Η λέξη κάλαντα είναι μεσαιωνική και σχηματίστηκε από το μεταγενέστερο καλάνδαι (< calendae dies). Tα κάλαντα, πιο συγκεκριμένα, παραπέμπουν στην αρχαία ρωμαϊκή πρωτοχρονιά, η οποία εορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά τις Καλένδες (Calendae = νουμηνία, νεομηνία, η αρχή κάθε σεληνιακού μήνα) του Ιανουαρίου. Φαίνεται πως η ιστορία των καλάντων, αν και περισσότερο τα συνδέουμε με το ορθόδοξο εορτολόγιο και τη νεοελληνική παράδοση, έχει απώτερες χρονικές αφετηρίες. Στην αρχαία ελληνική γιορτή των Ανθεστηρίων που ήταν αφιερωμένη στο θεό Διόνυσο, συνήθιζαν να περιφέρονται στην πόλη της Αθήνας ομάδες προσώπων που τραγουδούσαν ύμνους προς τιμήν του θεού της βλάστησης, κρατώντας ένα χάρτινο ομοίωμα καραβιού στο χέρι, που συμβόλιζε τον ερχομό του θεού.
Το ίδιο καραβάκι είναι ο «πρόγονος» του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Στο Βυζάντιο οι «αγύρται» ή «μηναγύρται» περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας βάγια, κρόταλα ή κουδούνια, χελιδόνες ή μουσικά όργανα, τραγουδώντας για τη γιορτή που έρχεται )όχι αποκλειστικά του Δωδεκαημέρου) τα ονομαζόμενα «άσματα αγερμού».
Αξίζει να σημειωθεί πως η λέξη αγερμός είναι αρχαία και χρησιμοποιείτο κυρίως περί των περιφερομένων καί επαιτούντων ιερέων.