Αγύρτης (ο), θηλ. αγύρτισσα (λογ.): 1. Απατεώνας, κατεργάρης.
2. Αυτός που επιδεικνύει ανύπαρκτες γνώσεις, ικανότητες και ιδιότητες για να εξαπατήσει τους άλλους. Ουσ.: αγυρτεία. Ετυμ. < αρχ. αγύρτης (απατεών, επαίτης) < αγείρω (συγκεντρώνω, συναθροίζω).
Οι αρχαίοι αγύρται καλούσαν τους πιστούς σε συναθροίσεις (αγυρμούς) όπου έκαναν εράνους για χάρη των θεών.
Εξαιτίας της συνήθειας τους να περιπλανιούνται, να ζητούν χρήματα ή τρόφιμα και να ψευτοθεραπεύουν αποδόθηκε στη λέξη, από την αρχαιότητα ήδη, η σημασία του αλήτη και του απατεώνα.
πηγή;asprilexi