Τετάρτη, 23 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΙστορικάΈχει το χρηματιστηριακό...

Έχει το χρηματιστηριακό κεφάλαιο εθνικότητα; γράφει ό Νίκος Βάνη

Rothschild – Σίνας – Wodianer  Επιχειρώντας να δώσω μια πρώτη και γενική απάντηση θα πω ναι, τα κεφάλαια των κρατών-πιστωτών σίγουρα έχουν, αφού στο κάτω κάτω μιλάμε για εξαγωγές βρεταννικών,
γαλλικών, γερμανικών κεφαλαίων. Προκειμένου για τις οφειλέτριες χώρες δεν είναι τόσο σαφή τα πράγματα. Με μια δόση ειρωνείας θα έλεγα ότι στην περίπτωση των εισαγωγέων κεφαλαίων μάλλον το έλλειμμα (οφειλή) κεφαλαίων έχει μια εθνική διάσταση. Για να μείνουμε στην περιπτωσιολογία του 19ου αι., με την έννοια αυτή βλέπουμε να αναφέρονται ρωσικά, ουγγρικά, σερβικά ή και ελληνικά χρέη. 
Εάν όμως εξετάσουμε από πιο κοντά τις διάφορες μορφές της ροής κεφαλαίων, θα βρούμε ότι στην αγορά των μεγάλων επενδύσεων (κρατικός δανεισμός, έργα υποδομής, εμπορικές και βιομηχανικές επενδύσεις) οι δανειοδοτήσεις γίνονται μέσα από διεθνείς κοινοπραξίες, οι οποίες συνδέουν τα κατά τόπους κέντρα της διεθνούς κεφαλαιαγοράς. Από τα χρέη μόνο τα κρατικά δάνεια (χρέη του Δημοσίου, κρατικές συγκοινωνιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις) φέρουν τη «σφραγίδα» του εθνικού κράτους, ενώ τα ιδιωτικά (και απευθείας) δάνεια συνδέουν άμεσα τους διεθνείς παίκτες της αγοράς και τους εγχώριους επιχειρηματίες, με 

το έθνος να παίζει απλώς τον ρόλο του οικονομικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος ως ένα είδος διαμεσολαβητή.       Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, από τους ναπολεόντειους πολέμους μέχρι και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων όσο και στη μετέπειτα Δυαδική Μοναρχία, η Βιέννη έπαιξε τον ρόλο ενός διεθνούς κέντρου του κεφαλαίου. Μ’ όλο που στην Αυστροουγγαρία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. τα χρηματιστήρια των διαφόρων χωρών (επαρχιών) άνοιξαν το ένα μετά το άλλο σε μια προσπάθεια αποκέντρωσης της αγοράς αξιών, σε διεθνή κλίμακα η σημασία τους στις χρηματιστηριακές συναλλαγές ήταν πολύ μικρή. Αν και δεν ίσχυε πια η ρήση του Metternich ότι τα Βαλκάνια αρχίζουν στη Rennweg, εκεί όπου τελείωνε ο κήπος του, ωστόσο για την ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά η Βιέννη εξακολουθούσε να είναι το πιο ανατολικό κέντρο (παρά το γεγονός ότι χωρίς τα «χρηματιστηριακά υποκαταστήματα» της Πράγας, της Πέστης κλπ. δεν θα είχε την ίδια σημασία ως πόλος έλξης)

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που όσοι από τους τραπεζίτες των ακριτικών αυτών περιοχών ήθελαν να συνδεθούν με τις διεθνείς αγορές αξιών, έπρεπε αναγκαστικά να προσανατολιστούν προς τη Βιέννη.

      Οι τρεις οικογενειακές επιχειρήσεις του τίτλου της ανακοίνωσής μου (οι οποίες έπαιξαν καίριο ρόλο στο ξεκίνημα του κρατικού δανεισμού μετά τον Συμβιβασμό του 1867) είχαν φθάσει μέχρι τη Βιέννη μέσα από πολύ διαφορετικές διαδρομές, οι οποίες εξάλλου είναι αρκούντως γνωστές και γι’ αυτό θα αναφερθώ πολύ σύντομα στις ιδιαιτερότητές τους.

  
       1.    

id=”ecxyui_3_16_0_1_1444147607713_2213″>Οι Rothschild, ως γνωστόν, εξόρμησαν από τη Judengasse της Φραγκφούρτης στα μεγάλα κέντρα της ευρωπαϊκής χρηματαγοράς. Όπως δείχνουν και τα πέντε διαπλεκόμενα βέλη του θυρεού τους, η «ομόνοια» των πέντε αδελφών ένωνε το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Φραγκφούρτη, τη Βιέννη και τη Νεάπολη (το οικόσημο της αυστριακής βαρονείας του 1822 είχε ως έμβλημα το «concordia – integritas – industria»). Από τα δέκα παιδιά του Mayer Amschel Rothschild που επέζησαν, ο δευτερότοκος Salomon (1774–1855) ίδρυσε τον οίκο της Βιέννης μετά τους ναπολεόντειους πολέμους („S. M. Rothschild”), και μετά τον θάνατό του τον συνέχισε ο μόνος γιος του Anselm (1803–1874 2………..   Οι Σίνα ήρθαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Μοσχόπολη (της σημερινής Αλβανίας) μέσω της Νις στη Βιέννη στα τέλη του 18ου αι. Ο ιδρυτής του οίκου της Βιέννης, ο Σίμων Σίνας ο Πρεσβύτερος είχε γεννηθεί στη Μοσχόπολη και πήρε σύζυγο πρώτα από τη Νις (1782) και στη συνέχεια από τη Βιέννη. Η εταιρία του διακινούσε κυρίως εμπορεύματα της Εγγύς Ανατολής, αλλά σύντομα επεκτάθηκε και στον τραπεζικό τομέα. Το 1818 του απονεμήθηκε τίτλος ευγενείας με κτήματα στο Hodos και Kizdia. Πέθανε το 1822. Ο γιος του Γεώργιος Σίνας (Νις, 1783 – Βιέννη, 1856) παντρεύτηκε το 1809 την Κατερίνα Derra, Ελληνίδα της Ουγγαρίας, και στην επιχείρηση συνεταιρίστηκε με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Johann Σίνα (Βιέννη, 1804–1869). Το 1811 πήρε την αυστριακή ιθαγένεια και το 1832 τον τίτλο του βαρόνου της Αυστρίας. Στο τέλος της ζωής του έγινε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας. Ο γιος του από τον πρώτο γάμο του, ο Σίμων ο Νεότερος

(Βιέννη, 1810–1876) παντρεύτηκε επίσης μια Ελληνίδα της Ουγγαρίας (την Ιφιγένεια Γκίκα, 1835) και την ίδια χρονιά μπήκε και στην πατρική επιχείρηση. Μετά τον θάνατο, το 1856, του πατέρα του άφησε τη διοίκηση του οίκου της Βιέννης („S. G. Sina”) στον θείο του (ετεροθαλή αδελφό του πατέρα του), ο οποίος ήδη απασχολείτο εκεί και στράφηκε στη διαχείριση των κτημάτων του που βρίσκονταν κυρίως στην Ουγγαρία. Αφού δεν είχε άρρενα απόγονο, μετά τον θάνατό του η χήρα του προχώρησε στην εκκαθάριση της εταιρίας σύμφωνα με την τελευταία βούλησή του 3.      Εάν ο δρόμος των Σίνα περνούσε μέσω Βιέννης προς την Ουγγαρία, οι Wodianer, που ξεκίνησαν από τη Βοημία, έφθασαν διά της τεθλασμένης, μέσω Ουγγαρίας (Μπάτσκα) στη Βιέννη. Ο Σαμουήλ Wodianer γεννήθηκε στο Szeged και το 1828 ζήτησε και πήρε άδεια εγκατάστασης από το Δημοτικό Συμβούλιο της Πέστης όπου το 1834 άνοιξε επιχείρηση χονδρικού εμπορίου. Ο μεγαλύτερός του γιος Μαυρίκιος (Szeged, 1810 – Baden, 1885) έμαθε τα μυστικά της τέχνης στην πατρική επιχείρηση από το 1825 έως το 1829 και συνεταιρίστηκε το 1830. Από το 1833 ως το 1840 ήταν εταίρος στην επιχείρηση χονδρικής „Wodianer & Sohn” στην Πέστη και το 1840 ζήτησε άδεια χονδρικής πώλησης για την εταιρία με την επωνυμία „Moritz Wodianer”, παραμένοντας εταίρος και στην πατρική επιχείρηση. Στην

εκπαίδευση του μικρότερου αδελφού, του Αλβέρτου (Szeged, 1818 – Βουδαπέστη, 1898) σημαντικό ρόλο έπαιξε η πρακτική εξάσκηση στην Αγγλία. Το 1838 πήρε άδεια γενικού διευθυντή στην Πέστη και το 1846 μπήκε συνεταίρος στην πατρική εταιρία. Όπως ο Οίκος Σίνα, έτσι και οι οίκοι των Wodianer στη Βιέννη και στην Πέστη δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στο εμπόριο μαλλιού και καπνών, ενώ παράλληλα ασχολούνταν με τραπεζικές συναλλαγές και συναλλαγματικές. Ο πατέρας, ο Σαμουήλ έλαβε ουγγρικό τίτλο ευγενείας μαζί με τα παιδιά του το 1844, αποκτώντας δικαίωμα χρήσης του προσωνυμίου «kapriorai» («ο εκ Kapriora»). Αργότερα, το 1863 ο Μαυρίκιος πήρε τίτλο βαρόνου της Αυστρίας και το 1874 της Ουγγαρίας, ο δε Αλβέρτος το 1886 της Ουγγαρίας. Ο Μαυρίκιος το 1860 έγινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και το 1863 υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας. Η διάδοχος εταιρία της Πέστης („Albert Wodianer”) έκλεισε το 1868. Μετά τον θάνατο του Μαυρίκιου, το 1885, ο μοναδικός του γιος δεν συνέχισε την πατρική επιχείρηση, τον τραπεζικό οίκο της Βιέννης.


Μετά την αναδρομή στους παράλληλους βίους, ας σταθούμε λίγο στον παράγοντα «θρησκεία» που έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο εθνοπολιτισμικό περιβάλλον των οικογενειακών επιχειρήσεων.

      Οι περισσότερο διεθνοποιημένοι Rothschild και Σίνα στα μέσα του 19ου αι. έμεναν αυστηρά προσηλωμένοι στη ισραηλιτική θρησκεία και στην ορθοδοξία, αντιστοίχως, καθώς και στη θρησκευτική ενδογαμία.

 Περιέργως, η διαφύλαξη της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας συμβάδιζε με την υπερεθνικότητα. Αξίζει να παραθέσουμε μια παρατήρηση του Ferenc Pulszky, ο οποίος αναφερόμενος ακριβώς στους Βιεννέζους Rothschild και Σίνα επεσήμαινε την ανεκτικότητα αυτών των μεγιστάνων του χρήματος απέναντι στους Ούγγρους και την κατανόηση που έδειχναν τόσο για τη σχολαστικότητα και λιτότητα του αστού, όσο και για την σπατάλη του αριστοκράτη: «Τα τεράστια πλούτη κάνουν τον κάτοχό τους πολίτη της οικουμένης, ο οποίος κατανοεί και συνηθίζει τόσο τη λιτότητα και μεθοδικότητα του Γερμανού αστού, όσο και την απλοχεριά του Μαγυάρου αριστοκράτη  Αντίθετα, από τους Wodianer που είχαν στενότερη σύνδεση με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και αντίστοιχο πολυπολιτισμικό υπόβαθρο, πρώτος ο Μαυρίκιος άλλαξε θρησκεία στις αρχές της δεκαετίας του ’30, για να τον ακολουθήσει λίγο πριν από την απονομή του τίτλου ευγενείας ο πατέρας του Σαμουήλ. Όπως φαίνεται, πριν από τη χειραφέτηση των Εβραίων η επιθυμία της κοινωνικής ανόδου απαιτούσε στην Ουγγαρία ριζικές στρατηγικές προσαρμογής. 
      Οι προαναφερόμενοι εμποροτραπεζίτες αρχικά 

id=”ecxyui_3_16_0_1_1444147607713_2388″>ήταν ανταγωνιστές στη Βιέννη και ουσιαστικά η δεκαετία του 1860 έφερε τις περιστάσεις που τους υποχρέωσαν να εμφανιστούν ως εταίροι κοινοπραξιών σε πολλές επενδύσεις, χορηγήσεις κρατικών δανείων και συγκοινωνιακές εταιρίες. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η ουσία της κοινοπραξίας, η οποία δεν επιβάλλει τυπικά μία και μοναδική εταιρική οργάνωση στους συντελεστές της αγοράς, αλλά αντίθετα συσπειρώνει τους κοινοπρακτούντες εταίρους «χωρίς αλληλεγγύη» σε μια χαλαρή ένωση. Για παράδειγμα, το 1864 η κυβέρνηση της Βιέννης αναγκάστηκε να εκδώσει δύο ομολογιακά δάνεια. Το ένα ήταν το λαχειοφόρο δάνειο ύψους 40 εκατομμυρίων φιορινίων, στο οποίο συμμετείχαν τόσο ο Όμιλος Σίνα–Wodianer, όσο και η συμμαχία Rothschild–Creditanstalt. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε ένα δάνειο σε άργυρο ύψους 70 εκατομμυρίων φιορινίων, στο οποίο ο Σίνας και ο Wodianer συνεταιρίστηκαν με τους Baring του Λονδίνου και τη νεοϊδρυθείσα ΑγγλοΑυστριακή Τράπεζα. Η τελευταία αυτή συναλλαγή έως το τέλος του 1864 δεν είχε φέρει παρά μόνο πενιχρά αποτελέσματα, ούτως ώστε χρειάστηκε να μειωθεί το ποσό έκδοσης και να αναζητηθούν άλλοι πόροι για τη Ο ανταγωνισμός επέβαλε και την κοινοπραξία των τριών τραπεζικών οίκων για τη σύσταση ανώνυμης εταιρίας που θα

εκμεταλλευόταν τη Γέφυρα των Αλυσίδων που συνέδεε την Πέστη με τη Βούδα. Σίγουρα θα γίνει επανειλημμένα αναφορά στο θέμα αυτό στο συνέδριο. Για τον λόγο αυτό εδώ θα αρκεστώ να αναφέρω τον καίριο ρόλο που διαδραμάτισε η τριανδρία Rothschild – Σίνα – Wodianer το 1870, όταν η γέφυρα εξαγοράστηκε από το ουγγρικό Δημόσιο. Στον τελευταίο ισολογισμό της «Γέφυρας των Αλυσίδων Α.Ε.» αναφέρεται ότι το 1869 κυκλοφορούσαν μετοχές αξίας 5.153.505 φιορινίων. Δεν γνωρίζουμε την κατανομή του συνολικού αριθμού, ξέρουμε όμως θετικά ότι το καλοκαίρι του 1870 οι βιεννέζικοι οίκοι των Rothschild, Σίνα και Wodianer παρέδωσαν στο Κεντρικό Δημόσιο Ταμείο της Βούδας συνολικά 3335 μετοχές της «Γέφυρας των Αλυσίδων», ζητώντας ως αντάλλαγμα για τους μετόχους 2.301.150 φιορίνια. Δεν γνωρίζουμε ποιοι είχαν στην κατοχή τους τις μετοχές, πάντως ενδεικτικό του συσχετισμού δυνάμεων είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες μετοχές παραδόθηκαν από τον Σίνα (1278 τίτλοι) και τον Rothschild (1277 τίτλοι) – η διαφορά της μιάς μετοχής κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί και συμβολική –, ενώ ο Wodianer πρόσφερε 715 τίτλους.
Η εξαγορά, εξάλλου, καλύφθηκε από την ουγγρική κυβέρνηση από το «λαχειοφόρο ομολογιακό δάνειο του Βασιλείου της Ουγγαρίας» (νόμος 10/1870), το οποίο προοριζόταν γενικά για την ανάπτυξη της πρωτεύουσας. Ήταν η πρώτη φορά που η ουγγρική πολιτεία συμβλήθηκε με μια κοινοπραξία στην οποία συμμετείχε ο Οίκος S.M. von Rothschild της Βιέννης.
 Και αυτό επειδή για την πρώτη κρατική πιστωτική συναλλαγή μετά τον Συμβιβασμό του 1867, το «δάνειο των σιδηροδρόμων» ύψους 80 εκατομμυρίων, ο τότε υπουργός Οικονομικών Menyhért Lónyay υπέγραψε το 1868 συμβόλαιο – μέσω του Παριζιάνου Maurice Haber – επίτηδες με τη νεοσύστατη γαλλική Société Générale (SG) και όχι με τη Βιέννη.  Δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε τώρα στους συγκεκριμένους λόγους της αποτυχίας αυτής της έκδοσης (λάθος επιλογή της χρονικής στιγμής, ενέργειες ανταγωνιστών κά.), πάντως είναι γεγονός ότι η ουγγρική κυβέρνηση με μια έξυπνη κίνηση κράτησε για λογαριασμό της τα αδιάθετα ομόλογα (αποφεύγοντας για το μέρος αυτό την υποχρέωση καταβολής τόκων). Τελικά 

id=”ecxyui_3_16_0_1_1444147607713_2437″>η πώληση των υπόλοιπων σιδηροδρομικών ομολόγων πέρασε στα χέρια των Rothschild: σύμφωνα με την έκθεση του υπουργού Οικονομικών Károly Kerkapoly από τα 40.523 ομόλογα που στα τέλη του 1871 ανήκαν στο ουγγρικό Δημόσιο τα 33.471 είχαν κατατεθεί στον οίκο των αδελφών «de Rothschild» στο Παρίσι, ενώ στη Βιέννη την ίδια χρονιά ο τραπεζικός οίκος του Μαυρίκιου Wodianer έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εξαργύρωση των ομολόγων και των τοκομεριδίων.
Παρ’ όλα αυτά, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, για τη σύναψη των επόμενων δύο κρατικών δανείων (δάνεια σε άργυρο του 1871 και 1873, της τάξεως των 30 και 54 εκατομμυρίων, αντιστοίχως) η ουγγρική κυβέρνηση πειραματίστηκε και πάλι με μια άλλη κοινοπραξία, εκείνη της Franko–Magyar Bank του Ομίλου Erlanger που συστάθηκε το 1869.
 Και μόνο την εποχή της κρίσης και του κραχ του 1873, στα πρόθυρα της κρατικής πτώχευσης στράφηκε ξανά στην κοινοπραξία των Rothschild.
Τέλη Ιουλίου 1873 ο υπουργός Οικονομικών Károly Kerkapoly κάλεσε στο γραφείο του «για μια επείγουσα και σπουδαία υπόθεση» τον Antal Lukács, διευθυντή της Ουγγρικής Κτηματικής Τράπεζας και τον Vince Weninger, γενικό διευθυντή της Γενικής Πιστωτικής Τράπεζας Ουγγαρίας. Η σπουδαία υπόθεση δεν ήταν τίποτε άλλο από την επαπειλούμενη αδυναμία πληρωμών του ουγγρικού Δημοσίου. Ο Kerkapoly είπε ότι υποθήκευσε όλα τα αξιόγραφά του («περίπου 15 εκατομμύρια φιορίνια για 8 εκατομμύρια») και ότι «γίνονται απαιτητά μεγάλα ποσά και έχει ήδη χρεωθεί για τα ποσοστά του Ιουλίου και για την εισφορά του δημόσιου χρέους». Στην ερώτηση για το ύψος του ποσού ο Kerkapoly είπε ότι τον Αύγουστο χρειάζεται 3 εκατομμύρια και τον Σεπτέμβριο άλλα 2

εκατομμύρια. Όπως έγραφε ο Weninger: «μετέβην στη Βιέννη και αφού έπεισα τον Wodianer, πήγα στο CreditAnstalt και τελικά δέχτηκαν 5 εκατομμύρια δάνειο με αποδοχή συναλλαγματικών υπό τον όρο ότι θα έμπαινε και ο Rothschild στην κοινοπραξία και η Nationalbank θα προεξοφλούσε τις συναλλαγματικές χωρίς να χρεώνεται με αυτές το πιστωτικό όριο των τραπεζών.  Το απόγευμα είχαμε μια μεγάλη διαβούλευση και ο Wodianer υποσχέθηκε να μεσολαβήσει στη Nationalbank για την ουγγρική κυβέρνηση. Στην κοινοπραξία μπήκε και ο Σίνας». Αυτό είναι εν συντομία το ιστορικό της γένεσης του αυστριακοουγγρικού σκέλους της ουγγρικής κοινοπραξίας Rothschild.  Είναι διαφωτιστική η διαδρομή και η σειρά: Wodianer – CreditAnstalt – Rothschild – Nationalbank – Sina. 
Η προσφορά, λοιπόν, της κοινοπραξίας αναφερόταν σε αποδοχή συναλλαγματικών ύψους 5 εκατομμυρίων. Στις συναλλαγματικές τρίμηνης διάρκειας από τις προαναφερόμενες εταιρίες (CreditAnstalt, Γενική Πιστωτική Τράπεζα Ουγγαρίας, Rothschild, Sina, Wodianer) οι μεν αναγράφονται ως εκδότες, οι δε ως αποδέκτες και είναι «εις διαταγήν» (ordre) του κεντρικού δημόσιου ταμείου. Το δάνειο μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες. Ο Weninger, γενικός διευθυντής της Γενικής Πιστωτικής Τράπεζας της Ουγγαρίας δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του με τον υπουργό: «… ζητούσε 3 εκατομμύρια για

ολόκληρο τον Αύγουστο, μετά ήθελε να αρκεστεί στα 2,5 εκατομμύρια και τελικά πίεσε να πάρει τα πέντε εκατομμύρια μέσα σε πέντε ημέρες. Άλλη μία απόδειξη ότι ο Κ. ποτέ δεν ξέρει πόσα έχει και τι θέλει. Ντρέπομαι διότι και πάλι εκτέθηκε στους συνεταίρους μας της Βιέννης. Όπως μαθαίνω, από τα 5 εκατομμύρια του έμειναν μόνο 300.000 φιορίνια. Υποπτεύομαι ότι και πάλι βρέθηκε σε δύσκολη θέση, διότι έκλεισε ραντεβού για σήμερα στις 5 το απόγευμα. Πού θα καταλήξουμε; Με την επιπολαιότητα, την προχειρότητα και τη μίζερη δημοσιονομική πολιτική η σύγχυση και η αδυναμία πληρωμής μπορούν να εκδηλωθούν σε ανύποπτο χρόνο.» (Υπογράμμιση δική μου – Gy. K.). 
Η προμήθεια για τις 100 συναλλαγματικές, αξίας 50.000 φιορινίων εκάστη, ανερχόταν σε 50.000 φιορίνια. Από τους αποδέκτες η CreditAnstalt είχε 50%, ο οίκος Rothschild της Βιέννης 20%, ο Σίνας και ο Wodianer από 15% ο καθένας και η Γενική Πιστωτική Τράπεζα Ουγγαρίας είχε αναλάβει τον ρόλο του εκδότη.

Πίνακας 1

Κατανομή των αποδοχών συναλλαγματικών της ουγγρικής
κυβέρνησης στη Βιέννη (Αύγουστος 1873)  

Ημερομηνία

 

 

Εκδότης

 

 

Αποδέκτες

 

 

Γ. Πιστωτική

 

 

S.G. Sina

 

 

M. Wodianer

 

 

S.M. Rothschild

 

 

Credit Anstalt

 

 

07.08.1873

 

 

300 000

 

 

300 000

 

 

400 000

 

 

1 000 000

 

 

10.08.1873

 

 

300 000

 

 

300 000

 

 

400 000

 

 

1 000 000

 

 

13.08.1873

 

 

150 000

 

 

150 000

 

 

200 000

 

 

500 000

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

 

 

750 000

 

 

750 000

 

 

1 000 000

MOL [Γενικά Αρχεία Ουγγρικού Κράτους] K 255 1085. cs. 3320, 3321, 3361/ PM (1873)

Η αποδοχή συναλλαγματικών (Akzeptanzkredit) ήταν συνηθισμένη εμποροτραπεζική εργασία, ιδίως όταν – όπως στην προκειμένη περίπτωση – χάρη στην παρέμβαση της ουγγρικής κυβέρνησης (και του Wodianer) δεν επιβάρυνε το κεντρικό πιστωτικό όριο της κάθε αποδέκτριας τράπεζας. Ωστόσο, το ύψος του ποσού δεν ήταν συνηθισμένο και τρεις μήνες αργότερα κατά την παράταση αποδείχθηκε ότι το ποσόν αυτό δεν αρκούσε και η Βιέννη, που περνούσε κρίση, είχε ανεπάρκεια πόρων. Στην επικράτεια της Αυστροουγγαρίας δεν υπήρχαν περιθώρια για την εξεύρεση δανείων με αποδοχή τίτλων, η συνεργασία όμως με την Πιστωτική Τράπεζα εξακολουθούσε να είναι απαραίτητη. Τώρα ο Weninger πήγε στο Βερολίνο για να δει την «πρωσική κοινοπραξία», τα μέλη της οποίας είχαν συνεργαστεί αρκετές φορές από το 1859. Τρεις τράπεζες έλαβαν μέρος στη συναλλαγή: οι τραπεζικοί οίκοι M.A. von Rothschild & Söhne της Φραγκφούρτης και S. Bleichröder του Βερολίνου και η DiscontoGesellschaft, επίσης του Βερολίνου. Εκδότες των ομολόγων τρίμηνης διάρκειας ήταν στην Πέστη και αυτή τη φορά η Γενική Πιστωτική Τράπεζα Ουγγαρίας και στη Βιέννη ο M. Wodianer. Όπως στη συναλλαγή της Βιέννης, έτσι και εδώ τα ένσημα και άλλα έξοδα κάλυπτε το ουγγρικό Δημόσιο, και η προμήθεια ήταν και εδώ 1% προκαταβλητέο

Οι αποδοχές

συναλλαγματικών της Βιέννης και του Βερολίνου δεν ήταν παρά μια προκαταβολή για το παγιοποιημένο δάνειο των δύο δόσεων (του 1873 και 1874, αντιστοίχως), το οποίο πέρασε στα χρονικά των δημοσίων οικονομικών της Ουγγαρίας ως «τα γραμμάτια του 6% ύψους 153 εκατομμυρίων». Τόσα άσχημα λόγια ειπώθηκαν και γράφτηκαν από τους σύγχρονους πριν καν υλοποιηθεί αυτή η συναλλαγή που ίσως δεν αξίζει να τα ανακαλέσουμε στη μνήμη. Ελέχθη ότι ήταν «μια συνθήκη ειρήνης με επαχθέστατους όρους μετά τη χαμένη μάχη» (ο αγορητής των Συντηρητικών Pál Sennyey), ότι «υποβαθμίζει την Ουγγαρία στο επίπεδο των χωρών της Ανατολής» (Ede Horn, του κεντροαριστερού κόμματος) ή ότι πρόκειται για «δάνειο που δυσφημεί την Ουγγαρία και θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της» (Ernő Simonyi, της άκρας αριστεράς). Ο υπουργός Οικονομικών κατόρθωσε μεν να περάσει το δάνειο με τους δυσμενείς όρους και με εγγύηση κρατικά έσοδα (ν. XXXIII/1873), στη συνέχεια όμως έπρεπε να παραιτηθεί. Η αρχική πρόταση για την κοινοπραξία προέβλεπε ποσοστά από 50% για τις τράπεζες τόσο της Αυστροουγγαρίας όσο και της Γερμανίας, αλλά τελικά εξασφαλίστηκε η συμμετοχή κατά 20% και της N.M. Rothschild & Sons του Λονδίνου. Για το θέμα της ανακοίνωσής μας εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το δάνειο αυτό ήταν το πρώτο και συνάμα το τελευταίο όπου η τριάδα του τίτλου, οι οίκοι Rothschild – Σίνα – Wodianer εμφανίστηκαν μαζί σε μια μεγάλη συναλλαγή του ουγγρικού Δημοσίου. Κοινοπρακτικά μερίδια στις προσφορές της κοινοπραξίας των Rothschild – CreditAnstalt – DiscontoGesellschaft για την ανάληψη των ουγγρικών κρατικών δανείωνΠηγή: MOL [Γενικά Αρχεία Ουγγρικού Κράτους] K 255, 78. cs. (1873) ad 4987/ PM; K 255, 1086. cs. ad 2500/ PM; K 269, 343. cs. 359. t. 3709/ PM.* S. G. Sina και M. Wodianer μαζί.
** Το 50% της DG αφορούσε όλες μαζί τις τράπεζες και τραπεζικούς οίκους της Γερμανίας (M. A. Rothschild, S. Bleichröder, Bank für Handel & Industrie, Sal. Oppenheim jr. & Co).
*** Το ποσοστό 40% του 1875 περιλάμβανε συνολικά τους οίκους της Βιέννης, του Παρισιού και της Φραγκφούρτης των Rothschild

id=”ecxyui_3_16_0_1_1444147607713_3138″ />Είναι φανερό ότι το ατομικό ποσοστό συμμετοχής των τραπεζιτών της Βιέννης υστερούσε από εκείνο των μεγάλων ιδρυμάτων τύπου crédit mobilier, όπως ήταν η Credit-Anstalt και η Disconto-Gesellschaft. Ωστόσο, το συνολικό μερίδιό τους ήταν αξιόλογο. Εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή τους στην κοινοπραξία παρουσίαζε έντονη διαφοροποίηση. Οι εταιρίες S.M. Rothschild και M. Wodianer κατά την έκδοση λειτουργούσαν ως κέντρα δημόσιας εγγραφής και κατά την εξαργύρωση των ομολόγων ως κέντρα πληρωμών, ενώ η εταιρία Σίνα δεν συμμετείχε σ’ αυτές τις τρέχουσες εργασίες. Το καλοκαίρι του 1873 είχε την ίδια συμμετοχή με τη Wodianer στις χονδρικές εργασίες αποδοχής συναλλαγματικών, αλλά απέφευγε τη συμμετοχή σε τραπεζικές εργασίες άμεσης εξυπηρέτησης του κοινού. Είναι αξιοπρόσεκτο επίσης ότι οι εταιρίες Σίνα και Wodianer μαζί έχουν τα ίδια ποσοστά από τα γραμμάτια με τον οίκο S.M. Tothschild της Βιέννης, και το μερίδιό τους ήταν ακόμη μεγαλύτερο στην αποδοχή συναλλαγματικών.

id=”ecxyui_3_16_0_1_1444147607713_3139″ />Έτσι εξηγείται ότι στα τέλη του 1875 η εταιρία Σίνα δεν έλαβε μέρος στην υποβολή προσφοράς ομολόγων χρυσού 6% σε αντικατάσταση των γραμματίων του δημοσίου της τάξεως του 6%. Ο αποκλεισμός της από την κοινοπραξία δεν ήταν, λοιπόν, αποτέλεσμα του θανάτου του προέδρου της εταιρίας, αλλά είχε μια προϊστορία στον κρατικό δανεισμό της Ουγγαρίας. 
Όσον αφορά το μερίδιο των M. Wodianer και S. M. Rothschild που παρέμειναν στην κοινοπραξία, τα ποσοστά μπορούν να συγκριθούν βάσει των ισολογισμών περιουσιακών στοιχείων των προέδρων των εταιριών.
Όταν την άνοιξη του 1872 ο Moritz Wodianer πρόσθεσε ένα συμπλήρωμα στη διαθήκη του, υπολόγιζε τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του σε 6,4 εκατομμύρια φιορίνια βάσει των στοιχείων ισολογισμού και απογραφής του τέλους του 1871. Επιπλέον, από τον ισολογισμό του Δεκεμβρίου 1874 συμπέρανε ότι – κυρίως λόγω των ζημιών κατά τη μεγάλη κρίση – η περιουσία του δεν είχε αυξηθεί καθόλου κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Αν και τα ποσοστά συμμετοχής του στις μετατροπές ομολόγων και εκδόσεις χάρτινων τίτλων παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα, δεν αποτελεί πλέον κέντρο δημόσιας εγγραφής και στη συρρίκνωση αυτή των δραστηριοτήτων φαίνεται να επαναλαμβάνεται η ίδια τάση που παρατηρήθηκε στην περίπτωση του Οίκου Σίνα δέκα χρόνια νωρίτερα. 

id=”ecxyui_3_16_0_1_1444147607713_3148″>Όταν πέθανε, το 1876, η κληρονομία σε ενεργητικό του Σίμωνα Σίνα υπολογιζόταν σε 36 εκατομμύρια φιορίνια, εκ των οποίων μετά την αφαίρεση των οφειλών έμειναν καθαρά 21.040. 385 φιορίνια για να διανεμηθούν μεταξύ των κληρονόμων.  Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας βρισκόταν – σε ακίνητα – στην ουγγρική επικράτεια. Περισσότερες λεπτομέρειες για την περιουσία Σίνα (σχέση εταιρικής και ιδιωτικής περιουσίας) μάς παρέχει ο ισολογισμός που καταρτίστηκε το 1869, κατά τον θάνατο του θείου. Στις 4 Μαΐου 1869 το σύνολο του ισολογισμού της εταιρίας S.G. Sina ανερχόταν στα 284 060 φιορίνια. Σύμφωνα με τη συμφωνία που ίσχυε τότε, στον Σίμωνα ανήκαν ¾ από τις κερδοζημίες του «παλαιού  

λογαριασμού» και 2/3 από τον «νέο λογαριασμό» και τα υπόλοιπα ανήκαν στον θείο του. Από τη συγκεκριμένη πηγή δεν μπορεί να διαπιστωθεί πότε ακριβώς καθιερώθηκε η τήρηση του νέου λογαριασμού κερδοζημιών – με τον θάνατο του πατέρα ή μήπως αργότερα; – αλλά μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι με την πάροδο του χρόνου ο θείος αύξησε το μερίδιό του.
Moska Naum és Szilárd nemesi címere

Αντίθετα, στον ισολογισμό που καταρτίστηκε τον Φεβρουάριο του 1874, με τον θάνατο του Mayer Carl Rothschild, πρόεδρο του οίκου της Φραγκφούρτης, διαπιστώνεται ότι οι συνολικά τέσσερις οίκοι Rothschild (ο οίκος της Νεάπολης είχε ήδη κλείσει) είχαν εν συνόλω κεφάλαια ύψους 34.358.562 λιρών στερλίνων, εκ των οποίων 3.228.562 λίρες (9,4%) ήταν το μερίδιο του οίκου της Βιέννης. Κατά τον θάνατο του Anselm Salomon, τον Ιούλιο του 1874, τα συνολικά κεφάλαια των οικογενειακών εταιριών ανέρχονταν στα 35.520.496 £.  Με αυτό μπορούμε να συγκρίνουμε το σύνολο του ισολογισμού του ιδιωτικού λογαριασμού του Anselm, το οποίο το καλοκαίρι του 1874 ανερχόταν στα 8.124.753 φιορίνια (χωρίς τον λογαριασμό των τόκων κεφαλαίων, τον λογαριασμό των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων και τον επονομαζόμενο «ιδιαίτερο

λογαριασμό»). 
 Παρά τις όποιες δυσκολίες που παρουσιάζει μια παρόμοια σύγκριση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα των Rothschild της Βιέννης απέναντι στους Wodianer ήταν όχι τόσο η διαφορά της τάξης μεγέθους των αγαθών που κατείχαν αντίστοιχα στον τόπο τους (δηλ. στην Αυστροουγγαρία), αλλά η συγκέντρωση του συνολικούπλούτου που είχε η οικογένεια σε διεθνή κλίμακα. Το κέντρο βάρους των οικογενειακών κεφαλαίων βρισκόταν την εποχή αυτή στο Παρίσι, αλλά θα ήταν τουλάχιστον περίεργο να πούμε ότι τα κεφάλαια των Rothschild ήταν κατά βάση «γαλλικά κεφάλαια». Εξάλλου, ο γαλλικός οίκος δεν είχε καμιά ανάμειξη στις προαναφερόμενες ουγγρικές συναλλαγές της δεκαετίας του ’70 και η εταιρία «Αφοί Rothschild» εμφανίζεται μόνο σε σχέση με τα ομόλογα χρυσού του 6%. Τα κεφάλαια των Rothschild ήταν και παρέμειναν διεθνή, πράγμα που επέτρεπε για άλλα πενήντα χρόνια στην κοινοπραξία Rothschild – CreditAnstalt – Disconto-Gesellschaft να έχει με ορμητήριο τη Βιέννη τον πλειοψηφικό έλεγχο του κρατικού δανεισμού στην Ουγγαρία. Εξετάζοντας την κοινοπραξία αυτή «εν τη γενέσει» βλέπουμε να επιβεβαιώνεται η προκαταρκτική απάντησή μας αναφορικά με την εθνικότητα του κεφαλαίου: η κοινοπραξία έλαβε το επίθετο «ουγγρική» επειδή εκαλείτο να αναπληρώσει την έλλειψη κεφαλαίων του ουγγρικού δημοσίου. Για τη διάθεση, διακίνηση, είσπραξη και μετατροπή των ομολόγων του χρέους αυτού οι κοινοπρακτικοί εταίροι είχαν μεριμνήσει κατά μόνας και από κοινού.

Salomon Mayer von Rothschild   (1774 -1855)
Anselm  Rothschild  (1803 -1874)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΣΙΝΑΣ
20 Νοεμβρίου 1783  –  18 Μαΐου 1856
ΣΙΜΩΝ  ΣΙΝΑΣ   (18101876)
elliniko fenomeno.gr
spot_img

Τώρα ζωντανά! Web Radio από το Ελληνικό Φαινόμενο!

 

 

Τελευταία νέα

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΕΦ στις 19:00 της 28ης Απριλίου 2025, στον 3ο όροφο του κτιρίου της ΕΣΗΕΑ, Ακαδημίας 20.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ 28.04.2025 Την ώρα που η Ελλάδα της μεταλλαγμένης σημιτικής φιλολοατκικής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη αφελληνίζεται και αποορθοδοξοποιείται, τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, δειλοί, άβουλοι, μοιραίοι, σιωπούν στο έγκλημα της βαθμηδόν τουρκοποίησης της...

ΜΙΛΑΝΕ ΟΛΟΙ ΜΙΛΑΕΙ .ΚΑΙ Ο ΤΣΙΠΡΑΣ

Του Παναγιώτη Αποστόλου Πολιτικού αναλυτή – αρθρογράφου egerssi@otenet.gr www.egerssi.gr Η ριζοσπαστική αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, κέρδισε αυτές και ως πρώτο κόμμα, από τη στιγμή που δεν είχε αυτοδυναμία, σχημάτισε κυβέρνηση με την συνεργασία του δεξιού κόμματος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων,...