Πόντο-πόντο βάλθηκε η Γερμανία να ξηλώσει την προσεκτικά πλεγμένη συμφωνία που αντιπροσώπευε την καλύτερη μέχρι στιγμής ευκαιρίας στην Ευρωζώνη να ξεπεράσει την κρίση.
Μέχρι την περασμένη βδομάδα, η πλειοψηφία των Ευρωπαίων αξιωματούχων τολμούσαν να φαντάζονται ότι θα κατάφερναν να πάρουν κεφάλι από τις αγορές με δύο μεγάλες κινήσεις.
Πρώτη, τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι θα αναλάβει δράση ως δανειστής εσχάτου καταφυγίου για τις προβληματικές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ενός αυστηρού προγράμματος λιτότητας.
Και δεύτερη, τη δέσμευση των κρατών μελών του ευρώ να δημιουργήσουν μια τραπεζική ένωση προκειμένου να κόψουν το θανάσιμο μηχανισμό ανατροφοδότησης της κρίσης μεταξύ του ευάλωτου τραπεζικού συστήματος και των ευάλωτων κρατών.
Από τη στιγμή που η ΕΚΤ θα απέτρεπε τον κίνδυνο μιας άμεσης διάρρηξης του ευρώ, τα ευάλωτα κράτη θα είχαν όλο τον απαιτούμενο χρόνο και τα απαραίτητα περιθώρια να αποκαταστήσουν τα οικονομικά τους και όλες μαζί οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να λύσουν τα προβλήματα αρχιτεκτονικής του ευρώ.
Μακάρι να ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα… Οι διαδηλώσεις, οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες ενάντια στη λιτότητα σαρώνουν ξανά τα κράτη δανειολήπτες του Νότου ενώ η Ισπανία απειλείται, συν τοις άλλοις, κι από τις αποσχιστικές τάσεις της Καταλονίας.
Ακόμα πιο ανησυχητικό ωστόσο είναι πως τα κράτη πιστωτές του Βορρά καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καθυστερήσουν, ενδεχομένως και να αρνηθούν πλήρως, τις δεσμεύσεις τους για την ενίσχυση της Ευρωζώνης. Η οπισθοχώρηση της Γερμανίας είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η Ευρωζώνη κυλά ξανά στην κρίση.
Ας αρχίσουμε με την υπόσχεση για παρέμβαση στις αγορές που έδωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Στόχος της ήταν να μειώσει το κόστος δανεισμού των κρατών του Νότου, αγοράζοντας βραχυπρόθεσμα ομόλογα, κι έτσι να εξουδετερώσει τους ‘αβάσιμους φόβους’ για το μέλλον του ευρώ.
Στην προσπάθειά του να απονομιμοποιήσει το πρόγραμμα της ΕΚΤ, ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γιενς Βάιντμαν κατέφυγε σε μια εκρηκτική παρομοίωση ανάμεσα στον Μάριο Ντράγκι και τον Μεφιστοφελή από το Φάουστ του Γκαίτε. Η γερμανική κυβέρνηση, αν και συγκατάνευσε στο πρόγραμμα Ντράγκι, είναι άκρως αμήχανη. Το Βερολίνο ζήτησε από την Ισπανία να μην καταθέσει αίτημα για βοήθεια – όμως αυτό είναι το βασικό βήμα που θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αναλάβει δράση.
Ακόμα χειρότερη είναι η υπαναχώρηση της Γερμανίας σε ό,τι αφορά την τραπεζική ένωση – μοιάζει σχεδόν σαν να είχε στόχο να αναζωπυρώσει την κρίση. Ως γνωστό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 29ης Ιουνίου είχε δηλώσει ότι ‘επείγει να σπάσει ο φαύλος κύκλος ανάμεσα στις τράπεζες και τα κράτη’ και πως για να γίνει αυτό θα δημιουργούνταν μια ενιαία τραπεζική εποπτική αρχή ‘με όρους επείγοντος’. Και από τη στιγμή που θα ιδρύονταν αυτή η αρχή, η ανακεφαλαιοποίηση των προβληματικών τραπεζών θα γινόταν απευθείας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Δεν είναι μυστικό ότι στόχος του σχεδίου ήταν να βοηθηθεί η Ισπανία που θα μετέφερε έτσι μέρος του οικονομικού της βάρους από τη στήριξη των κλυδωνιζόμενων τραπεζών της στην Ευρωζώνη – και αναδρομικά αν ήταν αναγκαίο. Από την ίδια ρύθμιση έλπιζαν επίσης να επωφεληθούν η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Ελλάδα.
Και οι δύο συμφωνίες αυτές έκλεισαν ακριβώς με τους όρους που ήθελε η Γερμανία: περισσότερος κεντρικός έλεγχος και λιτότητα σε αντάλλαγμα για περισσότερη αλληλεγγύη. Αλλά πριν ακόμα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προλάβει να δημοσιεύσει τις προτάσεις της για την τραπεζική ένωση, η Γερμανία βάλθηκε να υπονομεύσει το σχέδιο.
Το σχέδιο-πρόταση της Επιτροπής περιλάμβανε τη δέσμευση για την συμπλήρωση της νέας εποπτικής αρχής με μια αρχή εκκαθάρισης των τραπεζών της Ευρωζώνης και με ένα πανευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης καταθέσεων. Η Γερμανία άσκησε πιέσεις ώστε το καθεστώς εκκαθάρισης και η πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων να αφαιρεθούν από την τελική εκδοχή του κειμένου.
Έτσι όμως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γίνεται υπεύθυνη για την εποπτεία των τραπεζών χωρίς να έχει εργαλεία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των προβληματικών τραπεζών. Την ίδια ώρα η Γερμανία κάνει τα πάντα προκειμένου να μην περάσει το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο η ΕΚΤ θα ασκεί εποπτεία επί του συνόλου των άνω των 6.000 τραπεζών της Ευρωζώνης. Το Βερολίνο θέλει να αποκλείσει την ΕΚΤ από όλες τις μικρές τράπεζες γιατί δεν θέλει καμία εποπτεία από το εξωτερικό πάνω στις δικές του περιφερειακές τράπεζες που είναι φορτωμένες με τοξικά δάνεια.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Γερμανία προσπαθεί να επιβραδύνει το χρονοδιάγραμμα έναρξης της λειτουργίας της εποπτικής αρχής που υποτίθεται ότι ήταν για την 1 Ιανουαρίου 2013 με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να βιαστούμε για ένα τόσο σημαντικό έργο. Και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι αν το σύστημα δεν είναι έτοιμο, δεν είναι δυνατό να γίνει ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απευθείας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.
Την περασμένη εβδομάδα ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από κοινού με τους ομολόγους του της Ολλανδίας και της Φιλανδίας, βάλθηκαν να περιορίσουν κι άλλο την εμβέλεια των δεσμεύσεων του Ιουνίου: η άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ακόμα και στο απώτερο μέλλον θα πρέπει να αφορά μόνο τα νέα προβλήματα, λένε, όχι προβλήματα που έχουν προκύψει μέχρι στιγμής και θα πρέπει να λειτουργήσει ως έσχατο καταφύγιο, μετά τη χρήση ιδιωτικών κεφαλαίων και εθνικών πόρων.
Η Γερμανία γνωρίζει καλά πως πρέπει να φροντίσει για τις δικές της προβληματικές τράπεζες κι έτσι θέλει να περιορίσει τις υποχρεώσεις της για τις τράπεζες των άλλων κρατών. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ διακύβευσε πολλά γερμανικά χρήματα για τις άλλες χώρες. Κάποια στιγμή η Γερμανία μπορεί να πρέπει να διαγράψει μέρος των δανείων της προς την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι η Μέρκελ υπέστη μια μικρή ήττα στους κόλπους του κυβερνητικού της συνασπισμού όταν ζήτησε την έγκριση του δανεισμού προς την Ισπανία για τη στήριξη των ισπανικών τραπεζών – καθώς χρειάστηκε και τις ψήφους των Σοσιαλδημοκρατών για να περάσει τη σχετική απόφαση. Και τώρα δεν βιάζεται να επιστρέψει στο Κοινοβούλιο για να ζητήσει κι άλλα χρήματα – άλλωστε φοβάται ότι η όποια συζήτηση θα στραφεί στην ΕΚΤ και τον Μεφιστοφελή.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι έχει υποστηρίξει πως για τη Γερμανία ‘τα οικονομικά είναι ένας κλάδος της ηθικής φιλοσοφίας’. Τα κράτη πρέπει να πληρώσουν για τις αμαρτίες τους και μόνον αν πληρώσουν τα κράτη μπορεί να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για να αποφευχθούν ανάλογα προβλήματα στο μέλλον.
Όμως τι νόημα έχει να ανησυχείς για το μέλλον όταν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την κρίση στο παρόν; Η Γερμανία μπορεί δικαίως να φοβάται ότι ο περιορισμός της πίεσης πάνω στα κράτη δανειολήπτες θα δημιουργήσει ηθικό κίνδυνο και θα επιβραδύνει τις μεταρρυθμίσεις. Όμως ο ηθικός κίνδυνος αφορά εξίσου και τους πιστωτές. Και η αλήθεια είναι πως όταν μόνο οι πιέσεις των αγορών γίνονται πολύ μεγάλες, η Γερμανία υποχωρεί λίγο σε ό,τι αφορά τα μέτρα που χρειάζονται για τη διασφάλιση του ευρώ και μόλις χαλαρώσουν υπαναχωρεί από τις δεσμεύσεις της.
Υπάρχει όμως πρόβλημα με τη γερμανική στάση. Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τα κράτη του Νότου να κάνουν μεταρρυθμίσεις και λιτότητα χωρίς καμιά ελπίδα ότι η αγωνία τους κάποτε θα πάρει τέλος. Η απροθυμία της Γερμανίας να αναλάβει δράση παρεκτός όταν γίνουν οριακά τα πράγματα καταδικάζει την Ευρωζώνη να πηγαίνει από κρίση σε κρίση. Βραχυπρόθεσμα η Αγγέλα Μέρκελ μπορεί απλά να ανακαλύψει ότι θα κληθεί να δώσει την εκλογική μάχη το φθινόπωρο του 2013 με την Ευρωζώνη βυθισμένη σε ολοκληρωτική κρίση. Μακροπρόθεσμα η κρίση έχει ήδη κρατήσει τόσο πολύ που έχει κάνει μεγάλη ζημιά: παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα και ύφεση στις ελλειμματικές χώρες, απώλεια εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και το μέλλον του ευρώ και μεγάλες ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις.
Η Γερμανία μπορεί να φοβάται το κόστος από τα παλιά της σφάλματα αλλά σύντομα θα αρχίσει να φοβάται το κόστος της σημερινής της διστακτικότητας και αδράνειας.
banksnews