Ηλίας Λουρεντζάτος: Από μαραγκός στην Κεφαλονιά, ιδιοκτήτης εστιατορίων στη Νέα Υόρκη
Η ζωή του καθενός Ελληνα μετανάστη στην Αμερική είναι λίγο πολύ μια Οδύσσεια. Για άλλους μικρή, για άλλους μεγαλύτερη. Υπάρχουν όμως σ’ όλους κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Η εργατικότητα, η αγάπη στην οικογένεια κι η αγάπη προς την γενέτειρα, την οποία προσπαθούν μεταδώσουν στα παιδιά τους. Απ’ εκεί και μετά αναλόγως των ιδιαίτερων συνθηκών, αλλά και της τύχης, τα βιώματα διαφέρουν.
Ο Ηλίας (Λούης) Λουρεντζάτος είναι ένας από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα άξιου Έλληνα της Αμερικής, που ήλθε πριν από σχεδόν 50 χρόνια, εργάστηκε σκληρά, απέκτησε μία όμορφη οικογένεια και μία σεβαστή περιουσία από τα εστιατόρια. Είναι ο ιδιοκτήτης του Mount Olympos Diner στο Γιόνκερς της Νέας Υόρκης και δραστήριος στους Κεφαλλονίτικους οργανισμούς.
Παρότι η γνωριμία μας πάει πίσω αρκετά χρόνια, πάντοτε με δυσκολία του έβγαζα πολλές κουβέντες κι ακόμη δυσκολότερα, φωτογραφίες. Κάποια στιγμή, με τη βοήθεια του λογιστή και φίλου του για πολλά χρόνια, Σάββα Τσεντίδη, κατορθώσαμε να τον πείσουμε να μας μιλήσει για τη ζωή και την επιχείρησή του.
ΕΚΦΟΡΤΩΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΡΑΓΚΟΣ
Ο Ηλίας Λουρεντζάτος γεννήθηκε στα Χαβδάτα Κεφαλληνίας και μετά το δημοτικό παρακολούθησε μία- δύο τάξεις του γυμνασίου, πριν τα μαθητικά του χρόνια διακόψουν το 1953 οι καταστρεπτικοί σεισμοί της Κεφαλονιάς.
«Ισοπεδώθηκαν τα πάντα. Όπου έριχνες το βλέμμα σου καταστροφή κι ανέχεια. Έπιασα δουλειά ξεφορτώνοντας τα καράβια, σχεδόν τζάμπα, με μισθό που ισοδυναμούσε με 1 δολάριο τη βδομάδα και βοηθός σερβιτόρου σε εστιατόρια. Όταν επιτέλους άρχισε η ανοικοδόμηση του νησιού, εργάστηκα στις οικοδομές ως μαραγκός, σε σπίτια και δημόσιο κτήρια. Η ειδικότητά μου ήταν οι σκάλες, ο σαλίγκαρος που λένε».
Επειτα ήλθε η στρατιωτική θητεία. Και μόλις τέλειωσε, ο Ηλίας Λουρεντζάτος εξέδωσε ναυτικό φυλλάδιο, φορτώθηκε στον ώμο το σάκο του και μπαρκάρισε στα βαπόρια, εργαζόμενος σερβιτόρος στα κρουαζιερόπλοια.
«Ήλθα στην Αμερική το 1968 κανονικά. Δεν πήδηξα από το βαπόρι», μας αφηγείται.
Είχε γνωρίσει την αμερικανίδα σύζυγό του, στις Μπαχάμες, όταν εργαζόταν στα κρουαζιερόπλοια και μετά από τριών χρόνων γνωριμία, παντρεύτηκαν στην Αμερική. Επειτα από σύντομο ταξίδι ενός μήνα στην Ελλάδα, τακτοποίησε τα χαρτιά του κι επέστρεψε.
Όταν έφθασε στην Αμερική ο Λούης Λουρεντζάτος πήγε στο Σικάγο όπου εργάστηκε σε χώρο που φιλοξενούσε εκδηλώσεις (catering hall). Η «πόλη των Ανέμων» όμως δεν του άρεσε κι έφυγε για τη Νέα Υόρκη, έχοντας στην τράπεζα Franklin το αρκετό καλό ποσό για την εποχή των 4.500 δολαρίων, τους κόπους της εργασίας του στα κρουαζιερόπλοια.
«Στη Νέα Υόρκη άρχισα να εργάζομαι σε ιταλικά εστιατόρια του Μανχάταν. Εργάστηκα και για τον Δημήτρη Καλοειδή στο Floridian Diner του Μπρούκλιν».
Λίγο αργότερα γνωρίζεται με τον αείμνηστο τηλεοπτικό παραγωγό Δημήτρη Καστανά, ο οποίος εκείνο τον καιρό ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού coffee shop στο Μπρούκλιν. Ο Λούης Λουρεντζάτος αγόρασε το μαγαζί το οποίο κράτησε για κάποιο χρονικό διάστημα.
«Το 1976 γνωρίστηκα με τον Ντι Ράπα, ο οποίος εκείνο τον καιρό ήταν ιδιοκτήτης του Green Ville Diner, το οποίο αγοράσαμε με τον αδελφό μου Σπύρο κι ακόμη έναν φίλο και το μετονομάσαμε Mont Parnesse. Οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά, που σε ενάμιση χρόνο το επεκτείναμε, προσθέτοντας περίπου 150 ακόμη καθίσματα. Και ξεχρεώσαμε τον Ντι Ράπα, πληρώνοντας το δάνειο με επιτόκιο 23%».
Το 1986 αγοράζει το μερίδιο του αδελφού του και βάζει συνεταίρο με ένα μικρό ποσοστό τον ανιψιό του Αντώνη Παπαδάτο, με τον οποίο παραμένουν μέχρι σήμερα μαζί.
Το 1993 είδε σαν καλή ευκαιρία το εστιατόριο που βρίσκεται σήμερα η Mont Olympos Diner και το αγόρασαν μαζί με το οικόπεδο. Το έκλεισαν για ένα χρόνο κάνοντας γενική ανακαίνιση και το ξανάνοιξαν ως ντάινερ.
Οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες δεν σταμάτησαν εκεί. Γύρω στο 1998 αγόρασε το Central Square Café – που σήμερα έχει υπενοικιασμένο – και για ένα χρονικό διάστημα βρίσκεται με τρία εστιατόρια.
«Σήμερα έχουμε μόνο το Mt Olympos Diner, που πηγαίνει πολύ καλά και είμαι πολύ ευχαριστημένος.
ΣΚΛΗΡΗ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ
Ο Ηλίας Λουρεντζάτος έχει δύο κόρες παντρεμένες κι είναι παππούς με δύο εγγονούλες.
«Η μία κόρη μου εργαζόταν στο FBI για 15 χρόνια, ενώ η άλλη είναι δασκάλα για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Η σύζυγός μου δεν εργάζεται κι έχει ως χόμπι να φροντίζει τον κήπο του σπιτιού και να συλλέγει αντίκες κούκλες από πορσελάνη, κάποιες από τις οποίες πουλά».
«Το μυστικό της επιτυχίας είναι να έχεις υγεία και να είσαι εργατικός. Να μην είσαι τεμπέλης. Απ’ εκεί και πέρα στα εστιατόρια χρειάζεσαι και τύχη. Αλλά, το κυριότερο η εργατικότητα. Ακόμη και σήμερα που δεν έχω ανάγκη, δουλεύω. Είμαι στο εστιατόριο 7 μέρες την εβδομάδα και φροντίζω όλα να είναι καλά. Αν χάσεις τον έλεγχο της επιχείρησής στου, χάνεις και τις μπίζνες».
Η ντάινερ (diner) που βασίλευε στα εστιατόρια στη δεκαετία του ’70 και ένα μέρος της δεκαετίας του ’80 έχει αλλάξει πλέον σημαντικά.
«Εχει αλλάξει πάρα πολύ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μπορούσες με 25-30 χιλιάδες δολάρια να ανοίξεις ντάινερ. Σήμερα θέλεις τουλάχιστον δύο εκατομμύρια. Τότε μία μερίδα αυγά με μπέικον στοίχιζε $1,25 και σήμερα τουλάχιστον 5. Τότε ο καλός εργάτης πληρωνόταν 200 δολάρια και σήμερα με 800 και δεν βρίσκεις».
Αλλά και οι δημογραφικές αλλαγές στις διάφορες περιοχές επηρέασαν τις ντάινερ, που εκείνα τα χρόνια άνοιγαν είτε σε συγκοινωνιακούς κόμβους – αυτές μάλιστα παρέμειναν και σήμερα – ή κοντά σε εβραϊκές συνοικίες.
Εκεί που πρώτα η ντάινερ, ή το τοπικό εστιατόριο βρίσκονταν σε κάποια απόσταση το ένα από το άλλο, σήμερα βλέπεις να προστίθενται δεκάδες εστιατόρια, ή φαστ φουντ, κόβοντας πελατεία από τη ντάινερ.
«Θυμάμαι όταν ανοίξαμε το Mont Parnesse, κάθε πρωί οι δάσκαλοι σχημάτιζαν ουρά για καφέ και πρόγευμα. Τώρα άνοιξε εκεί κοντά ένα Seven Eleven πήρε πολλούς από τους πελάτες. Εκείνα τα χρόνια, σε ακτίνα 5 μιλίων, υπήρχαν 6 Seven Eleven . Σήμερα υπάρχουν 60».
Αλλά και οι διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού έχουν αλλάξει. Τα παλιά χρόνια, η ντάινερ είχε υποχρεωτικά 5-6 μαγειρευτά φαγητά, με βαριές σάλτσες. Αυτά όμως λίγοι πλέον τα επιλέγουν, προτιμώντας κάτι ελαφρύτερο.
«Εχουμε προσαρμόσει του menu προσπαθώντας να κρατηθούμε στις τιμές και τις προτιμήσεις της αγοράς. Αν κάτι δεν κινείται, το αλλάζουμε με κάτι άλλο».
Παράλληλα και τα περιθώρια κέρδους έχουν μειωθεί.
«Αγοράζαμε σχεδόν δωρεάν τα ρουμάνιαν στέικς και σήμερα έχουν 5-6 δολάρια το πάουντ. Οσοι δεν έχουν φροντίσει να αγοράσουν το οικόπεδο, βρίσκονται επίσης σε μειονεκτικότερη θέση, γιατί τα ενοίκια έχουν εκτοξευτεί».
Στο ερώτημα αν η diner έχει μέλλον, η απάντησή του είναι καταφατική.
«Είναι ό,τι καλύτερο για τον πελάτη. Προσφέρει πρόγευμα, γεύμα και δείπνο και μπορείς να έλθεις αργά το βράδυ για σνακ, καφέ, αλλά και φαγητό. Δεν υπάρχει καλύτερο. Αρκεί να υπάρχουν κατάλληλοι άνθρωποι να τις διευθύνουν».
Ωστόσο, υπάρχει πάντοτε το θέμα της διαδοχής στην επιχείρηση. Όπως συμβαίνει και στην δική του περίπτωση, παιδιά πολλών γνωστών του ιδιοκτητών δεν θέλουν να αναλάβουν τις επιχειρήσεις των γονιών τους, προτιμώντας άλλα επαγγέλματα περισσότερο ξεκούραστα.
«Οι ώρες είναι πολλές, το ίδιο και το άγχος. Προτιμούν να περνούν τα Σαββατοκύριακα – τις πιο καλές μέρες στα εστιατόρια – και τις γιορτές με τις οικογένειές τους. Εμείς, μέχρι να αποκτήσουμε τις ανέσεις και τις περιουσίες μας, είμαστε σκλάβοι της δουλειάς».
ΕΝΕΡΓΟΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ
Η καθημερινή εργασία δεν τον εμποδίζει να συμμετέχει στα κοινά. Ο κ. Λουρεντζάτος δραστηριοποιείται στους κεφαλλονίτικους συλλόγους, κυρίως στην Κεφαλληνιακή Αδελφότητα, που έχει υπηρετήσει ως πρόεδρος, αλλά και τον «Κέφαλο». Ένα ακόμη πάθος που είχε για χρόνια – αλλά τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψε – ήταν το κυνήγι, που τον έκανε να πηγαίνει σε διάφορα μέρη της Αμερικής.
Παρότι που πλέον ο αριθμός των Ελλήνων που εργάζονται στα εστιατόρια έχει μειωθεί, η αγάπη του Λούη Λουρεντζάτου στους Ελληνες εργάτες του παραμένει το ίδιο ισχυρή. Ο Ελληνας μάγειρας του Mt Olympos εργάζεται μαζί του τριάντα οκτώ χρόνια. Την ίδια αγάπη όμως έχει και για όλους τους καλούς του εργάτες, ανεξαρτήτως εθνικότητας.
«Κανένας που είναι μαζί μου δεν δουλεύει κοντά μου λιγότερο από 15 – 20 χρόνια. Υπάρχει άνθρωπος που δούλευε εδώ από τον καιρό του παλιού εστιατόριου. Πρέπει να προσέχεις το προσωπικό σου γιατί είναι το κλειδί της επιτυχίας».
Τον προκαλούμε να κάνει μια σύγκριση των Ελληνοαμερικανών με τους συμπατριώτες μας στην Ελλάδα, στο ζήτημα της εργατικότητας.
«Εχουμε περισσότερες ευκαιρίες στην Αμερική, αλλά πιστεύω οι Ελληνοαμερικανοί είμαστε πιο εργατικοί. Βέβαια, τις ευκαιρίες που προσφέρει η Αμερική δεν τις έχουν εκμεταλλευτεί όλοι. Βλέπω νέους μετανάστες που έρχονται σήμερα από την Ελλάδα, μετά την κρίση. Δεν θέλουν να δουλέψουν δεκάωρα, όπως κάναμε εμείς στα εστιατόρια».
Παρότι επισκέπτεται κάθε χρόνο την Ελλάδα, δεν σκέφτηκε ποτέ να επενδύσει.
«Και τζάμπα να μου το έδιναν, δεν θα επένδυα. Το σύστημα που υπάρχει με αποτρέπει. Πας να δημιουργήσεις κάτι και πέφτουν να σε φάνε. Στην Ελλάδα οι μπίζνες είναι ποιόν ξέρεις και πόσα θα δώσεις κάτω από το τραπέζι. Αλλιώς δεν πάς πουθενά.
Ακόμη και τώρα, σ’ ένα γνωστός μου που προσπάθησε να ανοίξει εξαγωγική επιχείρηση, του ζήτησαν φακελάκι».
Παρακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις στη γενέτειρα, ο κ. Λουρεντζάτος δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος.
«Θα πρέπει να φύγουν από τη μέση όλοι ανεξαιρέτως οι παλιοί πολιτικοί, να έλθουν νέοι κι αν αυτοί αποδειχθούν σωστοί, ίσως γίνει κάτι και πάμε μπροστά. Το εύχομαι ως Ελληνας να το καταφέρουν».
Ο ΣΑΒΒΑΣ ΤΣΕΝΤΙΔΗΣ
Μαζί μας στη συζήτηση, είναι κι ο λογιστής Σάββας Τσεντίδης. Είναι ο λογιστής της επιχείρησης και συνεργάζεται με το Λούη Λουρεντζάτο από το 1979.
«Εγώ ήμουν ακόμη φοιτητής, όταν μαζί με τον μακαρίτη πεθερό μου Ανδρέα Ηρακλέους αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε με το Λούη και συνεχίζουμε για 35 χρόνια. Είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και πλέον πέραν από την επαγγελματικοί σχέση είμαστε και οικογενειακοί φίλοι».
greeknewsonline