Το συγκεκριμένο έργο θα εστιάσει στις ποικιλίες που έχουν προσαρμοστεί σε ορεινά και ημιορεινά περιβάλλοντα της Βόρειας Ελλάδας και σε διάφορα είδη όπως –ενδεικτικά- αχλαδιές, κερασιές,
βυσσινιές, δαμασκηνιές, μηλιές, καθώς και στην Καστανιά, την Κυδωνιά, την Καρυδιά, τη ΣυκιάΌσο αφορά τα αυτοφυή φυτά της Ελληνικής χλωρίδας, το έργο θα εστιάσει σε αυτοφυή είδη καρποφόρων θάμνων και μικρών δέντρων που απαντώνται κυρίως σε δασικά και λιβαδικά οικοσυστήματα, όπως είναι το Σμέουρο, το
Μύρτιλο, οι Αγριοτριανταφυλλιές, η Κουφοξυλιά και η Κρανιά. Παρά την εγνωσμένη διατροφική και εμπορική αξία τους, πολύ μικρό μέρος της σχετικής έρευνας έχει κατευθυνθεί προς το παρόν στα αυτοφυή καρποφόρα είδη.
Στην πρώτη φάση του έργου, θα διερευνηθούν θέσεις εγκαταλελειμμένων (ή ημι-εγκαταλελειμμένων) οπωρώνων, οικισμών, αγρών, λιβαδιών και άλλων παρόμοιων θέσεων σε σημαντικές οικολογικά ορεινές περιοχές της Β.
Ελλάδας (Οροσειρά Ροδόπης, Ορεινό Τόξο Αλμωπίας, Πιέρια Όρη, Βίτσι – Πρέσπες, Γράμος, Β. Πίνδος, Τζουμέρκα, Θεσπρωτικά Όρη) με στόχους τον εντοπισμό και την καταγραφή των παραπάνω ειδών. Στη συνέχεια, θα
πραγματοποιηθεί καλλιέργεια, γενετική ταυτοποίηση και αξιολόγηση των επιλεγμένων ειδών και ποικιλιών. Οι ποικιλίες και τα είδη για τα οποία θα εκτιμηθεί ότι έχουν δυνάμει εμπορική αξία, θα αναπαραχθούν
από τα συνεργαζόμενα φυτώρια σε συνεργασία με τα ερευνητικά ιδρύματα, τα οποία είναι εξειδικευμένα στα οπωροφόρα δέντρα, τις παραδοσιακές ποικιλίες και τα αυτοφυή φυτά. Όλα τα
αποτελέσματα, μαζί με τους καλλιεργητικούς οδηγούς που θα εκδοθούν, θα είναι διαθέσιμα στο κοινό μέσω ειδικής ανοιχτής εφαρμογής και των άλλων δράσεων δημοσιότητας του έργου.