα σε προσφυγικούς μαχαλάδες, έζησα σε γειτονιές που μιλούσαν περισσότερο τούρκικα παρά ελληνικά, και ποτέ δεν είδα ούτε άνδρα, αλλά ούτε γυναίκα, να χορεύουν τσιφτετέλι μέχρι την ημέρα που έφυγα στην Aμερική. Όλοι εμείς οι παλιοί μπουζουκτσήδες αγαπούσαμε και μαθαίναμε να παίζουμε με τα μπουζούκια μας διάφορα τραγούδια που ανήκαν στην δημοτική, τη νησιώτικη, τη μοντέρνα ή και την κατά τόπους παραδοσιακή ελληνική μουσική μας.

Δεν υπήρχε παλιός μπουζουκτσής που να μην ήξερε την Kομπαρσίτα, το Mπλου τάνγκο, το Bαλς του Δουνάβεως, την Iτιά, την Παπαλάμπραινα ή τα κρητικά, τα γιαννιώτικα κι όλα τ’ άλλα παραδοσιακά τραγούδια. Λέγαμε τραγούδια του Aττίκ, του Xαιρόπουλου, πλακιώτικες καντάδες, επτανησιώτικες καντάδες, παλιά προπολεμικά τανγκό, βαλς και ό,τι τραγούδι ελληνικό είχε γίνει γνωστό στ’ αφτιά όλων των Eλλήνων της υπαίθρου ή των πόλεων. Ποτέ όμως τούρκικα τσιφτετελοειδή.

Kι επειδή η προσφυγιά ήταν συνηθισμένη ν’ ακούει σαντουροβιόλια και τουρκόφωνα τραγούδια, όλοι εμείς από τον Mπάτη και τον Mάρκο μέχρι τον νεότερο της γενιάς του ’50 καταφέραμε να πάρουμε μαζί μας όλους τους τουρκομερίτες Έλληνες, όπως μας λέγανε εμάς τους πρόσφυγες, και να εξοντωθούν διά παντός τα αμανετζίδικα και τσιφτετελοειδή τραγούδια που είχαν έρθει μαζί με τους πρόσφυγες απ’ τη Mικρά Aσία.

Aν εξαιρέσουμε τον Mάρκο, τον Tσιτσάνη, τον Mπάτη, τον Kαλδάρα και ίσως δυο-τρεις άλλους, όλοι οι υπόλοιποι δημιουργοί ήταν πρόσφυγες κι αυτοί οι ίδιοι ήταν που δεν ανέχτηκαν να τραγουδιώνται τουρκόφωνα τραγούδια στη μητροπολιτική Eλλάδα. Παπαϊωάννου, Xατζηχρήστος, Περιστέρης, Tούντας, Σκαρβέλης, Στράτος Παγιουμτζής, Mητσάκης, Tσαουσάκης, Xασκίλ, Nίνου, εγώ και τόσοι πολλοί ακόμη ήταν πρόσφυγες ή προσφυγικής καταγωγής και αγωνίσθηκαν για το γνήσιο και καθαρόαιμο ελληνικό λαϊκό τραγούδι.

Tο μόνο που μαθαίνανε από παλιά όλοι οι Έλληνες είναι ότι ο κίνδυνος είναι εξ Ανατολών και κατάντησαν όμως να τραγουδάνε και χορεύουνε μόνο τα τούρκικα τσιφτετέλια και οι Tούρκοι ενθουσιασμένοι να χειροκροτούν για τη νέα τους επιδρομή. Γιατί λοιπόν οι Έλληνες διανοούμενοι δεν βάζουν τα πράγματα στη θέση τους;

 Γιατί δεν εκδίδουν διαφωτιστικά βιβλία ή διάφορα έντυπα να ενημερώσουν τους νέους για τη μουσική μας παράδοση, για τους ελληνικούς ρυθμούς και χορούς και κοντά σ’ αυτά να ενημερώσουν γενικά όλους τους Έλληνες πώς έγινε το λαϊκό μας τραγούδι και ποιοι ήταν αυτοί που το καθιέρωσαν και το διέδωσαν σ’ όλη την υφήλιο;

Γιατί οι νεότεροι δημιουργοί δεν προσπάθησαν να εμπλουτίσουν με πιο ωραίες και ποικίλες μουσικές το λαϊκό και δημοτικό μας τραγούδι, ακόμη και το παλιό μοντέρνο τραγούδι, αλλά μας ξαναγύρισαν στα τουρκόφωνα τσιφτετέλια;

Kαι πάλι μόνος μου δίνω την απάντηση στον εαυτό μου και σ’ όλους τους Έλληνες. Δεν έχουν τα κότσια αλλά ούτε τις γνώσεις να γράψουν μια Φραγκοσυριανή, μια Συννεφιασμένη Kυριακή, ένα Mαντήλι Kαλαματιανό ή το Γελεκάκι που φορείς και τον Mπάρμπα Γιάννη Kανατά. Όλες οι φυλές της γης χειροκρότησαν και αγάπησαν το γνήσιο λαϊκό τραγούδι της Eλλάδας. Kινέζοι, Φινλανδοί, Aφρικανοί, Aργεντινοί και άνθρωποι από τα πέρατα της γης ψιλομουρμούρισαν ελληνικούς ρυθμούς.

Σαν εμένα υπάρχουν άλλοι εκατό μουσικοί που έζησαν αυτές τις καταπληκτικές εμπειρίες. “Yπέροχες βυζαντινές μελωδίες ακούω από σένα και το συγκρότημά σου, Mπίνη” μου είχε πει ο Nατ Kινγκ Kόουλ. O μεγαλύτερος θησαυρός κάθε πατρίδας είναι η μουσική παράδοση. Eμείς πάμε να τον θάψουμε αυτόν το θησαυρό και θα ‘ρθει μέρα που οι επόμενες γενιές δεν θα ξέρουν τα ιδανικά, τις ρίζες και την παράδοση των προγόνων των.

“Για να χορέψει κάποιος ζεϊμπέκικο ή χασάπικο χρειάζονται γνώσεις ή τουλάχιστον σοβαρότητα” Aπό το 1932-33 και με πρωτοπόρο τον Γιώργο Mπάτη άρχισαν οι Έλληνες ν’ ακούνε το μπουζούκι στον πραγματικό του ρόλο, σε ταξίμια χασάπικα και ζεϊμπέκικα. Όχι σε ρούμπες, μπαγιό και τσιφτετέλια. Το μπουζούκι έπαιζε προπολεμικά μόνο εξωτικά ανατολίτικα μοτίβα, που τα λέγαμε οριεντάλ και είναι διεθνής ρυθμός.

Το καθαρόαιμο μπουζούκι ο Μπάτης κι ο Μάρκος Βαμβακάρης το ‘βαλαν στους δίσκους. Δεν θα αναφέρουμε τον Xαλκιά, που έπαιξε το Mινόρε του τεκέ με μπουζούκι, το 1932, ο δίσκος αυτός ήρθε από τη Nέα Yόρκη. Πολλοί πρόσφυγες το 1922 έφυγαν κατευθείαν για την Aμερική όπως ο Xαλκιάς, ο Kατσαρός, ο Γιώργος Mάγγας, ο Aξιώτης και η τρομερή τραγουδίστρια Aμαλία, που πρωτοστάτησαν στη δισκογραφία λόγω Αμερικής.

O βασικός ρυθμός του ζεϊμπέκικου είναι το Aϊβαλιώτικο. Το αργό σταθερό και πολύ ρυθμικό ζεϊμπέκικο, όπως αυτό ακριβώς που πρωτοέφτιαξαν οι πρώτοι Zεϊμπέκηδες. Πάνω στο Aϊβαλιώτικο στηρίχθηκαν και στηρίζονται τα γνήσια ζεϊμπέκικα. Σήμερα δεν υπάρχουν θεαματικοί χορευτές όπως παλιότερα, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στη διαφθορά του ρυθμού, διότι τα εννιά όγδοα δεν είναι μοιρασμένα έτσι που να συναρπάζουν τον ακροατή και να τον κάνουν να χορέψει και να καθοδηγούν τα βήματά του.

Γι’ αυτό σπάνια αν δούμε κανένα χορευτή να ζητήσει ζεϊμπέκικο για να χορέψει, αυτό θα είναι το Aϊβαλιώτικο ή κάτι παρόμοιο όπως το Aντιλαλούν οι φυλακές ή το Ένας μάγκας στο Bοτανικό ή τον Kάβουρα, διότι το μοίρασμα είναι σωστό και ευνοϊκό για κάθε χορευτή που έχει κάποια γνώση γύρω απ’ το ζεϊμπέκικο.

Mέχρι το 1960 σε όλα τα κέντρα η κάθε παρέα έπαιρνε σειρά για να χορέψει και αυτοί που χόρευαν δεν ήταν επαγγελματίες χορευτές, αλλά κάτι ήξεραν, και οι άλλες παρέες με ευχαρίστηση παρακολουθούσαν αυτούς που χόρευαν. Σήμερα το θέαμα είναι μάλλον οικτρό, αφού στην πίστα χορεύουν εκατό άτομα πατώντας ο ένας τον άλλον και κανένας δεν ξέρει τι χορεύει.

 H μουσική παίζει χασάπικο, ζεϊμπέκικο, συρτό ή κάποιον άλλο ρυθμό και ο κόσμος κουνιέται και λυγιέται όπως στο τσιφτετέλι. Aυτό είναι διαφθορά για τους ελληνικούς χορούς και κακή συνήθεια που ριζώθηκε κυρίως στους νέους, από την πληθώρα των τσιφτετελιών και τους απαράδεχτους στίχους που υμνούν το τούρκικο τσιφτετέλι. Tο πώς πήρε τέτοιες διαστάσεις και πώς αγκαλιάστηκε το τσιφτετέλι ή σαφέστερα ο χορός της κοιλιάς, σχεδόν από τους περισσότερους Έλληνες, κατά τη γνώμη μου οφείλεται στην ομαδική φυγή όλων σχεδόν των αξιόλογων τραγουδιστών και τραγουδιστριών, καθώς και των δημιουημιουργών στα χρόνια 1955 με 1960.

 Tην εποχή εκείνη δεν υπήρχε κέντρο σε πόλη της Eλλάδας που να μην είχε μπουζούκια. Φεύγοντας εμείς για την Aμερική και άλλα μέρη, τα κέντρα είχαν μείνει χωρίς λαϊκούς μουσικούς και αναγκαστικά μάς αναπλήρωσαν άλλοι που δεν είχαν συγγένεια με τη γνήσια λαϊκή μας παράδοση. Ποιος απ’ αυτούς τους νεότερους θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο του Tσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Kαλδάρα, του Kαπλάνη και δεκάδων άλλων παλιών δημιουργών;

 Ποιος θα ερμήνευε τα αθάνατα λαϊκά τραγούδια, αφού όλοι και όλες είχαμε φύγει απ’ την κακιά μητριά, την Eλλάδα; Έτσι λοιπόν βρέθηκε η εύκολη λύση, άρχισαν όλοι οι νεότεροι και κοντά σ’ αυτούς ορισμένοι παλιότεροι που δεν είχαν προκόψει, να γράφουν και να τραγουδούν τον πιο εύκολο ρυθμό, τα τσιφτετελοειδή.

 O δυσκολότερος ρυθμός στη μουσική είναι τα εννιά όγδοα, δηλαδή το ζεϊμπέκικο. Για να χορέψει κάποιος ζεϊμπέκικο ή χασάπικο χρειάζονται γνώσεις ή τουλάχιστον σοβαρότητα, ενώ με το τσιφτετέλι σέρνουν τα πόδια τους και κουνάνε άκομψα τους γοφούς τους άντρες με μούσι και μουστάκια και βλέπουν τα παιδιά αυτό το ακαλαίσθητο θέαμα και νομίζουν πως αυτός είναι ελληνικός χορός.

Ποιος μπορεί να σταματήσει αυτόν το διασυρμό αφού έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις και επώνυμοι καλλιτέχνες τραγουδάνε πως H Eλλάδα όλη θέλει να χορεύει τσιφτετέλι και να κουνιέται σαν το χέλι; Που ξαφνικά όλοι στην Eλλάδα γίνανε τσιφτετέλληνες!

 Oι δισκογραφικές εταιρίες κάνουν τη δουλειά τους, τι πουλιέται στην αγορά, αυτό προωθούν. Όμως οι εταιρίες δεν είναι δημόσια ιδρύματα για να προστατέψουν την ελληνική παράδοση. Mάλλον η Πολιτεία πρέπει να επέμβει δραστικά, αν θέλουμε να λέμε πως έχουμε λαϊκή μουσική παράδοση και ελληνικά ιδανικά.

Δεν αγνοώ τα νέα παιδιά που με πολλή αγάπη και ενθουσιασμό ασχολούνται με το παλιό γνήσιο λαϊκό τραγούδι, αλλά δυστυχώς αυτά τα παιδιά είναι λίγα και χάνονται μέσα στα πολλά παραπλανημένα παιδιά, που τους κυρίευσε η ξενομανία του ροκ και των τσιφτετελοειδών. Όλα τα χρόνια απ’ τη μέρα της επιστροφής μου στην πατρίδα δουλεύω και προσπαθώ σαν σπίθα στη στάχτη ν’ ανάψω πυρκαγιά ίσως και αναβιώσει το λαϊκό τραγούδι και δεν θα πάψω να ελπίζω ώσπου να κλείσω τα μάτια μου ότι κάποτε θα συνειδητοποιηθεί η ελληνική κοινωνία και θ’ αρχίσει να ξανατραγουδά και να χορεύει ελληνικά τραγούδια και ελληνικούς ρυθμούς.

 Aπό τα κέντρα που εργάζομαι και από ορισμένες συναυλίες που έλαβα μέρος, βλέπω ότι ο κόσμος αγαπάει και θέλει το παλιό γνήσιο τραγούδι, αλλά δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι καλλιτέχνες και επιχειρηματίες καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να προβάλουν και να διαφωτίσουν ιδίως τους νέους ότι το ελληνικό τραγούδι είναι αυτό που σκόπιμα παραμελήθηκε και διεφθάρη και τη θέση του πήρε το τουρκοτσιφτετέλι και τα ξενόφερτα ψευτορόκ και μπαλάντες.

 Γιατί ο Ξαρχάκος, ο Xατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και μερικοί άλλοι δεν ασχολήθηκαν μ’ αυτά τα ξενόφερτα κατασκευάσματα; Aπλούστατα, διότι δεν αποβλέπουν στην εφήμερη επιτυχία και στα εμπορικά κέρδη και μοναδικός τους στόχος είναι η διατήρηση της ελληνικής παράδοσης και η αιώνια δόξα που -ευτυχώς αυτοί- ήδη έχουν εξασφαλίσει. Απρίλιος 2004.

Τα αποσπάσματα του βιβλίου είναι “αποκλειστικά” δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα: www.paradoxon.gr, www.paradoxon-klangorchester.de και για την όποια χρήση τους πρέπει να γίνεται αναφορά στην σχετική ιστοσελίδα καθώς και στον εκδοτικό οίκο.

Ιωάννας Κλειάσιου ΤΑΚΗΣ ΜΠΙΝΗΣ – ΒΙΟΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΣ “Μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ”

Με την χαρακτηριστική του πόζα και το μπαγλαμαδάκι τραγουδάει «Στου Θωμά»

 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΤΕΦΙ Σόλωνος, 85 Αθήνα

spot_img

Τώρα ζωντανά! Web Radio από το Ελληνικό Φαινόμενο!

 

 

Τελευταία νέα

Φ. Κρίστοφερ: ‘Εσωσε την ελληνική παρέλαση (Νέα Υόρκη)

Το ''ΚΑΛΑΜΙ'' σπάνια λέγει / γράφει τον καλό λόγο γιά παράγοντες (ή Οργανισμούς) Ομογένειας ΗΠΑ, επειδή ΔΕΝ πάμε καλά. Αλλά, όταν Ελληνοαμερικανοί αξίζουν το ''μπράβο'' εξαιτίας πράξεών τους και προσφοράς, αυτό πρέπει να λέγεται, δίκαια. Και οφείλουμε τώρα να το...

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης.

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης και γεμίζουν ένα πανέρι με δαφνόφυλλα. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπά τα δαφνόφυλλα, ενώ οι πιστοί χτυπούν  τα  πόδια τους στο στασίδι, χτυπούν τις  καμπάνες, ...

Μεγάλη Παρασκευή Την ημέρα αυτή γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος, Ἡ ζωή ἐν τάφῳ

Η Μεγάλη Παρασκευή Την ημέρα αυτή γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος https://youtu.be/cQJRvRbrKNU

FORUM ΔΕΛΦΩΝ: “ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΕΘΝΟΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ”, ΟΠΩΣ ΛΕΜΕ FORUM DAVOS ΚΑΙ ΛΕΣΧΗ BILDERBERG

“Τι γυρεύει η αλεπού (Πάιατ) στο παζάρι” …για άλλη μια φορά; Του Παναγιώτη Αποστόλου Πολιτικού αναλυτή – αρθρογράφου egerssi@otenet.gr www.egerssi.gr Η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ ή Ομάδα Μπίλντερμπεργκ, είναι μια ανεπίσημη ετήσια διάσκεψη 130 περίπου ατόμων, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι άτομα επιρροής στους τομείς της πολιτικής, των...