συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος και στιχουργός, στην εκπομπή “Ελληνικό φαινόμενο” με τον δημοσιογράφο Νίκο Βάνη. Παρουσιάζει στο βιβλιοπωλείο Ιανός το βιβλίο του που αναφέρεται στην ζωή και το έργο της μεγάλης στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, με τίτλο “Όλα είναι ένα ψέμα”. Λίγα λόγια για τον δικό μας Λευτέρη. Το τραγούδι, τα ποιήματα, τα χρώματα και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ο Λευτέρης που ελευθερώνει τις λέξεις, την αγάπη , το χάδι του ανθρώπου. Ο Λευτέρης στο Παρίσι να ακουμπά ένα μπουζούκι. Ο Λευτέρης της εφημερίδας, της δουλειάς. Τον ξέρουνε οι τίτλοι, η άσφαλτος, ο Άγιος Γεώργιος του Καρύτση τον προστατεύει και τον πάει βόλτα για να ξεχαστεί και του λέει έτσι είναι ο κόσμος, τι να κάνουμε; Είμαστε πολλά χρόνια πριν, ένας έφηβος δεν άκουγε, αλλά κοίταζε τα πρώτα τραγούδια του Λευτέρη και πάθαινε κάτι. Σαν όλα τα απογεύματα όλα τα κορίτσια να με περικυκλώνουν και να μου χορεύουν. Το χρώμα να είναι βαθύ κόκκινο και εγώ να κλαίω, να κλαίω, να πηγαίνω στην άκρη του γκρεμού, αλλά να μην πέφτω, αλλά να πετάω και κάτω όχι χάος, αλλά θάλασσες.
Έτσι και τώρα, μετά από τόσα χρόνια βλέπω τα λειτουργήματα του Λευτέρη. Δεν θα μπορούσαμε να μην σταθούμε στην ψυχή της ζωής του, που είναι η δημοσιογραφία. Δουλευταράς, επίμων, αποκαλυπτικός, φίλος με μπέσα, κυρίως όμως ένας αρθρογράφος. Τι θα πει αυτό;; Να έχεις πολλά χρόνια στήλη σε εφημερίδα, να σχολιάζεις την καθημερινότητα, την ζωή, να είσαι τίμιος και εύστοχος και να σε διαβάζει χωρίς υπερβολή όλη η Ελλάδα.
Άνθρωπος του πάθους ο Λευτέρης για αυτό ο λόγος του τραγουδιού της καρδιάς πηγαίνει και πηγαίνει πολύ ως ένα σημείο και το τραγούδι δεν είναι εύκολο πράγμα. Θέλει σκέψη, καρδιά, αίμα, κόπους. Ξέρετε τι είναι να είσαι η συνισταμένη ενός λαού. Να λες τα λόγια που θέλουν να ακούν εκατομμύρια άνθρωποι και να στα φέρνει άγγελος στην γλώσσα να γίνονται αριθμοί, τραγούδι, φωνές και να το λένε μαζί σου. Αν το καλοσκεφτείς ζαλίζεσαι από την ευθύνη, την μεταφυσική και την πρακτική πλευρά του θέματος.
Ο Λευτέρης είναι από τους λίγους που μιλάει πολύ σοβαρά για το τραγούδι, τους μουσικούς, και όλους τους άλλους που αποτελούν την φάρα του ωραίου, του μοιραίου, του χρωματιστού κόσμου, όταν μέσα είναι ο Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Χιώτης, Καλδάρας, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, η αποδώ και από εκεί πλευρά του Αιγαίου, και το πλήθος οι καλλιτέχνες που παίζουν, συνθέτουν, τραγουδούν, και μοσχοβολούν τον αέρα της πατρίδας μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Έτσι λοιπόν αυτός ο καλλιτέχνης και μόνον αυτός θα μπορούσε να διεκδικήσει την βιογραφία της μεγάλης Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Είναι είδος βιογραφίας γιατί είναι μυθιστόρημα και ένα ντοκουμέντο εποχής, επίσης είναι και ανθολόγιο στίχων κα μουσικής με τον τίτλο “Όλα είναι ένα ψέμα”.
Αυτή η γυναίκα με το πλούσιο λεξιλόγιο, με τις τσακίρικες ομοιοκαταληξίες έγραφε τα μεγαλύτερα και τα πιο βαθιά Ελληνικά τραγούδια. Η Ευτυχία ήταν μια γυναίκα ερωτική, ευφυής, αλλά με πάθος όπως η χαρτοπαιξία που την ταλαιπώρησε ως το τέλος της ζωής της, και μετά η περιπέτεια για το καθημερινό, να πουλάς στίχους, να δίνεις, να παίρνεις. Το λουλούδι της όμως άνθισε και μύρισε ο τόπος.
Το βιβλίο πάλλεται από ομορφιά γραφής και η αγάπη και ο σεβασμός του συγγραφέα προς την υπέροχη αυτήν γυναίκα, αυτήν την ποιήτρια που χάραξε την ζωή μας. Το βιβλίο είναι πλούσιο με αποτέλεσμα αίρεται της μελέτης και της απίστευτης προσωπικής ματιάς του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Η γλώσσα της γραφής είναι απλή, αιχμηρή, κουβεντιαστή, όμορφή γλώσσα που μόνο οι ποιητές χειρίζονται επιδέξια. Είναι μια αλυσίδα τα τραγούδια της Παπαγιαννοπούλου και του Παπαδόπουλου είναι ο πολιτισμός μας, είναι τα άνθη της συγγραφής του πόνου και του έρωτα μας.
Το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου μυθολογεί την ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ταυτόχρονα υπάρχει μια τρομακτική ακρίβεια. Ακρίβεια όσον αφορά τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τους χρόνους, τις ημερομηνίες.
Το βιβλίο λοιπόν είναι ένα εγχειρίδιο, κάτι σαν επιστημονικό σύγγραμμα. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το βιβλίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλος ο καλλιτεχνικός και πνευματικός πολιτισμός οφείλεται σε ανθρώπους που δυστύχησαν, υπέφεραν, ταλαιπωρήθηκαν. Είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με μια έλξη που έχει στο πρόσωπο της Ευτυχίας ήταν ίσως ο καταλληλότερος για να γράψει την ζωή της. Η γραφή είναι το μαγικότερο πράγμα. Όλοι εμείς θα θέλαμε να την έχουμε γνωρίσει. Επειδή όμως έχουμε γνωρίσει τον Λευτέρη Παπαδόπουλο που συνεργάστηκε μαζί της και την έζησε, δεν είναι λίγο σαν να την έχουμε γνωρίσει εμείς οι υπόλοιποι.
Λευτέρης Παπαδόπουλος: Κανονικά εγώ δεν έπρεπε να μιλήσω, άκουσα τόσο σπουδαία πράγματα, με έξοχο και σπουδαίο τρόπο από τους φίλους μου, σημαντικούς ποιητές Γιάννη Κοντό και Θανάση Νιάρχο, που ότι και να πω εγώ είναι παραπανίσιο.
Αλλά επειδή εγώ είμαι ψιλοθεσσαλονικιός, τύπος βροχερός και αμμώδης, θα μιλήσω για άλλα πράγματα, και στο τέλος θα πω για το βιβλίο. Αυτά τα παιδιά που είναι δίπλα μου, είναι νεότερα μου κατά πολλά χρόνια. Εγώ παιδιά είναι πουρέκλο, ξέρετε την έκφραση αυτή;; Όλοι εσείς είστε μικρά μου αδελφάκια. Μεγάλοι ποιητές με τεράστια ευαισθησία, με βραβεία, με περιοδικά, με αγάπη για τον κόσμο, με έγνοια καθημερινή για τους ανθρώπους που έχουν προβλήματα, τους έχω μια τρέλα.
Είναι λοιπόν μια τρέλα αυτοί οι άνθρωποι, παρατάνε τα πάντα σήμερα μια βροχερή μέτρα και έρχονται για ένα 24ωρο εδώ για να μιλήσουν για το βιβλίο μου.
Να ταλαιπωρηθούν, αλλά και να ερωτευθούν συγχρόνως γιατί είναι και οι δύο ερωτικά άτομα. Τους ευγνωμονώ που ήλθαν, καθώς επίσης και όλους εσάς που έχετε γεμίσει αυτήν την αίθουσα, γιατί πραγματικά είναι πολύ συγκινητικό να έρχεται εδώ στον Ιανό, όπου ο γόης ο Καρατζάς μας έχει όλους ξετρελάνει , και μας κουβαλάει σε κάθε εκδήλωση.
Μια φορά ήλθα με τον Σαμαράκη, μια με τον Σκαμπαρδώνη, τώρα ήλθα για εσάς, και για μένα. Εδώ αισθάνομαι πάρα πολύ καλά, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μια καταπληκτική πόλη, είναι μια μαγική πόλη, όπου έχω ζήσει ίσως τις ωραιότερες μέρες της ζωής μου. Έχω βέβαια και απογοητευτεί, έχω ταλαιπωρηθεί, αλλά είναι μια πόλη που λατρεύω. Δυστυχώς δεν έχω τον καιρό να την επισκέπτομαι συχνά και τελικά έχω έλλειμα Θεσσαλονίκης, και εν πάσει περιπτώσει είμαι ευτυχής που ήλθα σήμερα εδώ με τους φίλους μου, και βλέπω όλη την παρέα με την θέα που είναι από κάτω, ανθρώπων οι οποίοι παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή, και χειροκροτούν με ενδιαφέρον και αγάπη αυτά που λένε οι φίλοι.
Την Ευτυχία την γνώρισα όταν ήμουν 25 χρονών. Η Ευτυχία ήταν 64 και φαινόταν 100. Όλοι την λέγανε γριά. Είχα γράψει τότε με τον Ξαρχάκο που ήταν πιο ωραίος από μένα, δύο τραγούδια την “Άπονη ζωή” και την “Φτωχολογιά”, τα έλεγε ο Γ. Μπιθικώτσης, ο Σ. Καζαντζίδης, τα έλεγε τότε όλος ο κόσμος, ήταν κάτι απίστευτο, τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις.
Τα τραγούδια διαδίδοντο από στόμα σε στόμα, κυρίως τα έλεγαν οι τυφλοί με τα ακορντεόν. Δεν τα έχω ξανακούσει σ΄ αυτήν την ηλικία λίγο ακόμα και θα την είχα ψωνίσει. Πάω λοιπόν να πληρωθώ, γιατί όποιος γράφει τραγούδια, πληρώνεται. Πάω λοιπόν, όπως είπα, να πληρωθώ το 1964, τότε πήρα 8.000 χιλιάδες, για την εποχή εκείνη ήταν πολλά τα λεφτά, από την ΑΕΠΙ η οποία παίρνει όλα τα δικαιώματα. Εκεί λοιπόν υπήρχε ένας τεράστιος διάδρομος όπου περίμενε ο κόσμος, για να πάρει τα λεφτά του.
Μέσα λοιπόν σ΄αυτόν τον διάδρομο βλέπεις πρόσωπα φιλικά. Τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα, τον Χιώτη, την Μπέλλου, τον Τσαουσάκη. Περιμένουν λοιπόν αυτοί οι καταπληκτικοί άνθρωποι, πότε ο κύριος Παπαφώρος θα τους φωνάξει. Ο Παπαφώρος λοιπόν κάνοντας μια βόλτα για να καπνίσει ένα τσιγάρο, με μπανίζει σε κάποια άκρη, και με θυμάται γιατί μένουμε στην ίδια γειτονιά.
Προηγουμένως μιλούσα για την γειτονιά μου, την πλατεία Κυριακού, την πλατεία Βικτωρίας. Κάτω απ΄ αυτήν την πλατεία είναι η οδός Αριστοτέλους, για την οποία έχω γράψει το γνωστό τραγούδι, αλλά επειδή είμαι και λίγο λαθραίος τύπος έλεγα ότι έχω γράψει για την Θεσσαλονίκη.
Θα σας πω γιατί το έλεγα αυτό, γιατί τότε πολιορκούσα την γυναίκα μου, η οποία έμενε εδώ στην παραλία. Της έλεγα παραμύθι λοιπόν γατί στον έρωτα όλα τα παραμύθια πρέπει να τα λες και όλα καθαγιάζονται, και αυτό το λέω για τους νεότερους, για να λέτε όσα περισσότερα παραμύθια. Γιατί και οι άνδρες και οι γυναίκες θέλουμε να μασήσουμε, αλλιώς η ζωή δεν προχωράει.
Ο Παπαφώρος λοιπόν με βλέπει να στέκομαι εκεί στην άκρη, έχει μάθει το όνομα μου, και ενώ όλοι περιμένουν όπως είπα γύρω στα 180 άτομα. Ξέρετε πως ήταν αυτά τα γραφεία, έχετε πάει κάποιο πρωινό στα γραφεία του ΙΚΑ;; Βγαίνει λοιπόν αυτός και λέει Λευτέρης Παπαδόπουλος. Όλοι είναι έτοιμοι να τον πλακώσουν στο ξύλο, εγώ μόλις βλέπω όλον αυτόν τον κόσμο επιθετικό, ζαρώνω. Αυτός όμως κοιτούσε να κάνει την δουλειά του, να με εξυπηρετήσει, και επαναλαμβάνει Λευτέρης Παπαδόπουλος, σηκώθηκα να πάω να πληρωθώ και αρχίζει ένα σούσουρο.
Είμαστε από το πρωί εδώ, τι κατάσταση είναι αυτή, και ποιος είναι αυτός;; Τότε έρχεται μια γριά 64 ετών. Κανονικά τότε μια γυναίκα 64 ετών θα είχε πεθάνει, εν συγκρίσει με σήμερα που όλες οι γυναίκες είναι ωραίες και πάντοτε περιποιημένες.
Πετιέται η Ευτυχία μπροστά μου και μου λέει, στοπ!!! Παγώνουν όλοι. Μου λέει λοιπόν “είσαι ο τάδε” της λέω “ναι”. Έχεις γράψει την “Άπονη ζωή” και την “φτωχολογιά”;;; Εσύ θα μας στείλεις όλους στην σύνταξη. Εγώ τότε της λέω “σας ευχαριστώ”. Τότε αυτή μου λέει “πήγαινε να πληρωθείς, και εμάς άσε μας να βράζουμε στο ζουμί μας”. Όταν βγήκα από εκεί με κοιτούσαν όλοι παράξενα, και με ύφος θαυμασμού. Η γριά είχε καθορίσει, το κύρος της είχε επιβληθεί, και ποια και εγώ ήμουν ένας άνθρωπος με κύρος.
Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου όπως πολύ ωραία τα είπανε οι φίλοι μου εδώ οι ποιητές, την αγαπώ γιατί ήταν ένα πρόσωπο μεγάλου πάθους. Στην ζωή μου δεν αγάπησα διανοούμενους, δεν αγάπησα ανθρώπους πολιτικούς, ή αγάπησα διανοούμενους και πολιτικούς που είχαν πάθος, γιατί αυτό μας κρατάει στην ζωή, και μας ανεβάζει παραπέρα.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν ένα παθιασμένο άτομο και εξαιτίας του πάθους της έγινε τόσο μεγάλη. Γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνη της Μικράς Ασίας από γονείς πάμπλουτους. Είχε υπηρέτες, είχε δυνατότητες να σπουδάσει, ήταν πάρα πολύ όμορφη, και γούσταρε άνδρες παλικαράδες, νταήδες.
Αυτή λοιπόν αράζει συνέχεια στην κουζίνα του σπιτιού της, όπου εκεί είναι μια πόντια μαγείρισσα, η οποία της μαθαίνει να ρίχνει τα χαρτιά. Έχει παντρευτεί εν τω μεταξύ έναν πάμπλουτο κατά 20 χρόνια μεγαλύτερο της και κάνει μαζί του δύο παιδιά.
Το 1911 γίνεται μια σφαγή Ελλήνων από τους Τούρκους και ο άνδρας της φεύγει για να πάει στην Αθήνα. Μετά δε ακολουθεί η μεγάλη σφαγή το 1922,μ οπότε με χίλια βάσανα κατάφερε να πάρει τα δύο παιδιά και την μάνα της, και να προχωρήσει στο εσωτερικό της Τουρκίας. Οπότε τι κάνει;; Επειδή ξέρει γράμματα και είχε σπουδάσει δασκάλα και εδώ οι Τούρκοι νόμιζαν ότι το να μάθουν τα παιδιά τους Ελληνικά είναι σπουδαίο, αρχίζει να διδάσκει Ελληνικά, αλλά βγάζει ελάχιστα λεφτά.
Τα φράγκα τα βγάζει ρίχνοντας τα χαρτιά, τα οποία την ακολουθούν σε όλη την πορεία της ζωή της. Έρχεται λοιπόν στην Αθήνα, συναντάει τον άνδρα της και μετά την εγκατάσταση της στην Αθήνα πάει σε ένα καφενείο ηθοποιών το οποίο λεγόταν “Αργολίς” εκεί στην Αγίου Κωνσταντίνου. Προφανώς είχε βάλει στο μάτι κάποιον ηθοποιό, που τον γούσταρε, πάει μια, δυο, τρεις, του την πέφτει και επιστρέφοντας στο σπίτι της λέει στον άνδρα της, άντε γεια.
Τον εγκαταλείπει λοιπόν και γίνεται ηθοποιός, γιατί ερωτεύθηκε αυτόν τον τύπο. Θα μου πείτε τώρα εσείς όλοι, καλοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι, μα είναι δυνατόν να έχεις δύο παιδιά, και μόλις ανταμώσεις έναν τύπο που σου αρέσει, μπορείς εύκολα να εγκαταλείψεις την οικογένεια σου.
Η Ευτυχία δεν μπορούσε να κριθεί με τα συνήθη μέτρα. Εγκατέλειψε την οικογένεια της, κράτησε το ένα παιδί, και τον ακολούθησε σε περιοδείες. Έγινε ξαφνικά γιατί ερωτεύθηκε τον ηθοποιό, και τον ακολουθεί παντού και μέσω αυτού καταφέρνει να φτάσει σε ένα ανεκτό επίπεδο. Επειδή ήταν ωραία, εντυπωσιακή, με μπλε μάτια, εγώ την θυμάμαι αν και τα μάτια δεν αλλάζουν στις μεγάλες γυναίκες. Φτάνει να παίξει εξαιτίας του φίλου της, ο οποίος ήταν θεατρίνος ονόματι Αλεξίου, με την Κοτοπούλη. Κατάφερε να παίξει σε τραγωδία η Ευτυχία, πέντε χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή στο Παναθηναϊκό στάδιο. Πρόκειται για μια ιστορική παράσταση στην οποία παίζει ως κορυφαία του χορού, αλλά επειδή ήταν όπως είπαμε γυναίκα του πάθους, βαριέται την ηθοποιία και τον Αλεξίου και πάει για άλλες πολιτείες.
Η γυναίκα αυτή έκανε αυτά που έκανε ως ηθοποιός, και ξαφνικά ερωτεύεται ένα αστυφύλακα. Το μηνιάτικο του είναι πενιχρό και όμως πηγαίνει μαζί του. Περνούν τα χρόνια με τον αστυφύλακα, ζει ωραία, ερωτευμένη, αλλά αρχίζει και τον βαριέται. Δεν έχω πληροφορηθεί αν και γιατί τον εγκατέλειψε και αυτόν. Επίσης δεν πληροφορήθηκα αν του έκανε καμιά πράσινη. Πράσινη σημαίνει στο μπουζούκι το φάλτσο. Όταν λοιπόν παίζεις μπουζούκι και κάνεις ένα φάλτσο σου φωνάζει ο μαέστρος, και σου λέει, άκουσα μια πράσινη. Ξέρω ότι ο αστυφύλακας κάποια στιγμή πέθανε, αλλά προτού πεθάνει του είχε αλλάξει τα φώτα, γιατί είχε αρχίσει να παίζει χαρτά.
Το 1960 πέθανε η κόρη της, μια καλλονή, και αυτό την τρέλανε, αλλά και μέσα στο κύτταρο της είχε αυτή η γυναίκα την τρέλα, το πάθος. Όταν πέθανε ο άντρας της είχε δυό συντάξεις, μια σαν ηθοποιός, και μια σαν χήρα αστυφύλακα. Αλλά αυτά τα λεφτά δεν έφταναν, γι΄ αυτό άρχισε να γράφει τραγούδια.
Η Ευτυχία έγραφε ποιήματα και μάλιστα πολύ σοβαρά. Εκείνη την εποχή ο Τσιτσάνης είχε γκόμενα την Μαρίκα Νίνου, την οποία γνωρίζει η Ευτυχία και της λέει, ότι γράφω ποιήματα, και εκείνη της απαντά, γιατί δεν γράφεις τραγούδια με τον Τσιτσάνη. Έτσι λοιπόν αρχίζει και γράφει Τσιτσάνη. Το πρώτο τραγούδι είναι το “Βίρα την στράτα κι έρχομαι, μες την βροχή και βρέχομαι “, πολύ μεγάλο τραγούδι. Συνεργαζόμουν τότε με την εταιρεία δίσκων “Λύρα”.
Η Λύρα λοιπόν είχε έναν διευθυντή ιστορικό πρόσωπο που λεγόταν Αλέκος Πατσιφάς. Ήταν ένας τύπος με άσπρα μαλλιά, γεμάτα λεύκη. Πάω λοιπόν μια μέρα να τον δω και με πάει στο γραφείο του και μου δείχνει επτά ποιήματα του Ελύτη. Το κάθε ποίημα κρατάει μια ώρα. Μου λέει λοιπόν ο Πατσιφάς πάρε το μολύβι σου και άρχισε να κόβεις. Παίρνω το μολύβι και αρχίζω να κόβω και του αλλάζω τα φώτα, και έτσι βγήκε ένας δίσκος που την μουσική είχε κάνει ο Λίνος Κόκοτος.
Γράφει λοιπόν η Ευτυχία το πρώτο τραγούδι και ο Τσιτσάνης της λέει, πρέπει να μάθεις να γράφεις τραγούδια. Τα τραγούδια έχουν μια τεχνική, το κάθε τραγούδι έχει και τους δικούς του κανόνες. Κύριος κανόνας είναι ότι κρατάει τρία λεπτά, και σ΄ αυτά τα τρία λεπτά πρέπει να πει αυτό που θέλει να πει αυτός που το έγραψε. Ενώ ο ποιητής δεν δίνει σε κανέναν λογαριασμό. Επαναλαμβάνω στον εαυτό του δίνει λογαριασμό, δεν έχει απέναντι του κάποιον και του λέει αυτό και αυτό.
Ενώ αντιθέτως αυτός που γράφει ένα τραγούδι, έχει την πρόθεση να τραγουδηθεί στην παρέα, στην ταβέρνα, στην διαδήλωση, στο γκομενιλίκι. Είναι πολλή δύσκολη η ιστορία αυτή. Ο Τσιτσάνης το ήξερε αυτό το μαγικό πράγμα όσο κανένας άλλος. Της λέει λοιπόν της Ευτυχίας το τραγούδι είναι ένα μακρινάρι, θέλει κόψιμο, και θα επαναλαμβάνεις κάθε τόσο και “στρώσε μου να κοιμηθώ”. Την μαθαίνει λοιπόν να γράφει τραγούδια.
Επειδή τα τραγούδια της είναι καταπληκτικά ο Τσιτσάνης που είναι ο πιο περίεργος άνθρωπος που γνώρισα στην ζωή μου, την κρατάει φυλακισμένη, κλειδωμένη, της λέει δηλαδή δεν θα πεις τίποτα πουθενά. Γιατί μπορεί να σε πάρουν χαμπάρι, ότι γράφεις στίχους και να στους πάρουν. Οι συνθέτες οι περισσότεροι είναι απατεώνες.
Μόνο λίγα χρόνια πριν από μένα ο Βίρβος ο ονομαστός και σπουδαίος, και ο Κολοκοτρώνης ύστερα από πολλούς αγώνες καταφέρνουν και βάζουν το όνομα τους στους δίσκους, οπότε υπάρχει ένας δρόμος στρωμένος. Κατόπιν έρχεται ο Χατζιδάκις, ο οποίος επειδή συνεργάζεται με τον Γκάτσο που είναι ισότιμος του, και βέβαια και εγώ επιβάλλουμε με την παρουσία μας στο εξώφυλλο το όνομα μας. Το τραγούδι είναι μισό – μισό και στα δικαιώματα και στα πάντα. Αλλά οι συνθέτες εξακολουθούν και μέχρι σήμερα να κάνουν τις λαδιές τους.
Η Ευτυχία λοιπόν φτιάχνει μαγικά τραγούδια και ο Τσιτσάνης την κρύβει, αλλά τα σουξέ είναι τόσο μεγάλα που αρχίζουν όλοι να την διεκδικούν, να την μάθουν, να δουν ποια είναι αυτή. Κυκλοφορούν δε διάφορες φήμες για το άτομο της Ευτυχίας, αλλά η γριά χρειάζεται λεφτά, γιατί πρέπει να παίζει κάθε βράδυ χαρτιά.
Σηκώνεται τα πρωινά και πηγαίνει σε ένα μπαρ στην οδό Ίωνος, εκεί στην πλατεία Ομονοίας, και μπλέκεται με τους μπουζουξήδες και πουλάει συνεχώς. Παίζοντας χαρτιά μπλέκεται σε μια συμμορία όπου την έχουν βάλει στην μέση και της παίρνουν όλα τα λεφτά, και έτσι έχει φτάσει στο αμήν.
Εν τω μεταξύ περνάει ο καιρός, έχουν βγει νέα σαΐνια. Ο Καλδάρας είναι ο μόνος ο οποίος δεν της δίνε φράγκο, και της βάζει να υπογράφει για να παίρνει τα δικαιώματα.
Σιγά – σιγά εξανεμίζονται τα λεφτά της, και φτάνει σε ένα σημείο απίστευτης φτώχιας. Αυτή δε πάλι είναι συνέχεια στις λεγόμενες τραβηχτικές. Παίρνει συνέχεια δανεικά και αγύριστα. Φτάνει σε σημείο να μην έχει φράγκο.
Ευτυχώς έχει μια κόρη η οποία την παίρνει, και την φροντίζει μέχρι τα τελευταία της. Πεθαίνει σε ηλικία 79 ετών. Πάω εγώ στα τελευταία της να την δω στο νοσοκομείο, και εκεί βρίσκω την Βασιλική, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, και τον τραγουδιστή Κ. Καρουσάκη. Αυτή είναι μισοπεθαμένη, γυρίζει στον Κηλαηδόνη και του λέει, Λουκιανέ θέλω να μου τραγουδήσεις μαζί με τον Καρουσάκη την “Άμαξα μες την βροχή”. Της λένε λοιπόν το τραγούδι το οποίο δεν είναι δικό της, αλλά είναι ένα μαγικό τραγούδι, και τότε κλείνει τα μάτια της και πεθαίνει.
Αυτή είναι η ιστορία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που εγώ αγάπησα πάρα πολύ, και τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο της θέλησα να της γράψω ένα βιβλίο. Της το χρώσταγα, ήταν τάμα της ζωής μου. Γιατί αν δεν το έγραφα δεν θα το έγραφε κανείς. Οι άνθρωποι ξεχνούν πολύ εύκολα. Έγραψα λοιπόν φέτος το βιβλίο το οποίο πάει πολύ καλά.
Αυτά είχα να σας πω και σας ευχαριστώ όλους.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η παρουσίαση έγινε στον Ιανό.