Λόγια λέξη, απόδοση στην ελληνική του λατινικού universitas (= σύνδεσμος επιστημόνων), από το οποίο τα «ευρωπαϊκά» university, universite, universita. Ο Γεώργιος Ζηκίδης, συντάσσοντας το λεξικό του στις αρχές του 20ου αι., θεωρεί το πανεπιστήμιον νέα λέξη. Το ουσ. πανεπιστήμιον το έπλασε ο Αδαμάντιος Κοραής
το 1810, πιθανόν ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο (κατά παράλειψη προφανώς της λ. ίδρυμα ή διδακτήριο) του επιθέτου πανεπιστήμιος (:σύνθετη λέξη < παν- + επιστήμη). Ο Άνθιμος Γαζής θεωρεί ορθότερο τον όρο πανεπιστημόνιο με βάση το ελληνιστικό πανεπιστήμων (< παν- + -επιστήμων < ρ. επίσταμαι = ο ειδήμων των πάντων). Το 1816 ο ιατροφιλόσοφος Πέτρος Ηπίτης εισάγει τον όρο πανεπιστημείο (πβ. σχολείο), ενώ ήδη από το 1800 έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ευρύτερα η λέξη πανδιδακτήριο. Θρανίο
Αρχαίο ουσιαστικό: θρανίον (= μικρός πάγκος, μικρό κάθισμα), υποκοριστικό του θράνος (= έδρα, κάθισμα, πβ. θρόνος). «Από κάλω καί θρανίου» αναφέρει ο Αριστοφάνης στους Βατράχους, εννοώντας τό τιθέμενον υπό τούς πόδας του απαγχονιζομένου.
Θράνος ονομαζόταν επίσης η ανωτάτη σειρά των κωπών επί της τριήρους καί θρανίτης ο κωπηλάτης ο καθήμενος επί του ανωτάτου των τριών εδωλίων. Κατά μία εκδοχή με το θρανίον συνδέεται ετυμολογικά το ρήμα θρησκεύω (= εισάγω καί τελώ θρησκευτικά χρέη, τηρώ μετά θρησκευτικής ευλαβείας) και το παράγωγο ουσιαστικό του θρησκεία.