Και ξαφνικά το Ελληνικό Γλέντι – κέφι έγινε παγκόσμια μόδα και μετά δόθηκε στα πέρατα της γης !!!!
Ήταν τότε που ο Ζαμπέτας χτύπησε στα τέλια του την μουσική του Χατζιδάκι σε εκείνο το τρελό πάρτι των Καννών και άρχισε να προβάλλεται σ΄ ολόκληρο τον κόσμο το “Ποτέ την Κυριακή”, οι θεατές στις σκοτεινές αίθουσες παλάβωσαν. Και με μιας τα “Παιδιά του Πειραιά”, γίναμε παγκόσμιο σουξέ στις ορχήστρες και στους Ραδιοσταθμούς.
Αλλά και ο “Ζορμπάς” ταρακούνησε ολόκληρη ανθρωπότητα με κείνο το ξέφρενο χασαποσέρβικο στο φινάλε με τον Άντονι Κουήν. Ένας ναυτικός μου έλεγε ότι σ΄ όποιο λιμάνι κι αν έβγαινε τότε, άκουγε την μουσική των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Ιδιαίτερη επίδραση η Ελληνική μουσική είχε στις ηλικίες των “άντα” και “ήντα”.
Οι Ωνάσης και Νιάρχος ακούγοντας όλο τον κόσμο να ψιθυρίζει τα “Παιδιά του Πειραιά” και να μαθαίνει συρτάκι, θυμηθήκανε μέσα στον πλούτο τους και την διεθνή ζωή τους, την καταγωγή τους…Και με την “Κρεολή” και την “Χριστίνα” ήρθανε κι αγοράσανε την Σπετσοπούλα και τον Σκορπιό….Κα βάλανε πλώρη για ναυπηγεία, αεροπορικές εταιρείες και άλλες μπίζνες επί πατρίου εδάφους…
Η χρυσή εποχή του Ελληνικού τουρισμού άρχισε με μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, με τον ναύτη του Αιγαίου να ξεμυαλίζει την Ζαν Μορό (που είχε μοιραστεί με την Μελίνα το βραβείο στις Κάννες) και τους παπαράτσι να κυνηγάνε τους σκανταλιάρηδες Έλληνες εφοπλιστές. Και αποκορύφωμα, τρεις γάμοι υπό τους ήχους του Ησαΐα χόρευε και του συρτάκι ντανς: Αριστοτέλης Ωνάσης – Τζάκι Κένεντι, Σταύρος Νιάρχος – Σαρλότ Φορντ, Θόδωρος Ρουμπάνης – Σάρα Τσόρτσιλ. Αλλά και δύο γαλαζοαίματοι, που συγκεντρώσανε τα φλας της παγκόσμιας προσοχής: Των Δον Χουάν Κάρλος – Σοφίας και Κωνσταντίνου – Άννας Μαρίας.
Συρτάκι ντανς λοιπόν σήμερα το θέμα μας, που χάρισε στην Ελλάδα τουριστική κίνηση, αλλά και δύο βραβεία. Το Όσκαρ για τον Χατζιδάκι κα τον Λένιν για τον Θεοδωράκη. Και ένα εξώφυλλο της Μελίνας, να χορεύει στο διεθνούς προβολής περιοδικό “Λάιφ”.
Μην περιμένετε όμως κάποια λογική σειρά στο γραπτό μου, γιατί ήδη αρχίζω να μεθάω από τις αναμνήσεις της εποχής των τρικούβερτων γλεντιών και του χασαποσέρβικου… Αν ο ανάδοχος στο συρτάκι είναι ο Θεοδωράκης, πατέρας του πρέπει να θεωρηθεί ο Χατζιδάκις, ο συνθέτης που ανέσυρε από τα υπόγεια το μπουζούκι και το έμπασε στα σαλόνια. Το ΄παμε πως το “Ποτέ την Κυριακή” λάνσαρε το μπουζούκι διεθνώς και το ξαναλέμε ότι ο “Ζορμπάς” το καθιέρωσε μ΄ εκείνον τον ξέφρενο ρυθμό του χασαποσέρβικου, όταν τα τέλια των μουσικών και τα πόδια των χορευτών πετάνε σπίθες που γίνονται φωτιές και λαμπαδιάζουμε την ψυχή….
Παλιά το μπουζούκι βρισκότανε σε διωγμό, τον καιρό δηλαδή του Μάρκου, ακόμα και του Τσιτσάνη. Ο Χατζιδάκις δια χειρός Ζαμπέτα το έκανε μουσικό όργανο της κατώτατης τάξης, ψυχαγωγικό μέσο της καλλιεργημένης λεγόμενης κοινωνίας, που της δείξαμε τις ρίζες της κι αγαλλίασε : Είδε ο γύφτος την γενιά τους, καθώς λένε…
Ο Μάνος Χατζιδάκις, με την μουσική κέρδισε και Όσκαρ. Ένα Όσκαρ όμως που ο συνθέτης δεν το χώνευε, γιατί δεν είχε σε υπόληψη τα “Παιδιά του Πειραιά”. Απόδειξη ότι στην έκδοση του μιούζικαλ στο Μπροντγουέι, εξαφάνισε το βασικό τραγούδι της ταινίας…Οι θεατές όμως απαιτούσαν το άκουσμα του, πράγμα που έκανε έξω φρενών τον συνθέτη, μέχρι σημείου να μην παραστεί στην πρεμιέρα της Νέας Υόρκης ….(στην φωτογραφία ο Τίτος Βανδής, και οι χορευτές ξεσηκώνουν την πλατεία και τον εξώστη του θεάτρου Μαρκ Χέλινγκερ, στην καρδιά του Μπροντγουέι, με το συρτάκι και τις ζεϊμπεκιές τους – κάποιες φορές οι θεατές, κυρίως Αμερικάνοι, χόρευαν στους διαδρόμους).
Αντίθετα ο Θεοδωράκης που δεν κέρδισε Όσκαρ για την μουσική του “Ζορμπά” είναι περήφανος γι΄ αυτήν και δεν παύει να την προσφέρει στους ακροατές με την ορχήστρα του. Και την απολαμβάνει μαζί τους, καθώς ταρακουνιώνται στην αίθουσα….
Ο Γεράσιμος Λαβράνος, που είχε δική του ορχήστρα στα είκοσι του χρόνια, μου είχε πει χαρακτηριστικά: Η μουσική του “Ποτέ την Κυριακή” ψυχαγωγεί, ενώ του “Ζορμπά” μεθάει…..
Υπήρξε μια εποχή που ολόκληρη η ανθρωπότητα άκουγε ευχάριστα Ελληνική μουσική. Ήταν η εποχή του συρτάκι ντανς…. Μόνο στην Νέα Υόρκη, τέλη δεκαετίας ΄60, λειτουργούσαν γύρω στα δέκα μπουζουκτσίδικα με πελατεία όχι μόνο Έλληνες. Τα περισσότερα ονόματα της λαϊκής μουσικής, πέρασαν από εκεί, όπως Χιώτης, Λίντα, Αγγελόπουλος, Αννούλα, Λεμονόπουλος κ.α
Προσωπικότητες και καλλιτέχνες θέλανε να μάθουνε συρτάκι, ακούγοντας αυτό το μαγικό έγχορδο που εξουδετερώνει την σκέψη και το άγχος κι έκανε ν΄ αγκαλιάζει η ψυχή και η καρδιά….Είδα με τα μάτια μου μετά την παράσταση τον Μάρλον Μπράντο, τον Σάμι Ντέιβις, την Μέι Μπρίτ, τον Βαν Χέφλιν, τον Ροντ Στάιγκερ, την Λορίν Μπακόλ, να προσπαθούν να μάθουν τα βήματα του συρτάκι.. Δεν υπήρχε Ραδιοφωνικός σταθμός, τότε που να μην παίζει Ελληνική μουσική και στις πέντε Ηπείρους. Και το περίεργο είναι ότι ενώ οι Μπιτλς και ο Πρίσλεϊ άρεσαν στους τινέιτζερς, το συρτάκι ντανς έκανε φίλους στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Σε ένα πάρτι του Ωνάση και του Γράτσου, που είχα οργανώσει εγώ στο “Πιραίους μάι λαβ της Κατίνας Μόσχου, είχα καλέσει και το Μάνο Χατζιδάκι, που ο μεγαλοεφοπλιστής τον έβαλε να καθίσει δίπλα μου. Όλο τον ρωτούσε για την μουσική του και το μπουζούκι, οικείο όργανο στ΄ αυτιά του Αρίστου από την Σμύρνη.
Εκείνος όμως που ήτανε μπουζουκόπληκτος, ο Κώστας Γράτσος, έπαιρνε σβάρνα τα σκυλάδικα και τα έκανε γης μαδιάμ…Την επόμενη φτάνανε κάτι παραφουσκωμένοι λογαριασμοί στην Ολυμπιακή που αναλάμβανε να τους εξοφλήσει ο Τομ Νέστορ. Ο Ωνάσης απολάμβανε τις πενιές του Χιώτη και των άλλων διακεκριμένων του είδους τις πρωινές ώρες, μερακλωμένος από το ποτό και τις φούμες, έχοντας συντροφιά αξιοσέβαστα πρόσωπα, που δεν τολμούσανε να φύγουνε….Στα “Αστέρια” είχε συχνά παρέα τον Δημήτρη Χέλμη, αρχιτραπεζίτη τότε του κράτους. Σ΄ εκείνο το πάρτι των 57 ατόμων, καθώς ο Νίκος Κούρκουλος προσπαθούσε να μάθει συρτάκι και καλεσμένη του Ωνάση αναρωτιόμουνα: Τι είδους σπίθα άναβε σ΄ όλες αυτές τις παροπλισμένες ηλικίες, που με το άκουσμα του μπουζουκιού παίρνανε φωτιά τα τόπια τους κι ορμούσανε στην πίστα ξανανιωμένες…Την απάντηση μου την είχε δώσει ο ίδιος ο Ωνάσης, αυτός ο Ζορμπάς του Τζετ Σετ:
“ Λιμπερόπουλε, το ροκ και τα μοντέρνα κλαπατσίμπαλα, χτυπάνε όπως τα βαρειά ναρκωτικά στο μυαλό. Το μπουζούκι όμως, που οι πενιές του σκορπάνε νοσταλγία κι ελπίδα μαζί, ευφραίνουμε την ψυχή και την καρδιά όπως μια τζούρα; χασισάκι….”. Ευκαιρία να παραθέσω ένα απόσπασμα από το “Ωνάσης όπως τον γνώρισα”, για να καταλάβετε και εσείς τον άνθρωπο:
“…..Και ξαφνικά, όπως είχε παραγγείλει, έφτασε με το πιάτζιο από την Αθήνα ο Χαριτάκις, κουβαλώντας μαζί του ένα γερομπουζουκτσή…
Κι εκεί, σε μια έρημη ακτή του Σκορπιού, που δεν ακούγανε παρά τον απόηχο κάποιου κρις κραφτ ή ντουπ –ντουπ μιας μηχανότρατας, τους φέρναμε σαρδέλα..ή μαρίδα στο τηγάνι, που θύμιζε στον Άρη την παπαλίνα του Καρατάσι..
Και ο κοσμικός Ζορμπάς καθότανε σταυροπόδι με τον ξενύχτη των σαλονιών, που δεν έβγαζε άχνα, όσο έπαιζε ο γερομπουζουκτσής.. Και ξαφνικά ο Αρίστος ο Σμυρνιός, έβαζε την παλάμη ανάμεσα σ΄ αυτί και στόμα κι άρχισε να τραγουδάει μακρόσυρτα λυπητερά τραγούδια της Ανατολίας και της Σμύρνης…
Απότομα, καθώς οι χορδές καίγανε με το ταξίμι, ο Αρίστος Ωνάσης, του Σωκράτη κα της Πηνελόπης, με σηκωμένα τα μπατζάκια στα μεστωμένα ξυπόλητα πόδια του – γδυτός από την μέση και πάνω – με όλους τους μυς σε υπερένταση, πεταγότανε όρθιος…
Κι…άρχισε να χορεύει, όχι πάνω στην άμμο, αλλά στα χαλίκια…Σαν Οδυσσέας και Ζορμπάς μαζί, προέκταση μια ρωμιοσύνης που βγαίνει κάθε εκατό χρόνια ένα μόνο του είδους, που συνδυάζει στην εντέλεια σιδερένια υγεία, αλύγιστη θέληση, μυαλό και θάρρος…
…..Είμαι σίγουρος πως αν υπάρχει συνέχεια στον άλλο κόσμο, ο Αρίστος θα έχει πιάσει το γιο του απαλά από τον ώμο και θα του μαθαίνει συρτάκι…Κάτι που ξέχασε να κάνει σε τούτο το φθαρτό κόσμο, όσο ζούσε ο Αλέξανδρος του….”
Κ. Χαριτάκης, Σάσα Ντάριο, Ρίκα Διαλυνά, ζεύγος Τέλη Σαβάλα και ο ρεπόρτερ. Στο βάθος ο Ωνάσης, η αδελφή του Άρτεμις και ο ρεπόρτερ,
παρακολουθούν τους πρώτους διδάξαντες καρσιλαμά επί τραπεζίου, Τόλη Δουσμάνη και Ματούλα Κατάφατσα, ο Γ. Βήτος της Ολυμπιακής. Ελληνοαμερικανικό γλέντι με τον ρεπόρτερ σε τσακίρ κέφι και τον μόλις διακρινόμενο, διάσημο σταρ Τζόρτζ Πέπαρντ, δίπλα στη Ρίκα Διαλυνά, που τον προτρέπει να χορέψουν συρτάκι….Ο Κώστας Χαριτάκης αντικέρ, κοσμικός γλεντζές και δάσκαλος της Τζάκι Ωνάση και του μικρού Τζον Τζον στο συρτάκι, υπήρξε ο πιο κεφάτος θαμώνας της νυχτερινής Αθήνας της δεκαετίας του ΄60. Εκείνος όμως που έκανε τη ραχοκοκαλιά των γυναικών να ριγάει, καθώς έφερνε τις βόλτες του στην πίστα, ήταν ένας και μοναδικός: Ο Θόδωρος Ρουμπάνης, ο Νουρέγιεφ των μπουζουκτσίδικων, ο νεαρός Έλληνας που τον ερωτεύτηκε η Ζαν Μορό και τον παντρεύτηκε η Σάσα Τσόρτσιλ. Όταν πεταγότανε στην πίστα, ο μετρ Τάκης Γαβάκης φώναζε: “Κάψτε μας το μαγαζί και μη δίνετε μία”.
Γνώρισα διασημότητες που μόνο ως ρεπόρτερ θα μπορούσα να πλησιάσω. Κάποιες όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Μελίνα Μερκούρη, ο Τέλης Σαβάλας, με τίμησαν με τη φιλία τους.
Υπήρξα ρεπόρτερ που κωπηλάτησε σε ήρεμες θάλασσες με γοργόνες και δελφίνια, αλλά και σε επικίνδυνα περάσματα με πιράνχας και σε αγριεμένους ωκεανούς με καρχαρίες….
Λένε ότι η δημοσιογραφία είναι υπέροχο επάγγελμα, αρκεί να την εγκαταλείψεις έγκαιρα. Εγώ την διοχέτευσα στα βιβλία μου.
Ο δημοσιογράφος Δ. Λιμπερόπουλος ήταν ο άνθρωπος που ακολουθούσε παντού τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση, το υλικό και οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό τους αρχείο.