Του Δημήτρη Ρομποτή*
Μία από τις χαρακτηριστικότερες ενδείξεις ότι ως λαός συνολικά είμαστε σε κρίση εδώ και πολλά χρόνια, εκτός δηλαδή αυτής που άρχισε προ τριετίας, είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε χιούμορ, είμαστε κρύοι όσο κι’αν παριστάνουμε τους θερμούς και πηγαίους ανθρώπους. Λέμε πολλές και μεγάλες μαλακίες, αλλά όχι αστεία, παράγουμε εξυπνάδες κατά κόρον, ο εξυπναδακισμός άλλωστε είναι προϋπόθεση και παράγωγο μιας δήθεν κοινωνίας, μα ψήγματα ευφυΐας.
Κι’όταν εκφραζόμαστε συλλογικά δίνουμε την εντύπωση ότι μιλάνε άλλοι, σαν να βλέπουμε ταινία ή τηλεοπτική σειρά μεταγλωττισμένη: τα χείλη ανοιγοκλείνουν στην κατάλληλη στιγμή, αλλά μπορούμε να ανιτληφθούμε ότι οι ηθοποιοί δεν λένε αυτά που ακούμε.
Στη συλλογική μας περίπτωση είναι το φαινόμενο του «ντάμπινγκ» με αντεστραμμένους όρους, ενώ δηλαδή φαίνεται ότι μιλάμε και όλα δείχνουν η έκφραση να προέρχεται από εμάς, εντούτοις κάτι μας ξενίζει, «ιτ ντάζεντ μέικ σένς»!
Έχουμε γίνει εντελώς «ιμιτασιόν», φτηνιάρικα ανταλλακτικά προς χρήσιν φαναρτζήδων για πελάτες που αδυνατούν ή δεν θέλουν να αγοράσουν το γνήσιο. Για αυτό και «σπάμε» ευκολότερα, λυγίζουμε, υποχωρούμε κάτω από βάρη που εάν ήμασταν λαός θα έπρεπε απλά να μας δυσκολεύουν αντί να μας απειλούν με ισοπέδωση.
Εκτός από την κατά κεφαλή και κατά συνέπεια συλλογική μείωση των αποθεμάτων ευφυΐας που οδηγεί στην εξαφάνιση ή διαστροφή του χιούμορ (στην καλύτερη περίπτωση), έχουμε και μια αναλόγως αυξανόμενη τάση για δραματοποίηση των πάντων που εκφράζεται κυρίως στη μοναδικοποίηση της δικής μας κατάστασης!
Βέβαια, εμείς οι ελληνώνυμοι έχουμε εκ γενετής το «επικό σύνδρομο», όπως το έχει εκφράσει ο Βραζιλιάνος τραγουδοποιός Τομ Ζε για τους συμπατριώτες του. Οτιδήποτε πρέπει οπωσδήποτε να ανέλθει σε επικά επίπεδα για να εντείνει τη δραματική υφή του, προκαλώντας ατομικά και συλλογικά ξεσπάσματα …ξεμωράματος.
Αυτά με τη σειρά τους συνθέτουν μια καταφανή εικόνα γελοιότητας την οποία πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να μην τη δεις, πολύ περισσότερο να αποφύγεις. Ακόμα και σε όσους υποκρίνονται και χρησιμοποιούν αριβιστικά αυτή την υστερία, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στοιχεία γνησιότητας ως προς την εκφραστική τους διέγερση, σαν εκείνους που πιστεύουν τα ψέματα τους και τα υπερασπίζονται με πάθος δίνοντας ενίοτε και την ίδια τη ζωή τους!
Δεν ξέρω πώς λέγεται στην επιστήμη της Ψυχολογίας αυτή η τάση και στάση, στη γλώσσα του αυτονόητου πάντως θα μπορούσε ποιητική …αηδία να ονομαστή …μαλακία!
Μια ματιά σε εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση (αν την αντέχετε ακόμα) μπορεί να οδηγήσει σε απλή, τον έμπειρο, έως και εντονότατη, τον πρωτάρη, δυσφορία, εφόσον έχει καταφέρει να διατηρήσει μέσα του έναν ικανοποιητικό βαθμό πραγματικής ανθρωπίνης ευαισθησίας κι’όχι μυξοπασαλισμένου κλαυσόγελου ειδησεογραφικής ψυχαγωγίας.
Κι’αν κάποιος επιλέξει να κλείση τα μάτια του και να ανοίξει τα αυτιά του, να ακούσει ραδιόφωνο, «συζητήσεις», ακόμη και τραγούδια «έντεχνα» (οι «δημιουργοί» τους είναι «μπάι ντιφώλτ» δήμιοι της σύγχρονης ελληνικής μουσικής γιατί διαφοροποιούμενοι από το λαϊκό τραγούδι που ήταν κατά κανόνα ποιοτικό, το καταδίκασαν στην «πανταζοποίηση». Έγιναν κι’ αυτοί ένα είδος ΓΟΧ …) τότε θα του έρθει ταμπλάς!
Αν η οικονομική κρίση που επισήμως ξεκίνησε προ τριετίας φαντάζει δυσθεώρητη στην αντιμετώπισή της είναι γιατί εμείς οι ελληνώνυμοι μαζέψαμε, μπήκαμε στο πλύσιμο, στο πλύσιμο εγκεφάλου που μας έχει υποβάλει την τελευταία 40ετία η μετριότητα την οποία ονόμασαν πρόοδο οι μεταπράτες της κακιάς ώρας που ανήγαγαν τις τρίχες σε φιλοσοφία και τον χαβαλέ σε στάση ζωής. Όπως σε έναν άνθρωπο μπορείς να κρίνεις από το τί αστεία λέει και με τί αστεία γελάει πόσο σοβαρός είναι έτσι και σε έναν λαό όπως τον δικό μας μπορείς να διαπιστώσεις με βάση τα ίδια κριτήρια πόσο γελοίος είναι!
*Ο Δημήτρης Ρομποτής
δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού ΝΕΟ με έδρα τη Νέα Υόρκη (neomagazine.com).