Όλοι γνωρίζουν πολύ καλά, επιχειρηματίες νυχτερινών κέντρων, καλλιτέχνες, παραγωγοί ραδιοφώνων, δισκογραφικές εταιρείες, και ούτω καθ΄ εξής, το παιχνίδι με το κοντρολάρισμα των τραγουδιών που παίζονται από τα ραδιόφωνα. Παρ΄ όλα αυτά συνεχίζουν και συνδράμουν.
Στην μουσική βιομηχανία η έμπνευση ως εργαλείο το να κοντρολάρουν τραγούδια , μόνο αξιόπιστο δεν είναι , από την άλλη όμως είναι μια πολύ κερδοφόρα επιχείρηση με αστρονομικά ποσά και έτσι όχι μόνο ελέγχει δήθεν τις επιδόσεις , αλλά και κατευθύνει την Ελληνική μουσική στα Μ.Μ.Ε , σύμφωνα με τα συμφέροντα όλων αυτών των εμπλεκομένων.
Οι πελάτες που χρησιμοποιούν την επιχείρηση κοντρόλ, έχουν πιστέψει (έτσι τους παραμυθιάζουν) πως ένα τραγούδι μέσα σε μια εβδομάδα μόνο, μπορεί να πιάσει ταβάνι, κατά 65%. Δηλαδή αν ήταν το τραγούδι στην θέση 100, μέσα σε μια εβδομάδα θα μπορεί να πιάσει την θέση 35, σε λίγες δε ημέρες και την κορυφή.
Τέτοια άλματα ούτε τα καγκουρό δεν μπορούν να κάνουν. Αυτά δεν γίνονται ούτε στην Ουγκάντα, και εκεί ακόμα θα τους έπαιρναν με τις πέτρες.
Στη εταιρεία των θαυμάτων βασικοί πελάτες είναι και οι επιχειρηματίες νυχτερινών κέντρων (εκτός λίγων εξαιρέσεων), τσοντάροντας ως συνδρομή 1600 Ευρώ το μήνα, για να παρακολουθούν την πορεία των τραγουδιών των καλλιτεχνών που έχουν στα κέντρα τους, και για τους οποίους οι ίδιοι συμβάλλουν στις δισκογραφίες τους,
Έτσι βλέπουν το τραγούδι που παίζει στο ραδιόφωνο να ανεβαίνει με μεγάλο άλμα, άσχετα αν ο κόσμος δεν ακούει πλέον ραδιόφωνα, καθώς παίζουν τα ίδια και τα ίδια ανιαρά τραγούδια. Πρόκειται λοιπόν για ένα παιχνίδι, όπου ό ένας κοροϊδεύει τον άλλον, ανάλογα και με το ύψος των χρημάτων που πέφτουν και κάτω από το τραπέζι.
Αυτοί που έχουν τον κωδικό μπαίνουν στην πλατφόρμα της κοντρόλας, για να προσθέσουν, ή να αφαιρέσουν τις μαύρες βουλίτσες που δείχνουν την πορεία του τραγουδιού.
Την πραγματική εικόνα ‘ομως ενός τραγουδιού μπορεί ο καθένας, άσχετος, και τελείως δωρεάν να την δει, πηγαίνοντας σε ένα νυχτερινό κέντρο όπου το νέο τραγούδι του καλλιτέχνη δείχνει στην κοντρόλ εταιρεία να είναι στην πρώτη σειρά , ωστόσο στο μαγαζί να επικρατεί άπνοια, με 2-3 παρέες το πολύ.
Κατά τα άλλα, τόσο πρώτο είναι το τραγούδι. Τα παραδείγματα είναι πολλά και συνεχόμενα, τα περιγράφω άλλωστε κάθε φορά λεπτομερώς μέσα από τα ρεπορτάζ , από τις περατζάδες που κάνω στα νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών.
Μια περίπτωση είναι αυτή με τα δύο μεγάλα αστέρια της Ποπ μουσικής, που εμφανίζονται σε μια τεράστια Αθηναϊκή πίστα, από το ξεκίνημα τους, ακόμα και τις ημέρες των εορτών Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς, γεμίζει μόνο το μισό μαγαζί από κόσμο και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, και ας είναι για την εταιρεία κοντρόλ μονίμως οι δυο αυτοί σταρ στην πρώτη γραμμή, ότι σαχλό τραγούδι κι αν κυκλοφορήσουν.
Και κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες που πραγματικά σπάζουν πόρτες , όπου κι αν εμφανίζονται ούτε καν να υπάρχουν τα τραγούδια τους στην λίστα.
Όπως για παράδειγμα η περίπτωση του λαϊκού βάρδου Βασίλη Καρρά, που σπάει πόρτες , και το νέο του τραγούδι, “Τελευταίο τσιγάρο” έχει γίνει ύμνος.
Για την κερδοσκοπική εταιρεία που κοντρολάρει το Ελληνικό τραγούδι, θα έπρεπε μονίμως να είναι στην κορυφή της λίστας του, το άσμα του Στέλιου Καζαντζίδη, “Αχ ρε ψεύτη ντουνιά”, καθώς αυτό ακριβώς αντιπροσωπεύει το εργαλείο τους, γι΄ αυτό και ο κόσμος δεν ακούει πλέον ραδιόφωνα, έχει κουραστεί απ΄ όλα αυτά τα μασάλια της πρωτιάς, της πρώτης μετάδοσης, της αποκλειστικής μετάδοσης, και δεν συμμαζεύεται, συστήματα και μπούρδες πολύχρωμες.
Ένα εμπορικό τραγούδι, ο συνθέτης και ο στιχουργός, το δημιουργούν με πολύ μεράκι και προσδοκίες , ο καλλιτέχνης το ερμηνεύει , ενώ το ραδιόφωνο το παίζει ώστε να ακουστεί παντού, και όχι αποκλειστικά εδώ και εκεί, αλλιώς πως θα γίνει ευρέως γνωστό;;
Τα δέκα εκατομμύρια Έλληνες ακούνε διάφορους Ρ/σταθμούς, και όχι, αποκλειστικά το έναν ή τον άλλον.
Αυτά τα ανόητα συστήματα προβολής τραγουδιών μόνο στην Ελλάδα γίνονται.
“Παντού στον κόσμο τα τραγούδια είναι για όλες τις ηλικίες για όλο το κοινό που είναι και οι τελικοί κριτές , οι καταναλωτές του μουσικού μας προϊόντος και ο καλλιτέχνης νοιώθει τυχερός, και υποχρεωμένος, άν τον καλέσει κάποιο ραδιόφωνο για συνέντευξη, ας είναι και το τελευταίο, διότι του δίνεται η ευκαιρία να γνωστοποιήσει την δουλειά του, για την οποία όλοι οι παράγοντες έχουν ιδρώσει…”
Αυτά τα σεμνά λόγια ανήκουν στον μουσικό, Carlos Santana με μια ντουζίνα μουσικά βραβεία, πουλώντας εκατομμύρια δίσκους στην καριέρα του, ενώ οι δικοί μας Star της πεντάρας χωρίς βραβεία, ούτε στα τηλέφωνα δεν βγαίνουν, για να τους ακούσει ο ακροατής , ο εν δυνάμει αγοραστής της δισκογραφίας τους .
Όλα τα δίνουν στην εταιρεία καγκουρό, και δεν έχουν καταλάβει την μεγάλη κοροϊδία που παίζεται εις βάρος τους, ότι χρόνο με τον χρόνο, λογοστεύουν και οι πίστες. Σε λίγο δεν θα έχουν μεροκάματο, δεν θα βγάζουν ούτε τα προς το ζειν, καθώς συμβάλλοντας στην εταιρεία καγκουρό – κοντρόλ, που ελέγχει ακόμα και τι μουσικό όργανο θα πρέπει, να παίζει μέσα σε κάθε τραγούδι, από το οποίο έχουν ήδη βγάλει τελείως το μπουζούκι, και έτσι σβήνουν σιγά – σιγά το Ελληνικό τραγούδι.
Έτσι λοιπόν, με το σύστημα ηχητική καθοδήγησης των ακροατών (κοντρόλ ), όλοι αυτοί βγάζουν λεφτά, κοροϊδεύουν του πάντες, και το Ελληνικό τραγούδι συστηματικά το σβήνουν, βάσει σχεδίου. κατ΄ επέκταση και την κουλτούρα μας, βάσει σχεδίου.
Και αφού, όχι μόνο το επιτρέπει η κοινωνία, αλλά και ενισχύει αυτήν την ηχητική καθοδήγησης , έτσι λοιπόν, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει κάτι που να μας θυμίζει την καταγωγή μας, ότι είμαστε Έλληνες, που εφηύραν την λέξη μουσική, η οποία δεν μεταφράζεται σε καμιά γλώσσα του κόσμου.