H πομάκικη οικογένεια ήταν πατριαρχική, αλλά όχι ανδροκρατούμενη.
Η γυναίκα – μητέρα και η γυναίκα – σύζυγος ήταν ιερό πρόσωπο και στα παλιότερα χρόνια η προσβολή τους σήμαινε θάνατος δια ροπάλου στο πίσω μέρος του κεφαλιού και διάλυση αυτού όπως το κεφάλι του φιδιού [zmiyna glava] κι αν υπήρχε βιασμός επιβάλλονταν το μαρτύριο του ευνουχισμού, πομακικού τύπου, περίπου σαν αυτό που εφαρμόζουν για τον ευνουχισμό των αρσενικών ζώων, δηλαδή διάλυσης των όρχεων και του σπερματικού πόρου με ξύλινη ειδική σφύρα και έπειτα ακολουθούσε η θανάτωση όπως προαναφέραμε.
Η ίδια τιμωρία δεν επιβάλλονταν για την αδελφή ή την κόρη που ήταν σε ηλικία γάμου, διότι η οικογένεια θεωρούνταν συνυπεύθυνη, έπρεπε να προβλέψει και να λάβει τα ανάλογα μέτρα.
Επίσης, ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των Πομάκων και χτυπητή διαφορά με τους Τούρκους είναι ότι ανέκαθεν οι Πομάκοι ήσαν μονογαμικοί ακόμα κι όταν εξισλαμίστηκαν.
Η πολυγαμία ήταν σπάνια περίπτωση στους Πομάκους και μόνο για σοβαρούς θρησκευτικούς λόγους έχουν συμβεί πολυγαμικοί γάμοι.
Η γυναίκα δεν πωλούνταν, δεν αγοράζονταν και δεν δωρίζονταν όπως στους Έλληνες με την προίκα, στους Τούρκους με τα φάλαρα και το μπασλίκ, στους Εβραίους με το δράχωμα.
Οι Πομάκοι δεν πληρώνουν την γυναίκα προ και κατά την διάρκεια του γάμου. Μόνο εφόσον χωρίζουν πληρώνει ο άνδρας την αποζημίωση του νικιάχ και αυτό επιβλήθηκε μετά τον εξισλαμισμό των Πομάκων.
Η ομοφυλοφιλία, η πορνεία η κτηνοβασία, τα νόθα τέκνα και τα διαζύγια ήταν υποτιμητικά και σήμαινε οριστική αποβολή από την οικογένεια και την φυλή. Δεν έχει αναφερθεί λιθοβολισμός και μαστίγωμα Πομάκου για την αμαρτία της μοιχείας, παρόλο που ήταν ανέκαθεν πολύ θρήσκοι και πιστοί μουσουλμάνοι.
Η γυναίκα διάλεγε τον σύζυγο και ήταν απαραίτητη η συγκατάθεσή της. Ο άνδρας πρόσφερε την στέγη, τα ζώα και τα χωράφια και η γυναίκα την προίκα μέσα στο σπίτι.
Η πομάκικη παροιμία λέει ότι το θηλυκό πουλί κτίζει την φωλιά και η πομάκα γυναίκα ήταν η διαχειρίστρια [dumovnitsa] της οικογένειας, είχε απόλυτο έλεγχο στην τάξη, στην ευημερία και στη συντήρηση της οικογένειας κι αυτό της προσέδιδε κύρος και υπόληψη στην κοινωνία. Μετά τον θάνατο ενός συζύγου, ο άλλος κληρονομούσε το σύνολο της περιουσίας, εφόσον είχε παιδιά και το μισό αν δεν είχε παιδιά, το δε υπόλοιπο μισό το κληρονομούσαν μόνο οι γονείς του θανόντος συζύγου εφόσον ζούσαν, προκειμένου να έχουν πόρους για να ζήσουν.
Ο υιός και η νύφη είχαν την υποχρέωση να γηροκομούν τους γονείς εκατέρωθεν. Τα αδέλφια και υπόλοιποι συγγενείς δεν κληρονομούσαν τον αδελφό ή την αδελφή.
Αυτό το κληρονομικό δίκαιο ίσχυε μόνο στους Πομάκους και ήταν αντίθετο στο ισλαμικό δίκαιο των Τούρκων και του αστικού δικαίου των άλλων λαών της περιοχής των Βαλκανίων.
Η Ελλάδα τηρεί ακόμα αυτό το δίκαιο, που είναι προσαρμοσμένο με το ισλαμικό σερία και οι μουφτείες λειτουργούν με αυτό.
Τώρα που αυξήθηκε ο αριθμός των μουσουλμάνων δικηγόρων στην Θράκη, θέλουν να καταργηθεί η Οθωμανική γραφή και η σερία από τις Μουφτείες, με προτροπή του προξενείου Κομοτηνής και να είμαστε εντελώς όμοιοι με τους Τουρκαλάδες.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει να χαθεί ο θεσμός αυτός που ισχύει από το έτος 1913, που έχει ρίζες παλιές όσο και οι Πομάκοι και είναι μία χτυπητή διαφορά με τους κεμαλιστές της Τουρκίας.
Η οικογένεια ανήκε αποκλειστικά στον άνδρα πατέρα, σύζυγος και τέκνα, αγόρια και κορίτσια ακόμα και οι νύφες, έφερναν το όνομα του πατέρα συζύγου. Η σύζυγος του Αχμέτ γινόταν [Ahmetka, Ahmetova], του Χασάν [Hasanka, Hasanova] και του Ραμαδάν [Ramadanka, Ramadanova].
Οι γονείς τον δύο νεόνυμφων συζύγων γινόταν παππούς και γιαγιά [baba, datku ή dedu] και έτσι αποκαλούνταν και προσφωνούνταν.
Ο μεγάλος αδελφός [batü] και η μεγάλη αδελφή [bula]. Αυτός ο τρόπος προσφώνησης δεν υπάρχει σε καμία άλλη φυλή της περιοχής. Άμα υπάρχει τότε και αυτοί είναι Πομάκοι.