Γράφει ο Δημοσιογράφος Νίκος Βάνης.
Με το όνομα Μονή του Εσφιγμένου υπήρχε ήδη Μονή από τον 10ο αιώνα και φαίνεται ότι βρισκόταν σε ακμή. Σύμφωνα βέβαια με την παράδοση το μοναστήρι ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία (408-450) και πολλοί από τους ιδρυτές μοναχούς προέρχονταν από το αρχικό μοναστήρι που είχε καταστραφεί από κατολίσθηση. Κατά τον 14ο αιώνα ηγούμενος του μοναστηριού είχε αναδειχθεί ο Γρηγόριος Παλαμάς.
Επίσης εγκαταβίωσε σ’ αυτό για κάποιο διάστημα ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α΄. Ερημώθηκε πολλές φορές από πειρατικές επιδρομές, κυρίως εκ των Αγαρηνών, αλλά απέκτησε σημαντική δύναμη μετά τον 18ο αιώνα. Το καθολικό κτίστηκε το 1810 στη θέση παλαιότερου ναού που κατεδαφίστηκε, ενώ η τοιχογράφηση έγινε από τους Γαλατσάνους ζωγράφους το 1811 και 1818.
Το μοναστήρι κατελήφθη από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1821, όπου υπέστη από τους εισβολείς μεγάλες καταστροφές και το μεγαλύτερο μέρος της αδελφότητας εκτελέστηκε ή αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει.
Παλιότερο κτίριο της Μονής είναι η τράπεζα που διατηρεί τοιχογραφίες του 16ου-17ου αιώνα. Εκτός από το καθολικό και την τράπεζα η Μονή διαθέτει μια πολύ καλή συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, από τις οποίες ξεχωρίζει η ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού. Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει πολλά και σπάνια χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το υπ’ αριθμόν 14 για τις σπάνιες μικρογραφίες του.
Όµως, όπως δεν έλειψαν οι άσχηµες στιγµές από τη ζωή του µοναστηριού, έτσι δεν έλειψαν και οι καλές στιγµές. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες φαίνεται πως έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα επικυρώνουν κτήσεις του µοναστηριού στον Πρόβλακα, Σκουταρά, Κρόσουβο, τα Βραστά, τη Θεσσαλονίκη και την Κων/πολη.
Στην Εσφιγµένου εγκαταβίωσαν προσωπικότητες µεγάλου πνευµατικού κύρους, όπως ο άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κπόλεως το 1310 και ο άγιος Γρηγόριος Παλαµάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης το 1335. Τον 17ο αιώνα, µέσα στη γενικότερη παρακµή, η µονή πέφτει σε δυσµενή οικονοµική κατάσταση.
Ο 18ος αιώνας είναι η εποχή που το µοναστήρι αρχίζει να ανασυγκροτείται µε τις προσπάθειες του µητροπολίτου Μελενίκου Γρηγόριου, που ως κύριο στόχο του έχει την εξόφληση των χρεών της µονής. Μεταπτώσεις µικρότερης κλίµακας συνεχίζονται στη ζωή του µοναστηριού, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ο Θεοδώρητος ο Λαυριώτης θέτει τα θεµέλια της σωστής κοινοβιακής λειτουργίας της µονής, και παράλληλα θέτει τα θεµέλια του καινούργιου Καθολικού (1808) και ανυψώνει νέα κτίρια. Επί ηγουµενίας του Θεοδωρήτου εγείρεται και η τράπεζα της µονής.
Την περίοδο 1821-1832 η Εσφιγµένου καταλήφθηκε από τουρκικό στράτευµα και µετατράπηκε σε στρατώνα. Την αναδιοργάνωση της µονής αναλαµβάνει ο Αγαθάγγελος Αγιαννανίτης για ένα µεγάλο διάστηµα, από το 1832 έως το 1871. Εκείνη την περίοδο ορθώθηκαν όλα τα µεγαλοπρεπή κτίρια της µονής, όπως το κωδωνοστάσιο, τα παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας του Καθολικού και ο µεσηµβρινός πυλώνας. Τα χρόνια που ακολουθούν οδηγούν τη µονή σε ένα χρέος 4,000 τουρκικών λιρών στις αρχές του 20ου αιώνα. Η µονή καταφέρνει να ανταπεξέλθει στο χρέος χωρίς να υποκύψει σε δελεαστικές προτάσεις Ρώσων.
Ο ναός της µονής είναι αφιερωµένος στην Ανάληψη του Κυρίου, ενώ παράλληλα η µονή διαθέτει 8 παρεκκλήσια και 7 εξωκκλήσια. Επίσης, εφέστια εικόνα της µονής είναι της Θεοτόκου της Ελεούσης. Ανάµεσα στα κειµήλια της µονής περιλαµβάνονται λείψανα αγίων, ο λεγόµενος σταυρός της Πουλχερίας και ένα µεγάλο κοµµάτι από τη σκηνή του Μεγάλου Ναπολέοντα, που χρησιµοποιείται σαν παραπέτασµα στην πύλη του Καθολικού κατά την πανήγυρη. Η βιβλιοθήκη της περιέχει 372 χειρόγραφα και πάνω από 8,000 έντυπα. Η µονή κατέχει τη 18η θέση στην ιεραρχία των µονών.
Αυτοκράτειρα Πουλχερία : Η πρώτη γυναίκα που παραβρέθηκε σε Οικουμενική Σύνοδο
Η Αιλία Πουλχερία (19 Ιανουαρίου 399 – Ιούλιος 453) ήταν αυτοκράτειρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από το 450 έως το 453. Ήταν το δεύτερο παιδί του αυτοκράτορα Αρκάδιου και της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Η Πουλχερία ήταν γυναίκα μορφωμένη, κάτοχος αξιόλογης φιλοσοφικής και θεολογικής παιδείας. Διακρινόταν για την ευσέβεια και την εν γένει ενάρετη ζωή της.
Υπήρξε προσωπικότης δυναμική, φιλόδοξη, δραστήρια και ευφυής. Χαρακτηριστικό δείγμα της ευφυίας της αποτελεί το γεγονός ότι παρουσίαζε τον άβουλο αδελφό της ως κυβερνώντα, ενώ κατ’ ουσίαν η ίδια διοικούσε το βυζαντινό κράτος.
Η μεγαλύτερη αδελφή της, που γεννήθηκε το 397, θεωρείται ότι πέθανε νέα. Μικρότερα αδέλφια της ήταν η Αρκαδία, γεννημένη το 400, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´ και η Μαρίνα, αμφότεροι γεννημένοι το 401.
Όταν πέθανε ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος, ο Θεοδόσιος ήταν επτά ετών, η δε Πουλχερία εννέα. Την εξουσία τα πρώτα χρόνια την ασκούσε ο συνετός ύπατος (έπαρχος) Ανθέμιος. Από τις 4 Ιουλίου 414 όμως, οπότε η Πουλχερία αναγορεύθηκε Αυγούστα, ο Ανθέμιος απομακρύνθηκε από την πολιτική ζωή και η Πουλχερία ανέλαβε τα ηνία της Αυτοκρατορίας, πράγμα που συνεχίστηκε και μετά την ενηλικίωση του αδελφού της. Ο Θεοδόσιος, αδύναμος και ασθενούς χαρακτήρος, δέχτηκε την επιρροή της δραστήριας και δυναμικής αδελφής του, η οποία, με την βοήθεια των ικανών συνεργατών που επέλεγε, μπόρεσε να δώσει λύσεις σε αρκετά από τα προβλήματα που ταλάνισαν την Αυτοκρατορία, επιβάλλοντας πάντα την θέλησή της στον Θεοδόσιο.
Το 421 ο Θεοδόσιος, κατόπιν εισηγήσεως της αδελφής του, νυμφεύθηκε την κατά επτά έτη μεγαλύτερή του Αθηναία κόρη Αθηναΐδα. Η Αθηναΐς ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) και βαπτίσθηκε χριστιανή πριν από τον γάμο της, μετονομασθείσα σε Ευδοκία. Η Ευδοκία –δυναμική χαρακτήρας κι αυτή– επρόκειτο να έλθει αργότερα σε σύγκρουση με την φιλόδοξη Πουλχερία. Η δεύτερη αποχώρησε από τα ανάκτορα μέχρι την (αυτό)εξορία της βασιλικής συζύγου στα Ιεροσόλυμα, οπότε και επανήλθε στην εξουσία.
Η Πουλχερία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον –όπως και η Ευδοκία– για την ανάπτυξη των γραμμάτων και συνέβαλε στην ίδρυση του περίφημου Πανδιδακτηρίου (425), ενός πανεπιστημίου της εποχής. Μέχρι τότε η ανωτάτη παιδεία παρέχονταν εν μέρει ιδιωτικώς και εν μέρει σε ελεύθερη δημόσια διδασκαλία. Διά του διατάγματος του Φεβρουαρίου του 425 η παροχή δημόσιας επί ανωτάτου επιπέδου διδασκαλίας κατέστη υπόθεση του κράτους.
Το 450 ο Θεοδόσιος απεβίωσε και η Πουλχερία έμεινε μόνη επί του θρόνου. Επέλεξε για σύζυγό της τον ενεργητικό, δραστήριο αλλά και σώφρονα συγκλητικό Μαρκιανό από την Θράκη, τον οποίο παντρεύτηκε αφού τον δέσμευσε ότι θα σεβόταν την παρθενία της. Ο Μαρκιανός, ως αυτοκράτορας, αντιμετώπισε αποφασιστικά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η αυτοκρατορία.
Η Πουλχερία, γυναίκα άκρως ευσεβής, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα εν γένει εκκλησιαστικά πράγματα της Αυτοκρατορίας, ασχολήθηκε με την ανέγερση και υποστήριξη φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενώ έκτισε και τον πρώτο ναό της Παναγίας στις Βλαχέρνες.
Λέγεται μάλιστα ότι αυτή κέντησε με χρυσή κλωστή την Τιμία Ζώνη της Παναγίας διακοσμώντας την. Η χρυσή αυτή κλωστή είναι ευδιάκριτη και σήμερα στο τμήμα της Αγίας Ζώνης που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Ακόμη, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε η ιδρύτρια της Μονής Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος και της Μονής του «Χειμάρρου» κοντά στον ίδιο χώρο.
Ευαίσθητη και για τα θεολογικά πράγματα της Αυτοκρατορίας, υποστήριξε τη σύγκληση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο το 431, η οποία καταδίκασε τον Νεστόριο και τις δοξασίες του, όπως επίσης και την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε τον Ευτυχή και τους Μονοφυσίτες. Υπήρξε μάλιστα η πρώτη γυναίκα που παραβρέθηκε σε Σύνοδο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε αγία την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Η μνήμη της τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου.