Γράφει Ο Νίκος Βάνης Δημοσιογράφος Η νεοτουρκική επανάσταση ήταν γεγονός. Όλα διακυβεύονταν. Ίσως διαφαινόταν ότι τελικά δεν θα διασωζόταν μετασχηματιζόμενη η αυτοκρατορία, αλλά θα διαλυόταν από τα εθνη-κράτη. Στο «Όσοι ζωντανοί» ο Δραγούμης περιγράφει τις εντυπώσεις του από τη συνάντησή του με τον εβδομηντα τετράχρονο πατριάρχη, με τις οποίες θα ήθελα να τελειώσω την αποψινή προσέγγιση στον Ιωακείμ Γ΄: «Είχε κληρονομήσει τη θέση του και κάθουνταν, σαν προαιώνια, στο θρόνο των Πατριαρχάδων στην Κωνσταντινούπολη. Στα χέρια του είχε έναν παμπάλαιο οργανισμό, την Εκκλησία, και στα δάχτυλα έπαιζε όλες του τις λεπτομέρειες. Και θυμήθηκε ο Αλέξης άξαφνα το μαρμαρένιο Μωϋσή του Μιχαήλ – Αγγέλου που κάθεται ασάλευτος αιώνες στο θρόνο του, τον πέτρινο στη Ρώμη. Το στόμα του θεληματικό και πεισματάρικο έμοιαζε, η ματιά του έμοιαζε, το βαρύ κορμί του ίδιο, και το δυνατό του μπράτσο με τις φλέβες ανακουφωτές, αν το ξεγύμνωνε θα ήταν απαράλλακτο, σαν έτοιμο για να συντρίψει βασιλιάδες. Και τότε απόμεινε αμίλητος ο Αλέξης που ένοιωσε τη δική του την αδυναμία. Ποιόν οργανισμό ανθρώπινο είχε στα χέρια του αυτός για να ορίζει ανθρώπους; Μπροστά του δεν είχε άνθρωπο αλλά δύναμη, που θα υποχωρούσε όχι σε συζήτηση παρά σε άλλη δύναμη. Παιδεύτηκε μια στιγμή ο Αλέξης να καταλάβει αν αυτός, ο από τους πρώτους Έλληνες στοχάζεται κατά το σύγχρονο ελληνικό τρόπο, τον εθνικιστικό, μα ένοιωσε αμέσως πως ο εξαιρετικός αυτός ακατέργαστος άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Ελληνισμό παρά τόσο μονάχα όσο χρειάζεται για να βασταχτεί Πατριάρχης. Μόνο έτσι θα είναι σύμφωνος με τον εαυτό του. Τέτοιον τον κατάλαβε τον Πατριάρχη ο Αλέξης και καταχάρηκε, γιατί στην τόση στειροσύνη ανθρώπων ηύρε στον Ελληνισμό κ’ ένα δυνατόν άνθρωπο».

Όταν οι νεότουρκοι προχώρησαν στο κίνημα του 1908, ζητώντας από το Σουλτάνο την εφαρμογή του Συντάγματος, τα δε μιλέτια των ορθοδόξων ελληνοφώνων και άλλων ρωμιών, των αρμενίων, των εβραίων πανηγύριζαν για την επικείμενη ισονομία και ισοπολιτεία, ο Ιωακείμ προέβλεπε και προέλεγε, ότι η εφαρμογή του συντάγματος θα οδηγούσε στην κατάργηση των προνομίων. Οι νεότουρκοι θα καλούσαν τα μιλέτια να υπηρετήσουν τον τουρκικό στρατό και τελικά η αυτοκρατορία θα οδηγείτο στην επικράτηση του νεοτουρκικού εθνικισμού, όπως τελικά έγινε με τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13), με τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, και ολοκληρώθηκε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και την οριστική εξολόθρευση και σφαγή μας από την ασιατική πλευρά του Αιγαίου, εν μέσω των εθνοκτονιών και των εθνοκαθάρσεων της νεωτερικής εποχής.
Το 1912, που εξεδήμησε ο Ιωακείμ, μόνο στην περιοχή των Σκοπίων δεν είχαν ξεκινήσει τη διαμόρφωση της εθνοκρατικής ιδεολογίας τους. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι νεότουρκοι, ήδη με το κίνημα του 1909, συνέπεια και αντίδραση προς τα άλλα εθνικά κέντρα της βαλκανικής, διεκδικούσαν τη διαμόρφωση ενός εθνικού κράτους, το οποίο όμως εκαλείτο να μεταπλάσσει τις μουσουλμανικές ισλαμικές συνειδήσεις της αυτοκρατορίας σε εθνικές τουρκικές συνειδήσεις. Έχομε, δηλαδή, την πορεία της μεταστροφής της θρησκευτικής συνείδησης σε εθνική. Η επίτευξη αυτού του στόχου ήταν μακρόσυρτη και δύσκολη. Το έργο αυτό ανέλαβε ο στρατός που συγκροτήθηκε από τους νεότουρκους με επικεφαλής τον Κεμάλ. Βέβαια και στη δική μας περίπτωση, της ελληνικής επανάστασης και του ελληνικού έθνους – κράτους, οι κρατικές δομές συμβάλουν καθοριστικά στην εθνοποίηση της θρησκευτικής συνείδησης του ρωμιού ελληνόφωνου, του αρβανιτόφωνου, ή του βλαχόφωνου, αλλά και του τουρκόφωνου καραμανλή της Καππαδοκίας, που έρχεται στην Ελλάδα με τις ανταλλαγές των πληθυσμών. Όμως σε μας, όπως και στα άλλα βαλκανικά έθνη – κράτη: Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία η σύνδεση της θρησκείας με το έθνος και η κυριαρχία του εθνικού επί του θρησκευτικού υπήρξε ευκολότερο εγχείρημα, διότι η χριστιανική πίστη είναι συγκαταβατική και με τη διδασκαλία της δεν διαπερνά, ούτε καθορίζει κάθε πτυχή της προσωπικής και κοινωνικής ζωής του πιστού, όπως συμβαίνει με το κοράνι και το ισλάμ. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, αλλά και ολόκληρη η ιωακειμική παράταξη, προβλέπει και κατανοεί, στη δεύτερη πατριαρχία του (1901-1912), το τέλος του σχήματος που ζει και υπηρετεί, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου στο μιλέτ των ορθοδόξων, στο ρουμ μιλέτ, ο Πατριάρχης αποτελεί την κεφαλή του, είναι ο ανώτατος, δηλαδή, άρχοντάς του.
Προσεγγίζοντας τους ιωακειμικούς – αντιϊωακειμικούς και τους βενιζελικούς – αντιβενιζελικούς, παρατηρούμε ότι η εφημερίδα «Πρόοδος» της Κωνσταντινούπολης, με το διευθυντή της Σπανούδη που στηρίζει τον Ιωακείμ, γίνεται παράλληλα και στη συνέχεια, ο εκεί εκφραστής των απόψεων του βενιζελισμού. Επίσης, ο ιωακειμικός επίσκοπος Ρεθύμνης Διονύσιος υπήρξε στενός συνεργάτης του Βενιζέλου, μαζί με τους Πέτρας Τίτο και Ιεροσητείας Αμβρόσιο, που εκφράζονται με θαυμασμό για τον Ιωακείμ σε επιστολές τους. Υπάρχει στενή σχέση και συνέχεια μεταξύ ιωακειμικών και βενιζελικών. Οι ιωακειμικοί αρχιερείς, τα πνευματικά αναστήματα και όσοι πρόσκεινταν προς τον Ιωακείμ συστοιχίστηκαν κατά κανόνα με το Βενιζέλο. Αναφέρω όμως και τον ακραιφνή ιωακειμικό Αθηναγόρα Ελευθερίου, πρωτοσύγκελλο του Πατριαρχείου, από τ’ Αλάτσατα της Μ. Ασίας, το μετέπειτα Παραμυθίας, ο οποίος κινήθηκε αταλάντευτα στον αντιβενιζελικό χώρο.Ο βουλγαρικός στρατός, το Νοέμβριο του 1912, στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, νικάει τον τουρκικό, προελαύνει και καταλαμβάνει την Τσατάλτζα, πενήντα έξι χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ενημερώνεται για τις εξελίξεις. Ανησυχεί για τον εκεί ελληνισμό και για τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εάν οι Βούλγαροι καταλάμβαναν την Πόλη. Ξαγρυπνάει καθισμένος στο ανοικτό παράθυρο του δωματίου του και από τα ακούσματα των οβίδων παρακολουθεί την πορεία του πολέμου. Στις 3 Νοεμβρίου ασθένησε από πνευμονία και την Τρίτη 13 Νοεμβρίου 1912 εξεμέτρησε το ζειν ο τελευταίος εν ενεργεία Πατριάρχης του Γένους, μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά από πατριαρχία δεκαεπτά περίπου ετών.Ο Πατριάρχης Ιωακείμ υπήρξε μία εκκλησιαστική προσωπικότητα, η οποία είχε το χάρισμα να προσλαμβάνει το μεταβαλλόμενο κόσμο, να τοποθετείται σ’ αυτόν και να διαμορφώνει το αύριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το μέλλον του, οριοθετώντας τους σκοπούς και τους στόχους του μέσα στο χρόνο. δημοσιογράφος Νίκος Βάνης