Αυτό που ονομάζομαι σήμερα λαϊκό τραγούδι, ήταν το τραγούδι των αστικών πόλεων, διότι ποιος θα μπορούσε να πει ότι το δημοτικό δεν είναι και λαϊκό τραγούδι της υπαίθρου.
Aπό την μια μεριά έχουμε το λαϊκό τραγούδι των πόλεων, και από την άλλη της υπαίθρου. O διαχωρισμός είναι απαραιτήτως, διότι το δημοτικό τραγούδι διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, από πλευράς ακουσμάτων και οργάνων.
Ενώ το λαϊκό τραγούδι που αρχίζει να διαμορφώνεται είναι ομοιόμορφο. Θα πρέπει όμως να γίνει διαχωρισμός μεταξύ του λαϊκού και του λογίου τραγουδιού, διότι ο Β. Τσιτσάνης και ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι συνθέτουν και δημιουργούν με τον ίδιο τρόπο. Χωρίς να αποκλείσουμε ότι το ένα διεισδύει στο άλλο.
Λαϊκό λοιπόν τραγούδι είναι αυτό που παράγεται από αυτοδίδακτους εκτελεστές, και απευθύνεται στις λαϊκές μάζες. Όταν εμφανίζεται η αστική και λαϊκή τάξη, τότε διαμορφώνεται και το λαϊκό τραγούδι.
Λαϊκό τραγούδι είχαμε στα χρόνια του Βυζαντίου, αλλά και κατά την Τουρκοκρατία, και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, που το τραγούδι των πόλεων είναι ομογενές, και γίνονται οι κυψέλες του λαϊκού τραγουδιού. Ο νέος τρόπος ζωής, δημιουργεί νέα θεματολογία στο στίχο, και στο συναίσθημα της μουσικής.
Η έλλειψη ανοιχτών χώρων ,και ο συνωστισμός σε μικρές ταβέρνες, αναδεικνύει κορυφαία μουσικά όργανα, όπως σάζι, βιολί, σαντούρι, κανονάκι, ούτι. Επί ενάμιση λοιπόν αιώνα το λαϊκό τραγούδι, ζει και αναπτύσσεται.
Με τη ολοκλήρωση του Ελληνικού κράτους κα μετέπειτα με την Μικρασιατική καταστροφή το 1922, οι Μικρασιάτες μαζί με τον πολιτισμό φέρνουν και το Σμυρναϊκό τραγούδι που επικρατεί στην πρωτεύουσα , τον Πειραιά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Με την εγκατάσταση των προσφύγων στις συνοικίες του Πειραιά, της Αθήνας, και της Θεσσαλονίκης, οι μουσικοί με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες κάνουν μια νέα αρχή. Στην αρχή το μπουζούκι και ο ρεμπέτης (μάγκας) έμειναν στο περιθώριο, αλλά στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, δημιουργούνται δύο νέες κοινωνικές τάξεις, οι αστοί και οι εργάτες, οι οποίες ισχυροποιούνται.
Μοιραία τα μουσικά όργανα της προσφυγιάς αρχίζουν να μην έχουν απήχηση, και ο κόσμος αναζητεί νέο εκφραστή στην μουσική, δηλαδή ήλθε η ώρα του μπουζουκιού, το οποίο αποκτά μεγάλη απήχηση στον λαό.
Στην δεκαετία του ΄ 30 ο Μάρκος Βαμβακάρης κάνει την πρώτη ορχήστρα με μπουζούκια. Εν τω μεταξύ το ρεμπέτικο τραγούδι μεταλλάσσεται και από τραγούδι του περιθωρίου, γίνεται λαϊκό τραγούδι. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄ 30 εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης ο οποίος χαράσσει μια νέα φάση στην λαϊκή μουσική.
Βασικός συνεργάτης του Τσιτσάνη υπήρξε ο σολίστας και ιδρυτής του οκτάχορδου μπουζουκιού ο Μανώλης Χιώτης. Η προσθήκη δηλαδή άλλων δύο χορδών στο μπουζούκι διεύρυνε την δημιουργία, και συνέβαλε καθοριστικά στην καινούργια φυσιογνωμία του λαϊκού τραγουδιού.
Με τον πόλεμο και την κατοχή περνούμε από τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη, στον Ζαμπέτα, τον Μητσάκη, τον Καλδάρα , τον Δερβενιώτη, Χιώτη. Στις αρχές τις δεκαετίας του ΄50 ο Γιάννης Παπαϊωάννου έβαλε ένα αμούστακο παιδί να τραγουδήσει, χωρίς καν να φανταστεί ότι θα γενιόταν το πιο λαμπρό αστέρι της λαϊκής μουσικής, αυτό το παιδί ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο οποίος γρήγορα δημιούργησε την δική του σχολή.
Οι κορυφαίοι δημιουργοί ο ένας μετά τον άλλον θα γράψουν γι΄ αυτόν τα καλύτερα τραγούδια τους. Όλες οι μεγάλες Ελληνίδες τραγουδίστριες θα ανέβουν στο πάλκο πλάι του, μόνο για να του κάνουν δεύτερη φωνή.
Αλλά βέβαια δεν ήταν μόνο ο Στέλιος Καζαντζίδης, αναδείχθηκαν και άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές όπως ο Γρήγορης Μπιθικώτσης, Πάνος Γαβαλάς, Π. Αναγνωστάκης, Μ. Παπαδάκης, Μ. Μενιδιάτης, Β. Περπινιάδης, Μανώλης Αγγελόπουλος, Στράτος Διονυσίου, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Μαρινέλλα, Γιώτα Λύδια, Μαίρη Λίντα, Δούκισσα, Χ. Λαμπράκη, είναι μερικοί από αυτούς που προφέρουν με δέος οι νέοι καλλιτέχνες.
Γι΄ αυτούς τους τραγουδιστές γράφουν συνθέτες όπως: Ο Β. Τσιτσάνης, Γιώργος Ζαμπέτας, Γ. Μητσάκης, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, και οι στιχουργοί Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Χ. Βασιλειάδης, Κ. Βίρβος, Πυθαγόρας.
Παράλληλα αναζητούν ανάμεσα στους λαϊκούς τραγουδιστές, τους ιδανικούς ερμηνευτές των τραγουδιών τους οι μεγάλοι συνθέτες Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζιδάκις. Και δεν είναι μόνο οι τραγουδιστές, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε την μουσική για την ταινία “Στέλλα”, είχε ως ενορχηστρωτή τον Β. Τσιτσάνη, και στο “Ποτέ την Κυριακή” τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ο Μίκης Θεοδωράκης στην “Πολιτεία” και τον “Επιτάφιο” είχε ως ενορχηστρωτή τον Μανώλη Χιώτη.
Οι μεγάλοι αυτοί συνθέτες πρώτα πρόβαλλαν τις ενορχηστρώσεις, και μετά τους καλλιτέχνες Σ. Καζαντζίδη, Μ. Λίντα, Μαρινέλλα, Γ. Μπιθικώτση. Παράλληλα οι συνθέτες αυτοί εισάγουν και τους ποιητάς μας στο λαϊκό τραγούδι, δηλαδή μελοποίησαν ποιήματα τους, όπως του Σεφέρη, Ελύτη, Λειβαδίτη, Χριστοδούλου, συνεργάστηκαν με τον Γ. Ζαμπέτα και τον Ν. Γκάτσο.
Η εικοσαετία ΄55 – ΄75 του λαϊκού τραγουδιού αποτέλεσε την κορύφωση μιας πορείας από το ρεμπέτικο στο λαϊκό. Η φτώχεια και η απαξίωση της εργατικής τάξης, και όσοι δεν μπόρεσαν να φύγουν για τα μεταναστευτικά κέντρα, επιχειρούν μια άλλη απόδραση από την καθημερινότητα.
Ο Απόστολος Καλδάρας γράφει καταπληκτικά τραγούδια, καθώς και η στιχουργοί Κώστα Βίρβος και Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ταυτόχρονα μια άλλη ενότητα του λαϊκού τραγουδιού επικρατεί την εποχή αυτή, το λεγόμενο μεταναστευτικό, με εμπνευστές τον Μ. Μπακάλη και τον Κ. Βίρβο, και ερμηνευτή τον Σ. Καζαντζίδη, ο οποίος εξέφραζε ιδανικά το λαϊκό τραγούδι.
Τα τραγούδια αυτά ύμνησαν κατά κόρον την φτώχεια, την μάνα, την οικογένεια, την μπέσα, την εντιμότητα. Αυτός όμως που εξύψωσε το λαϊκό τραγούδι ήταν ο Β. Τσιτσάνης, ο οποίος απέβαλε την μάγκικη κουλτούρα από το ρεμπέτικο.
Ο Σ. Καζαντζίδης έρχεται να υπηρετήσει το λαϊκό τραγούδι, έχοντας βιώσει όλη την κουλτούρα του. Με την αποχώρηση του Β. Τσιτσάνη και του Σ. Καζαντζίδη, από το προσκήνιο, ολοκληρώνεται η ένδοξη εποχή του λαϊκού τραγουδιού.
Ήδη από το 1967 μια νέα λογοκρισία περιπλέκει τα πράγματα. Οι στιχουργοί για να αποφύγουν αυτόν τον σκόπελο, στρέφονται προς το ερωτικό τραγούδι. Είναι χαρακτηριστικό πως ο τελευταίος δίσκος το 1975 του Σ. Καζαντζίδη “Υπάρχω” αποτελείται από ερωτικό τραγούδια.
Παράλληλα νέοι δημιουργοί εμφανίζονται στο προσκήνιο Άκης Πάνου – Χρήστος Νικολόπουλος, καθώς ο Σταύρος Ξαρχάκος και Μίμης Πλέσσας διεισδύουν στο λαϊκό τραγούδι, με την καθιέρωση του βυνιλίου και τους δίσκους των 33 στροφών, και η δισκογραφία γίνεται πια βιομηχανία ενώ υπήρχαν παλαιότερα οι δίσκοι των 45 στροφών.
Η εποχή της χούντας ανέδειξε φωνάρες όπως άλλωστε τις αποκαλούσε ο Γ. Ζαμπέτας, ο οποίος μαζί με τον Καλδάρα και τον Δερβενιώτη, ήταν οι μαέστροι στυλοβάτες. Η δισκογραφία περνά στα χέρια των παραγωγών και γίνεται μουσικό προϊόν.
Η μεταπολίτευση θα φέρει νέες κοινωνικές ανακατατάξεις, η νεολαία στρέφεται πλέον προς το πολιτικό τραγούδι. Η κοινωνία ευρύτερα θέλει να γλεντήσει, ο κόσμος αλλάζει και το τραγούδι γίνεται ο λαϊκός εκφραστής. Η έξοδο από την χούντας, σηματοδοτεί μια έκρηξη της λαϊκής δημιουργίας.
Από την μια επικρατεί η τάση προς το ερωτικό ή ελαφρολαϊκό, που εκφραστές του είναι ο Τ. Βοσκόπουλος και ο Γ. Πάριος, και από την άλλη το κλασσικό λαϊκό του παρελθόντος το οποίο συνεχίζει την πορεία του, με τους Σ. Διονυσίου, Μ. Αγγελόπουλο. Παράλληλα επικρατεί και μια άλλη τάση πιο έντεχνη, με δημιουργούς τον Α. Πάνου, Σ. Ξαρχάκο, Μ. Πλέσσα, Σ. Κουγιουμτζή, του οποίου τα περισσότερα έργα του τραγούδησε ο Γ. Νταλάρας.
Ο Άκης Πάνου είναι ο μόνος που έχει καθαρή επαφή με το λαϊκό.
Με την αποχώρηση των κολοσσών δημιουργών του λαϊκού τραγουδιού, παρασύραν και τους ερμηνευτές τους. Το κενό καλύπτουν οι: Χ. Νικολόπουλος, Τ. Μουσαφίρης, Τ. Σούκας, Α. Χρυσοβέργης, Τ. Παπαβασιλείου.
Η μουσική βιομηχανία επιχειρεί να ελέγχει πλήρως την παραγωγή, και τα καραφέρνει όταν το λαϊκό τραγούδι βρίσκεται στην κορύφωση του.
Στα τέλη της δεκαετίας το ΄60 οι καλλιτέχνες προσπαθούν να δημιουργήσουν μια δική τους εταιρεία παραγωγής δίσκων, δυστυχώς όμως αποτυγχάνουν. Έτσι με την αποχώρηση των μεγάλων αστέρων του λαϊκού τραγουδιού, η μουσική παραγωγή περνά στα χέρια των βιομηχάνων.
Οι καλλιτέχνες παρακολουθούν το λαϊκό τραγούδι να αλλοιώνεται, από ανθρώπους άσχετους με το αντικείμενο. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 το κριτήριο για να είναι ένα τραγούδι καλό, είναι η εμπορικότητα. Την εποχή εκείνη υπήρχε η μαζική δισκογραφία, και ο δημιουργός αποχωρεί τελείως προς όφελος του ερμηνευτή.
Η επιρροή της χώρας μας από ξένα πρότυπα, άλλαξε και τα πολιτιστικά μας δεδομένα. Η Ελλάδα σιγά – σιγά χάνει το πολιτικό της στίγμα, και εντάσσεται και αυτή στην παγκοσμιοποίηση. Με λίγα λόγια έχουμε Αμερικανοποιηθεί.
Υπάρχουν όμως και αντιστάσεις στο χώρο του τραγουδιού, όπως του Σ. Καζαντζίδη που κάνει δεύτερη καριέρα, του Μ. Ρασούλη, Δ.Σαββόπουλου, του Γ Νταλάρα. Τώρα γίνεται η διάκριση του τραγουδιού σε έντεχνο και εμπορικό.
Στη λαϊκή μουσική μετά το 1975 γίνονται κοσμοϊστορικές αλλάγές. Ο Σ. Καζαντζίδης αποχωρεί από τις πίστες, και ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει τον τελευταίο του δίσκο το 1977. Αλλά και οι μεγάλοι μαέστροι όπως ο Γ. Ζαμπέτας, Καλδάρας, αντικαθίστανται από ανθρώπους που δεν έχουν πολύ σχέση με την μουσική, αλλά και το ένστικτο τον μεγάλων δημιουργών.
Το τραγούδι επηρεασμένο από το Νέο Κύμα, όπου κυριαρχούσαν οι μπουάτ, με ερμηνευτές τους Γ. Αργύρη, Λ. Παππά, Γ. Ζωγράφο, Μ. Βιολάρη, Κ. Χωματά, Π. Αστεριάδη, Ρ. Κουμιώτη, και το ρεύμα του έντεχνου, θα ανθίσει, και θα αναδείξει αστέρια όπως: Ο Γ. Πουλόπουλος, Γ. Νταλάρας, Χ. Αλεξίου, ο αδικοχαμένος Ν. Ξυλούρης, ο Μ. Μητσιάς, Δ. Γαλάνη, Ε. Βιτάλη, Γλυκερία.
Την τάση για το ξεφάντωμα θα δώσει το λεγόμενο ελαφρολαϊκό με τους, Τόλη Βοσκόπουλο, Μαρινέλλα (σε μια δεύτερη σόλο καριέρα), Γ. Πάριο, που θα γίνει το σύμβουλο του ερωτικού καλλιτέχνη. Το λαϊκό τραγούδι θα συνεχίσουν να εκφράζουν η Ρ. Σακελλαρίου, Δούκισσα, Δ. Μητροπάνος, Σ. Διονυσίου, Μ. Αγγελόπουλος. Μ. Μενιδιάτης, Β. Μοσχολιού.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 οι μεγάλοι δημιουργοί και ερμηνευτές θα αποχωρήσουν, εκτός εξαιρέσεων, χωρίς να αφήσουν πίσω τους ανθρώπους με ανάλογο εκτόπισμα.
Ουσιαστικά η εποχή του 75 καθρέπτισε απόλυτα το λαϊκό μας τραγούδι.
Γλυκερία