Ανακοίνωσε πράγματι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι μια ρηξικέλευθη αλλαγή στη νομισματική πολιτική την περασμένη εβδομάδα; Ή μήπως όλος ο κόσμος κατάλαβε λάθος; Οι αγορές είδαν την ομιλία του Ντράγκι ως το κρίσιμο και ριζοσπαστικό βήμα που θα φέρει τη λύση. Από τη Δευτέρα άρχισαν ξανά να αμφιβάλλουν.
Θα μάθουμε περισσότερα σήμερα, μετά τη συνάντηση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Το μέλλον του ευρώ μπορεί να εξαρτάται από τι θα αποφασίσει αυτό το τεχνοκρατικό σώμα. Ο Ντράγκι ανέβασε τις προσδοκίες και είναι σημαντικό να ανταποκριθεί. Αν το κάνει η Ευρώπη θα κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την ανάκαμψη – αν και θα είναι μόνο το πρώτο από όσα θα χρειαστεί να γίνουν τα επόμενα χρόνια.
Αν όμως οι αγορές αποφασίσουν ότι οι γενναίες δηλώσεις Ντράγκι δεν σήμαιναν σε τελική ανάλυση τίποτα, ετοιμαστείτε για έναν πολύ δύσκολο Αύγουστο. Η ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική κρίση θα επιδεινωθεί. Η δέσμευση του Μάριο Ντράγκι ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη ‘να κάνει ό,τι χρειαστεί για να διαφυλάξει το ευρώ’ μοιάζει σαφής και είναι η μεγάλη είδηση που η Ευρώπη περίμενε. Αν έχει ερμηνευθεί σωστά, σημαίνει ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να ενεργήσει σαν δανειστής εσχάτου καταφυγίου για την Ισπανία και τις άλλες προβληματικές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ο Μάριο Ντράγκι θέλει να ανανεώσει και να επεκτείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της κεντρικής τράπεζας και πιέζει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να τον αφήσουν.
Η ομιλία του προέδρου της ΕΚΤ σαν σύνολο ήταν αμφιλεγόμενη και περιλάμβανε αρκετούς γρίφους. Ορισμένα κομμάτια της είναι ελάχιστα κατανοητά. Μπορείς να διαβάσεις τα πάντα σε όσα είπε ο Ντράγκι. Ακόμα και η κρίσιμη φράση ξεκίνησε με τις λέξεις ‘στο πλαίσιο της εντολής μας’. Και αυτό είναι πρόβλημα. Από τη μια μέρα στην άλλη η ΕΚΤ δεν είναι σίγουρη για το τι απαιτείται ή τι μπορεί να κάνει στο πλαίσιο της εντολής της και τα κράτη της Ευρωζώνης είναι διχασμένα ως προς αυτό.
Πολιτική κάλυψη
Παρά ταύτα ο Μάριο Ντράγκι πρόσφερε τη βασική λογική επί της οποίας η ΕΚΤ μπορεί να κλιμακώσει τις παρεμβάσεις της και να θέσει ανώτατο πλαφόν στο επιτόκιο που είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν οι κλυδωνιζόμενες κυβερνήσεις στους πιστωτές τους. Από τη στιγμή που η τράπεζα είναι έτοιμη να αναλάβει δράση, το επόμενο θέμα είναι να αποφασίσουν τα κράτη της Ευρωζώνης να της δώσουν την πολιτική κάλυψη που προφανώς χρειάζεται και να την αφήσουν να προχωρήσει.
Η πρώτη απάντηση στα σχόλια του Ντράγκι φάνηκε θετική. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ προχώρησαν σε μια κοινή δήλωση που όσο θολή και τυπική κι αν ήταν, έμοιαζε να παρέχει στήριξη. Και οι δύο υποσχέθηκαν ‘να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να προστατέψουν την Ευρωζώνη’.
Όμως η Bundesbank, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέτοχο της ΕΚΤ και σημαντικό πολιτικό παράγοντα στη Γερμανία, δήλωσε ξανά ότι παραμένει αντίθετη σε αγορές ομολόγων μεγάλης κλίμακας. Μιλώντας για λογαριασμό πολλών γερακιών της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην Ευρώπη, ο παλαιός θεματοφύλακας του γερμανικού μάρκου εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι πρέπει να διατηρηθεί η πίεση στις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις προκειμένου να μειώσουν το δανεισμό τους και να μεταρρυθμίσουν την οικονομία τους.
Η απεριόριστη δυνατότητα για διαφωνίες και καθυστερήσεις της Ευρώπης δεν είναι ίσως το πιο μεγάλο της πρόβλημα. Τα δημοσιονομικά προβλήματα έχουν γίνει πλέον πολύ σοβαρά και το σύστημα του ενιαίου νομίσματος έχει παγιδευτεί μέσα στις μεγάλες αποκλίσεις ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στην περιφέρεια και τον πυρήνα. Παρά ταύτα η βαθύτατη σύγχυση ως προς το τι θέλουν οι πολιτικοί δεν βοηθά.
Ζούμε συνέχεια το ίδιο μοτίβο. Η πρόσφατη συνάντηση κορυφής της 29ης Ιουνίου έλαβε αποφάσεις που συνιστούν μια μέτρια μα χρήσιμη πρόοδο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν επί της αρχής ότι θα εργαστούν για την αποκαλούμενη τραπεζική ένωση και πως η χρηματοδοτική βοήθεια προς τις κλυδωνιζόμενες τράπεζες θα πάει απευθείας σε αυτές και δεν θα περάσει μέσα από τα κράτη. Η αλλαγή αυτή είναι σημαντική γιατί έτσι δεν αυξάνεται το δημόσιο χρέος. Οι ιδέες αυτές ήταν καλές.
Μόλις ανακοινώθηκαν οι αγορές αναθάρρησαν. Κι όμως σχεδόν αμέσως οι κυβερνήσεις εξουδετέρωσαν το όφελος με τις διαφωνίες τους ως προς το τι τελικά συμφωνήθηκε. Οι επενδυτές αποφάσισαν ότι τίποτα δεν άλλαξε στην Ευρώπη και το κόστος δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας – κρίσιμος δείκτης των προοπτικών της Ευρωζώνης – άρχισε ξανά να ανεβαίνει σε επίπεδα ρεκόρ.
Στη νομισματική πολιτική η αξιοπιστία μετρά περισσότερο από όλα κι αυτό ισχύει πρωτίστως κατά τη διαχείριση μιας κρίσης. Οι προσδοκίες μπορούν να λειτουργήσουν σταθεροποιητικά ή αποσταθεροποιητικά και το τι από τα δύο θα γίνει εξαρτάται κυρίως από το αν οι ανακοινώσεις των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών γίνονται κατανοητές και πιστευτές.
Επιζήμιες έριδες
Οι αμφιβολίες και οι ασυμφωνίες δεν μπορούν να λείψουν από την Ευρώπη αλλά οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει τουλάχιστον να καταλάβουν τη ζημιά που οι διαμάχες τους προκαλούν. Η αδυναμία τους για συνεννόηση επιδεινώνει μονίμως μια ήδη κακή κατάσταση.
Το κόστος δεν περιορίζεται στις άμεσες οικονομικές επιπτώσεις. Μια ξεκάθαρη δέσμευση ότι η ΕΚΤ θα παρέμβει με αγορές ομολόγων – ‘κάνοντας ό,τι χρειαστεί’ – θα μπορούσε να θέσει ένα ανώτατο πλαφόν στο κόστος δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας κι έτσι να αποτρέψει το ενδεχόμενο να καταστούν τα δύο αυτά κράτη αφερέγγυα. Αυτό είναι το πρώτο απαραίτητο βήμα.
Πέραν τούτου όμως η Ευρωζώνη θα χρειαστεί νέους δημοσιονομικούς διακανονισμούς που θα ισορροπούν την ανάληψη κοινών κινδύνων, τις αυτόματες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις όταν οι οικονομίες αποκλίνουν και τα ισχυρά κίνητρα για δημοσιονομική υπευθυνότητα. Υπάρχουν πολύ διαφορετικοί τρόποι να γίνει αυτό. Μια δημοσιονομική ένωση μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο φιλόδοξη. Και μια δημοσιονομική ένωση δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά πολιτική ολοκλήρωση και καλύτερα θα ήταν να μην έχει πολιτική ολοκλήρωση.
Ο σχεδιασμός αυτού του νέου συστήματος δεν θα είναι εύκολος, αλλά είναι αδύνατο να επιτευχθεί δίχως μια ανανεωμένη αίσθηση εμπιστοσύνης. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κόστος της σημερινής αναταραχής στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Οι καβγάδες επιδεινώνουν την κρίση, αυξάνουν τις εθνικές δυσαρέσκειες και μειώνουν τις πιθανότητες συνεργασίας.
Για όλα αυτά το Βερολίνο έχει μια ιδιαίτερη ευθύνη – όχι μόνο επειδή η Γερμανία κέρδισε πολλά μέχρι στιγμής και θα κερδίσει πολλά στο μέλλον από το ευρωπαϊκό οικονομικό σχέδιο. Αλλά και γιατί η γερμανική κυβέρνηση, για να ικανοποιήσει την εσωτερική της κοινή γνώμη, είναι ο κύριος υποστηρικτής της θέσης ότι η πίεση στις αδύναμες χώρες όπως η Ελλάδα και Ισπανία, πρέπει να διατηρηθεί. Τώρα που ο Μάριο Ντράγκι φαίνεται έτοιμος να αναλάβει πιο τολμηρή δράση, η Μέρκελ και οι υπουργοί της αποτελούν το βασικό εμπόδιο σε μια πιο αποτελεσματική δράση της κεντρικής τράπεζας.
Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να ομολογήσει στον εαυτό της και στους ψηφοφόρους της ότι τα πιεσμένα κράτη δανειολήπτες του ευρωπαϊκού Νότου έχουν συσφίξει πάρα πολύ τη δημοσιονομική τους πολιτική. Η Ελλάδα, η Ισπανία και οι άλλες χώρες έχουν μακροπρόθεσμα προβλήματα χρέους σε διαφορετικό βαθμό που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική σύσφιξη που εφαρμόζουν είναι θηριώδης. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για οικονομίες σε ύφεση με πολύ υψηλή ανεργία. Ακόμα και ο παγκόσμιος θεματοφύλακας της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητά από την Ισπανία να κάνει την δημοσιονομική της προσαρμογή λιγότερο εμπροσθοβαρή, ενώ για την περίπτωση της Ελλάδας θέλει από τους Ευρωπαίους να διαγράψουν ελληνικό χρέος.
Η Γερμανία θέλει η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία να υποφέρουν για την έλλειψη διορατικότητας τους; Μα έχουν υποφέρει πολύ. Μήπως θέλει να αλλάξουν την πολιτική τους περί τα δημόσια οικονομικά; Μα την έχουν αλλάξει. Φτάνει πια. Ας δηλώσουμε με κάθε επισημότητα ότι η νίκη ανήκει στα γερμανικά πρότυπα για τα δημόσια οικονομικά και ας αφήσουμε τον Μάριο Ντράγκι και την ΕΚΤ να αρχίσουν να κάνουν αυτό που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολλούς μήνες.
Τελευταία Νέα
Μαχαίρι σε συντάξεις και αλλαγές στο καθεστώς συνταξιοδότησης στα μέτρα του Αυγούστου
«Ναι» στην αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, λέει ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ
banksnews