στεγάζει τα γραφεία του εκάστοτε πρωθυπουργού της Ελλάδος .Bρίσκεται στο κέντρο της πρωτεύουσας, της Αθήνας, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, δίπλα ακριβώς στο Προεδρικό Μέγαρο και απέναντι από τον Εθνικό Κήπο. Τα παλαιότερα στοιχεία που γνωρίζουμε για το οικόπεδο όπου βρίσκεται σήμερα κτισμένο το Μέγαρο Μαξίμου χρονολογούνται στα μέσα του 190υ αιώνα, λίγα χρόνια μετά την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Τα συμβόλαια του 1856 φέρουν ως ιδιοκτήτες του οικοπέδου τους αδελφούς Άγγελο και Αργύρη Καραγιάννη. Δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο γι’ αυτούς. Οπωσδήποτε πάντως η περιοχή αρκετά έξω από το παλαιό κέντρο της πόλης, την Πλάκα, ήταν ακόμη χωράφια και λαχανόκηποι.
Η επιλογή της θέσης για την ανέγερση των Ανακτόρων (1836-1843) πάνω σε σχέδιο του Friedrich von Gartner, όπου σήμερα στεγάζεται το Κοινοβούλιο, δεν φαίνεται να επηρέασε σημαντικά την αξία της γης στην περιοχή.
Σε χάρτη του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού του 1854 ολόκληρη η έκταση μεταξύ των Παλαιών Ανακτόρων και του Μεγάρου της Δούκισσας της Πλακεντίας Ιλίσια είναι ακατοίκητη. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι όταν το 1855 συστήνεται το «Εν Αθήναις Ορφανοτροφείον Κορασίων Αμαλίειον» υπό την προστασία της Βασίλισσας Αμαλίας, το οικόπεδο που του παραχωρείται βρίσκεται πίσω ακριβώς από το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο (αρχικά Ανάκτορα Διαδόχου και μετά το 1909 επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας).
Η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει τις τελευταίες δεκαετίες του 190υ αιώνα, όταν τα επί της λεωφόρου Κηφισίας (η σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας) οικόπεδα απελευθερώνονται από το Δημόσιο. Ακολουθούν οι πρώτες πωλήσεις σε ιδιώτες.
Το ένα μετά το άλλο μια σειρά πλούσια αστικά μέγαρα ξεπροβάλλουν στην αριστερή προς την άνοδο πλευρά της. Το 1891, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, στον χώρο που μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ως βασιλικός λαχανόκηπος, αρχίζουν να κτίζονται τα Ανάκτορα του Διαδόχου, για να στεγάσουν την οικογένεια του πρωτότοκου γιου του Βασιλιά Γεωργίου του Α’, Κωνσταντίνου, και της γυναίκας του πριγκίπισσας Σοφίας Χοεντζόλλερν, θυγατέρας του Κάιζερ Φρειδερίκου της Γερμανίας.
Τον σχεδιασμό του αναλαμβάνει ο Ερνέστος Τσίλλερ. Η περιοχή γίνεται τώρα η πιο αριστοκρατική γειτονιά της πρωτεύουσας. Όταν ο εφοπλιστής Αλέξανδρος Mιxαλnνός αγοράζει, το 1912, το οικόπεδο στη γωνία των οδών Ηρώδου του Αττικού και Διοχάρους (η σημερινή Γεωργίου του Β’) το Ανάκτορο του Διαδόχου είναι πλέον το Βασιλικό Ανάκτορο. Αμέσως μετά αρχίζει ανοικοδόμηση του μεγάρου, για να χρησιμεύσει ως κατοικία του ιδιοκτήτη του. Λίγα χρόνια αργότερα, η χήρα του Ειρήνη, το γένος Μανούση, παντρεύεται τον Δημήτριο Ε. Μάξιμο και το 1916 πωλεί το οικόπεδο της οδού Ηρώδου του Αττικού με την ημιτελή οικοδομή στον Λεωνίδα Ανδρ. Εμπειρίκο.
Πέντε χρόνια αργότερα η Ειρήνη Μαξίμου αγοράζει και πάλι από τον Λ. Εμπειρίκο το οικόπεδο. Η οικοδομή εξακολουθεί να παραμένει ημιτελής, ενώ μέσα στο οικόπεδο βρίσκονται διάφορα οικοδομήσιμα υλικά.
Το ζεύγος Μαξίμου ολοκληρώνει το κτίριο και εγκαθίσταται σ’ αυτό. Ο Δ.Μάξιμος (1873-1956) γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες στην Αθήνα και το Παρίσι. Πολύ νέος, το 1891, επιλέγει την τραπεζική σταδιοδρομία.
Το 1903 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Πατρών, απ’ όπου μετατίθεται στην πρωτεύουσα για να αναλάβει Διευθυντής του Κεντρικού Καταστήματος Αθηνών.
Το 1914 γίνεται Υποδιοικητής της Τράπεζας, ενώ στο διάστημα 1921-22 προβιβάζεται σε Διοικητή. Παραιτείται το 1922 και φεύγει με τη γυναίκα του στη Φλωρεντία για να επιστρέψει το 1927 και να αναλάβει οικονομικός σύμβουλος του κόμματος των«Λαϊκών» του Παναγή Τσαλδάρη.
Το 1933 εκλέγεται βουλευτής του ιδίου κόμματος και αμέσως μετά αριστίνδην γερουσιαστής και Υπουργός Εξωτερικών ως τον Ιούλιο του 1935. Επί υπουργίας Μαξίμου υπεγράφη το Σύμφωνο της Διαβαλκανικής Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας.
Στο προσωπικό του γραφείο, στο σπίτι του επί της οδού Ηρώδου του Αττικού, πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις μελών του υπουργικού συμβουλίου και ελήφθησαν σοβαρές αποφάσεις για την πολιτική ιστορία της χώρας μας.
Τον Ιανουάριο του 1947 ο διαπρεπής οικονομολόγος αναλαμβάνει ως εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός κυβέρνησης ευρέως συνασπισμού ως το τέλος Αυγούστου του ιδίου χρόνου. Στη συνέχεια αποσύρθηκε από την πολιτική και έζησε ως απλός ιδιώτης.
Το 1952 το Ελληνικό Δημόσιο έρχεται σε συνεννόηση με τον Δ. Μάξιμο προκειμένου να αγοράσει την κατοικία του. Για την εκτίμηση του ακινήτου συστήνεται επιτροπή από τους καθηγητές του Ε.Μ.Π. Κ. Κιτσίκη και Ε. Ρουσσόπουλο και τον οικονομικό έφορο Π. Σταυρόπουλο. Η επιτροπή εκτιμά την αξία του ακινήτου σε 11 δισεκατομμύρια δρχ.
Στη συνέχεια ο Υπουργός των Οικονομικών Χ. Ευελπίδης επισκέφθηκε τον Δ. Μάξιμο ο οποίος του δήλωσε ότι δέχεται να πωλήσει την κατοικία του στο Δημόσιο αντί του ποσού των πέντε δισεκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων δρχ., δηλαδή στο μισό περίπου της εκτίμησης της επιτροπής.
Επιπλέον δε προσφέρει στο Κράτος όλη την επίπλωση της κατοικίας του, καθώς και τους πίνακες που βρίσκονται σ’ αυτήν, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως «Κυβερνητικόν Μέγαρον» και για τη φιλοξενία ξένων υψηλών προσώπων. Η αγοραπωλησία ολοκληρώνεται.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, σε ευχαριστήρια επιστολή του προς τον Δ. Μάξιμο για τη γενναιόδωρη προσφορά του, δηλώνει ότι το κτίριο θα διατηρήσει το όνομά του, ως «Οικία Μαξίμου».
Το 1956 ο Δ. Μάξιμος πεθαίνει.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το κτίριο παραμένει κενό και υφίσταται πολλές φθορές. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974) κινδύνευσε να κατεδαφιστεί. Την περίοδο αυτή καταστράφηκαν τα μωσαϊκά δάπεδά του. Τελικά όμως επικράτησε η άποψη να διατηρηθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί.
Το 1982 η εποπτεία του Μεγάρου Μαξίμου περιέρχεται στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως για να χρησιμοποιηθεί είτε για την κάλυψη των αναγκών του, είτε ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού, χρήση την οποία διατηρεί ως σήμερα. Υπάρχουν αμφισβητήσεις ως προς τον αρχιτέκτονα που σχεδίασε το κτίριο.
Ο γνωστός ιστορικός της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ο αιώνα», αναφέρει ως αρχιτέκτονα του μεγάρου τον Αναστάσιο Χέλμη. Την πληροφορία επαναλαμβάνει και ο ακαδημαϊκός καθηγητής Σόλων Κυδωνιάτης, στο βιβλίο του «Αθήναι, Παρελθόν και Μέλλον».
Εντούτοις, στις «Αναμνήσεις» του, ο Δ.Α. Καμπάνης, προγονός του γνωστού ευπατρίδη αρχιτέκτονα και «Αρχιτέκτονα των Ανακτόρων» Αναστασίου Μεταξά, το αποδίδει στον πατριό του. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχουν βρεθεί αποδεικτικά τεκμήρια που να μας βοηθούν να ταξινομήσουμε με βεβαιότητα το κτίριο στην εργογραφία του ενός ή του άλλου αρχιτέκτονα.
Πολύ περισσότερο που για τον μεν Αναστάσιο Χέλμη τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι ελάχιστα, για δε τον Αναστάσιο Μεταξά, αν και γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή και το έργο του, εντούτοις δεν έχει ακόμη επισημανθεί το αρχιτεκτονικό του αρχείο. Είναι πάντως πολύ πιθανόν να έχουν ασχοληθεί και οι δύο με το κτίριο, ο ένας στην πρώτη φάση της κατασκευής του στις αρχές της δεκαετίας του 1910 κι ο άλλος κατά την αποπεράτωσή του τη δεκαετία του ’20.
Το Μέγαρο Μαξίμου είναι δείγμα του αθηναϊκού νεοκλασικισμού έτσι όπως αυτός εμφανίζεται στην όψιμη περίοδό του, με εμφανή την επίδραση των νέων αρχιτεκτονικών ρευμάτων της Δύσης.
Η όλη σύνθεση είναι λιτή και αποπνέει ένα ήρεμο κλασικό ύφος. Η αυστηρή συμμετρία χαρακτηρίζει την κύρια όψη του, με το μαρμάρινο ιωνικό πρόπυλο με τις κλασικές αναλογίες, τη φατνωματική οροφή και το επιβλητικό κλιμακοστάσιο που εξαίρει τον άξονα της εισόδου.
Τα χωρίς πλαίσιο ανοίγματα ανάμεσα στις ελαφρές, τύπου παραστάδας, προεξοχές της τοιχοποιίας τονίζουν το αίσθημα του κατακόρυφου, ενώ οριζόντιοι παράλληλοι αρμοί διατρέχουν τις όψεις. Πάνω από το γείσο, ένα απλό χαμηλό στηθαίο με μπαλούστρα στέφει το οικοδόμημα.
Εσωτερικά το κτίριο ακολουθεί την τυπική διάταξη των αστικών μεγάρων (hotel particulier).
Οι εσωτερικές διακοσμήσεις των χώρων υποδοχής και του πρωθυπουργικού γραφείου είναι μεταγενέστερες και ανήκουν στη φάση αποκατάστασης του 1972, το ίδιο και η σημερινή επίπλωση του μεγάρου. Κάποιες ακόμη μικρότερες εργασίες ανακαίνισης και μετατροπές πραγματοποιήθηκαν από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου το 1998.
Οι πίνακες που κοσμούν το γραφείο του πρωθυπουργού και τους υπόλοιπους χώρους υποδοχής ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη, και επελέγησαν έτσι ώστε να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της νεοελληνικής ζωγραφικής του 19ου και του 20ου αιώνα.
Οι μόνοι χώροι που διατηρούν την αρχική τους μορφή είναι η είσοδος με το κεντρικό χολ.