Η υπερθέρμανση του πλανήτη δεν είναι μόνο ένα θεωρητικό ζήτημα που αφορά επιστήμονες του κλίματος και οικολόγους ακτιβιστές.
Τα οικονομικά συμφέροντα που παίζονται με την κλιματική αλλαγή, είναι τεράστια. Πολυεθνικές, πετρελαϊκές εταιρίες, επιχειρήσεις αερομεταφορών, βιομηχανίες όπλων, τράπεζες, επενδυτικά κεφάλαια, έχουν άμεσο οικονομικό ενδιαφέρον καθώς η μετάβαση από την εποχή των ορυκτών υλικών ως κεντρική καύσιμη ύλη σε πιο οικολογικά ευαίσθητες μορφές παραγωγής ενέργειας, μεταφράζεται σε τζίρους τρισεκατομμυρίων δολαρίων που θα οδηγήσουν σε ευρύτερες ανακατατάξεις την παγκόσμια οικονομία.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς η παραγωγή ενέργειας συνδέεται με όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας του πλανήτη. Από την παραγωγή στη γεωργία και τη βιομηχανία, μέχρι τον τριτογενή τομέα και τις μεταφορές.
Οποιαδήποτε αλλαγή στο σημερινό status στις πρώτες ύλες για την παραγωγή ενέργειας, μπορεί να οδηγήσει σε κατακλυσμιαίες αλλαγές που θα επηρεάσουν τα πάντα: από τις εθνικές οικονομίες και τις γεωπολιτικές ισορροπίες, μέχρι το παγκόσμιο πιστωτικό σύστημα.
Ένα παράδειγμα είναι αρκετό για να κατανοήσει κανείς τα οικονομικά μεγέθη που βρίσκονται πλέον στο τραπέζι: Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντικαταστήσουν το γηρασμένο, ρυπογόνο και μη ασφαλές ηλεκτρικό τους σύστημα έως το 2050, απλώς για να αντισταθμίσουν την απώλεια των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που θα αποσυρθούν. Η αντικατάσταση θα κοστίσει περίπου 6 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς τις επιπτώσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά και τις νέες ανάγκες που αναδεικνύονται με την ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος, τότε βρίσκεται μπροστά σε αστρονομικά μεγέθη τα οποία αποτελούν την επόμενη μεγάλη πρόκληση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ένα δοκίμιο του Amory B. Lovins που δημοσιεύτηκε το 2012, αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι “οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια για αγορά πετρελαίου και χάνουν εμμέσως άλλα 4 δισεκατομμύρια δολάρια από το μακροοικονομικό κόστος της πετρελαϊκής εξάρτησης, από το μικροοικονομικό κόστος της αστάθειας των τιμών του πετρελαίου και το κόστος της ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων για μία επέμβαση στον Περσικό Κόλπο” και συνεχίζει:
“Συνολικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν το ένα έκτο του ΑΕΠ τους για πετρέλαιο, χωρίς να υπολογίζεται οποιαδήποτε ζημιά στην εξωτερική πολιτική, την παγκόσμια σταθερότητα, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.”
Και συνδέοντας τα ορυκτά καύσιμα με την παγκόσμια οικονομία, ο Lovins επισημαίνει ότι “σήμερα, σχεδόν το 90% της παγκόσμιας οικονομίας τροφοδοτείται κάθε χρόνο από την εξόρυξη και την καύση περίπου έξι κυβικών χιλιόμετρων σαπισμένων υπολειμμάτων βιολογικού υλικού, από αρχέγονους βάλτους. Με εξαιρετική επιδεξιότητα, οι πιο ισχυρές βιομηχανίες του κόσμου έχουν μετατρέψει το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα, σε οικονομικά προσιτά και βολικά καύσιμα και σε ηλεκτρική ενέργεια. ”
Ίσως μία επιστολή ενός κεντρικού τραπεζίτη περιγράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο τις επιπτώσεις από αυτό το ενεργειακό πάζλ. Πριν ένα χρόνο περίπου, στην Μ. Βρετανία είχε προκαλέσει αίσθηση μία επιστολή του διοικητή της κεντρικής τράπεζας Μαρκ Κάρνεϊ, προς την επιτροπή περιβάλλοντος του Κοινοβουλίου. Στην επιστολή αυτή ο Κάρνεϊ αποκάλυπτε τον «προβληματισμό» του για το αν ο άνθρακας, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και άλλα ορυκτά καύσιμα, θα παραμείνουν και στο μέλλον αξιοποιήσιμες και οικονομικά αποδοτικές πηγές ενέργειας.
Η καύση τους αυξάνει τις εκπομπές ρυπαντών που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η υπόθεση εργασίας του Βρετανού τραπεζίτη, είναι προφανώς ότι προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, η πολιτική ατζέντα δεν θα ευνοεί επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα.
«Υπό αυτό το πρίσμα θα συνεχίσουμε να εξετάζουμε το ζήτημα», γράφει ο Κάρνεϊ. Μία ομάδα εργασίας στην Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία ασχολείται με την αποτίμηση και εξάλειψη επενδυτικού ρίσκου στο χρηματοπιστωτικό τομέα, θα εξειδικεύσει τα επόμενα βήματα.
Το σίγουρο είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι μεγάλοι οικονομικοί παίκτες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι ένα μεγάλο μέρος των παγκοσμίων αποθεμάτων λιθάνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, μπορεί να παραμείνουν για πάντα αναξιοποίητα, εάν δεν βελτιωθεί η σχετική τεχνολογία. Η μη κυβερνητική οργάνωση Carbon Tracker, την οποία ίδρυσαν οικονομικοί αναλυτές στο Λονδίνο, υποστηρίζει ότι η προειδοποίηση από την Τράπεζα της Αγγλίας μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή νοοτροπίας και επενδυτικών αποφάσεων.
Και ήδη πολλοί επενδυτές ανάμεσα στους οποίους και το Rockefeller Fund, έχουν αρχίσει να αποσύρουν το ενδιαφέρον τους από τα ορυκτά καύσιμα. «Η κλιματική αλλαγή βλάπτει σοβαρά την …περιουσία σας.
Οι επενδυτές αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι τα χαρτοφυλάκιά τους κινδυνεύουν», προειδοποιεί ο διευθυντής του UN Global Compact, ενός διεθνούς φόρουμ, στο οποίο συμμετέχουν τα Ηνωμένα Έθνη και μεγάλες επιχειρήσεις, με στόχο την καταπολέμηση των κοινωνικών και οικολογικών επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης
Πολλοί αναλυτές μάλιστα δεν διστάζουν να επισημάνουν ότι επενδυτές θα πρέπει να ασχοληθούν πιο σοβαρά με τα επενδυτικά ρίσκα που μπορεί να επιφέρει η τροποποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιό τους.
Το μέλλον των ορυκτών καυσίμων συζητήθηκε και στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, που έγινε στην Λίμα του Περού. Μακροπρόθεσμος στόχος είναι η εξάλειψη των ρυπαντών που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου μέχρι το 2100. Και όλοι συμφωνούν ότι για να γίνει αυτό, θα πρέπει : «Ένα μεγάλο μέρος των ορυκτών καυσίμων πρέπει να παραμείνουν αναξιοποίητα. Διαφορετικά δεν πρόκειται να επιτευχθεί ο στόχος».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι χώρες που η οικονομία τους εξαρτάται από την παραγωγή ενέργειας θα βρεθούν μετέωρες, ενώ την ίδια στιγμή βασικά δόγματα της εξωτερικής πολιτικής των ισχυρών οικονομιών που είναι εισαγωγείς, θα αλλάξουν. Άλλωστε δεν θα πρέπει να αγνοεί κανείς το γεγονός, ότι σήμερα η πρόσβαση στα αποθέματα πετρελαίου έχει γίνει στο μεταξύ ζήτημα επιβίωσης για τα δυτικά βιομηχανικά κράτη.
Σε πολλά από αυτά, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αμυντικού τους δόγματος να χρησιμοποιούν στρατιωτική βία για να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία του, καθώς οι ένοπλές δυνάμεις τους είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ εξαρτημένες από τον μαύρο χρυσό. Για να το καταρνήσει κανείς αυτό, αρκούν μερικοί αριθμοί.
Σύμφωνα με μετρήσεις, για να διανύσει 100 χιλιόμετρα, το τεθωρακισμένο άρμα Leopard 2, για παράδειγμα, καταναλώνει έως και 530 λίτρα, ενώ ένα σύγχρονο μαχητικό αεροσκάφος χρειάζεται 2.000 – 6.000 λίτρα κηροζίνης για κάθε ώρα πτήσης. Στην Λιβύη: η έναρξη των εχθροπραξιών και η εκτόξευση των τιμών, κόστισε μόνο στο αμερικανικό πολεμικό ναυτικό επιπλέον 1 δισ. δολάρια.
Πολλοί μάλιστα αναλυτές θεωρούν ότι απομακρυνόμενοι από το πετρέλαιο, αυξάνεται η πολεμική ισχύς. Αποκαλυπτικό είναι άλλωστε το γεγονός, ότι το αμερικανικό Πεντάγωνο είναι σήμερα ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου παγκοσμίως. Παράλληλα όμως και πρωτοπόρος στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.
Και φυσικά πίσω από αυτά τα σχέδια, κρύβονται σε βάθος χρόνου μπίζνες τρις δολαρίων.
Το σίγουρο είναι ότι η σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων θα εκτόξευε την παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά ένα σημαντικό ερώτημα, είναι ποιός θα επωφεληθεί. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν, ότι η χαμηλή αποδοτικότητα της ενέργειας είναι μία από τις μεγαλύτερες αιτίες της επίμονης φτώχειας.
Επίσης λένε, ότι οι αγορές πετρελαίου κρύβονται πίσω από το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου και η σπατάλη ενέργειας κατατρώει πενιχρούς εθνικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς, καθώς οι φτωχοί συχνά ξοδεύουν πολύ περισσότερο του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την ενέργεια, από ό, τι ο γενικός πληθυσμός.
Σε κάθε περίπτωση όμως, από αυτήν την τεράστια οικονομική πρόκληση για τους φτωχούς θα μείνουν ψίχουλα, αφού οι πολυεθνικές θα έχουν το καρβέλι.
paratiritis