Από τη Θεσσαλονίκη προς τα Σκόπια για λίγο Πόκερ
Ένα τουριστικό λεωφορείο, χωρίς διακριτικές ταμπέλες που να μαρτυρούν τον προορισμό του, ανοίγει τις πόρτες. Μεσήλικες γυναίκες, γκριζομάλληδες άντρες και μερικά αγόρια σπρώχνονται για να ανέβουν. Πέμπτη, εφτά και μισή το βράδυ.Από την Τσιμισκή, το πούλμαν του καζίνου της Γευγελής, πραγματοποιεί το καθημερινό του δρομολόγιο, γεμάτο από τις προηγούμενες στάσεις, δε χωράει και πολλούς. Όσοι έμειναν απέξω ανάβουν τσιγάρο για να εκτονώσουν τον εκνευρισμό τους.
“Τρέχουν οι κωλόγριες για να αρπάξουν το πεντάευρώ”, μονολογεί ένας κύριος και φτύνει στην άσφαλτο με δύναμη, σαν να τις καταριέται. Εκείνη την ημέρα, το συγκεκριμένο καζίνο μοίραζε σε όλους μπόνους των 5 ευρώ για να παίξουν.
Είκοσι λεπτά αργότερα, το πούλμαν ενός άλλου καζίνου της ‘ιδιας περιοχής ,που δεν μοίραζε κάποιο δώρο, έφτασε άδειο. Η ουρά στο μεταξύ είχε μεγαλώσει. Όσο περίμεναν, αντάλλαζαν ιστορίες για τις παρ᾽ολίγον νίκες τους και προσεύχονταν να κερδίσουν τα 500 ευρώ στις βραδινές κληρώσεις. Συνολικά, επιβιβάστηκαν είκοσι τρία άτομα κι άλλα είκοσι από το ύψος του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού. Το ταξίδι κράτησε μία ώρα προς τα σύνορα για την Γευγελή, μια πόλη 15.000 κατοίκων,συνορεύει με το νομό Κιλικίς, απέχει 80 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη.
Καραβάνι απελπισίας
Καθ᾽οδόν, τα ηχεία έπαιζαν Ελληνικά. Τα σποραδικά γέλια των επιβατών φάνταζαν ως παρεμβολές χαράς σε αυτό το καραβάνι της απελπισίας. Στις πρώτες οχτώ θέσεις κάθονταν γυναίκες, άγνωστες μεταξύ τους. Μερικές με ξασμένο μαλλί, άλλες με μισοβαμμένα νύχια. Στα μέσα της διαδρομής, ο από πίσω μου, ένας ηλικιωμένος με τραγιάσκα που έβηχε συνεχώς, με σκούντηξε για να μου πασάρει ένα χαρτί. Έγραψα το όνομα μου και τον αριθμό του διαβατηρίου. Στη λίστα, υπήρχαν και ξενόγλωσσα επώνυμα. Κατεβαίνοντας, ο οδηγός μας έδωσε ένα σφραγισμένο τετράγωνο χαρτάκι με την ώρα της επιστροφής, «Μην το χάσεις, θα δυσκολευτείς», με συμβούλευσε κοφτά.
Στα σύνορα, ορισμένοι, αναζήτησαν στο κατάστημα αφορολογήτων ειδών τη συντροφιά τους για το βράδυ, μια κούτα τσιγάρα. Οι περισσότεροι έτρεξαν στα βανάκια που σε μεταφέρουν δωρεάν στα καζίνα. Για μένα χώρος δεν υπήρχε, οπότε πέρασα τον έλεγχο διαβατηρίων περπατώντας. Μπαίνοντας στην περιοχή των Σκοπίων , συνάντησα δεξιά μια τεράστια ταμπέλα που έγραφε σε τρεις γλώσσες «Republica Makedonski».
Υπέθεσα ότι μπροστά στην προοπτική του κέρδους ,τυφλώνετε ο πατριωτισμό αυτών των Ελλήνων, που οργισμένοι κάποτε διαδήλωναν με το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι Ελληνική, πάρτε το χαμπάρι μαλάκες Σκοπιανοί» . Στην περίπτωσή τους, η φτώχια ρουφάει την αξιοπρέπεια σαν μαύρη τρύπα και προκαλεί αμνησία. Όπως βολεύεται ο καθένας.
«Δόλωμα» οι κληρώσεις
Μετά από διακόσια μέτρα, στα αριστερά μου, φώτιζαν τη νύχτα τα ηλεκτρονικά γράμματα του καζίνου. Ακριβώς δίπλα τους, ένα πρατήριο πουλάει τη βενζίνη 1.28 ευρώ. Όσοι έρχονται με τα αυτοκίνητα τους, φροντίζουν να έχουν άδειο ντεπόζιτο για να το φουλάρουν επιστρέφοντας. Στο πάρκινγκ του καζίνου, μια γιγάντια ηλεκτρονική πινακίδα διαφημίζει την κλήρωση των 50.000 ευρώ στις 21 Μαρτίου. Έτσι όπως ορθώνεται επιβλητικά μέσα στο σκοτάδι, είναι λες και κατεβαίνουν τα λεφτά από τον ουρανό. Το κυκλικό συντριβάνι στο βάθος, με τους θάμνους γύρω του και τα λευκά φωτάκια που στολίζουν την πρόσοψη του καζίνου-ξενοδοχείου, δημιουργούν μια ψευδαίσθηση πολυτέλειας. Εδώ όμως, τρία λεπτά με τα πόδια από τo σταθμό των Ευζώνων, είναι το Λας Βέγκας των φτωχών.
Την τελευταία τετραετία, τα δύο αυτά καζίνα , μέσω των καθημερινών και των μηνιαίων κληρώσεων (το δεύτερο θα μοιράσει το Μάρτιο 200.000 ευρώ), αυξάνουν συνεχώς το μερίδιο τους από την ελληνική αγορά. Βομβαρδίζοντας την Μακεδονική μας περιφέρεια το (Κιλκίς, Έδεσσα, Σέρρες,Κοζάνη κ.ά, με ραδιοφωνικά σποτάκια, αλλά και τα ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης με σποτάκια και καταχωρήσεις στον τοπικό τύπο, ακόμα και διαφημίσεις στα ταξιά , διαφημίζοντας πως προσφέρουν λεφτά με το τσουβάλι μέσω κληρώσεων, ώστε να προσελκύσουν κόσμο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία στη Δυτική Μακεδονία το Δεκέμβρη του 2013 άγγιξε το 30,4% και στη Κ. Μακεδονία το 28,8%.
Τα «ψίχουλα» των πολλών
Πέρα από τις κληρώσεις, τα καζίνα, που έχουν προσλάβει Έλληνες στα πιο νευραλγικά πόστα (π.χ ο διευθυντής ), προσφέρουν μια σειρά από ευκολίες για να προσελκύσουν ακόμα περισσότερους πελάτες, εξασφαλίζοντας τη μεταφορά, την ελεύθερη είσοδο τους σε αντίθεση με το καζίνο στην περιοχή αεροδρόμιο Μακεδονίας Θεσσαλονίκης που χρεώνει έξι ευρώ, δεν υπάρχει dress code, άρα μπορείς να μπεις ανενόχλητος με φόρμες και παντόφλες , δίνουν κάρτα για να ένα γεύμα από μπουφέ και για ένα πότο, δωρεάν.
Το ποντάρισμα ξεκινάει από πενήντα λεπτά στα φρουτάκια και από ένα ευρώ στη ρουλέτα, για να μη χάνεις γρήγορα. Αποτέλεσμα; Κάποιος, που δεν είναι κατ᾽ανάγκη τζογαδόρος, φεύγει από το σπίτι του με 5 ευρώ, παίρνει ακόμη ένα μπόνους με το που φτάσει στη ρεσεψιόν, και δίχως κανένα άλλο έξοδο πηγαίνει «τσάμπα» εκδρομή. Τα πεντάευρο συσσωρεύονται και τα καζίνα που λειτουργούν (και) ως ταξιδιωτικά πρακτορεία, θησαυρίζουν από τα «ψίχουλα» των πολλών κι όχι από τις επιταγές των λίγων, όπως συνέβαινε παλαιότερα.
«Η κίνηση είναι αρκετά πυκνή τις καθημερινές , ενώ τα Σαββατοκύριακα αυξάνει κατακόρυφα, μάλιστα, κάποιοι μένουν και όλο το διήμερ .Πράγματι, στη ψευτόμαρμάρινη ρεσεψιόν του καζίνου τουρκικών συμφερόντων που φιλοξενείται σε ισόγειο ξενοδοχείου , επικρατούσε συνωστισμός.
Μια ηλικιωμένη, με το καρέ ταγέρ συνολάκι της και τα μαλλιά πιασμένα με τσιμπιδάκια, έκλεψε τη σειρά μου. Ντράπηκα να της πιάσω κουβέντα. Έπειτα από δεκάλεπτη αναμονή, με εξυπηρέτησε μια κοπέλα σε άπταιστα Ελληνικά,έβγαλα κάρτα, με φωτογράφισαν με μια μικρή κάμερα για να με καταχωρήσουν στο αρχείο τους, μου έδωσαν ένα κουπόνι για τζαμπαντάν φαγητό, ένα λαχνό για την κλήρωση , τέλος αφού έλεγξαν και τη τσάντα μου με άφησαν να περάσω. Έριξα το λαχνό μου σε ένα μαύρο κουτί με τετράγωνα από τζάμια, που έμοιαζε με ενυδρείο και κατευθύνθηκα σβέλτα στο σαλόνι του πόκερ. Είχα αργήσει στο ραντεβού μου.
1.000.000 μηνιαίο κέρδος
Τα ελληνικά τραγούδια συνόδευαν τα βήματα μου πάνω στην πολύχρωμη μοκέτα. Διέσχισα το χώρο με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, κόλλησα για λίγο στη plasma τηλεόραση που έδειχνε αθλητικά στιγμιότυπα από τη Nova, κι έψαξα τον άνθρωπο μου.
Ο Κώστας (αλλαγμένο όνομα), με εικοσαετή εμπειρία στα Ελληνικά καζίνα, ανέλαβε πέρσι τη διοργάνωση παιχνιδιών πόκερ σε αυτό το καζίνο . Μου τον συνέστησε ένας πενηνταπεντάρης φίλος μου. Η συμφωνία ήταν να ρωτήσω ό,τι θέλω, αλλά να μην αναφέρω τα στοιχεία του. Κανείς δεν μιλάει εύκολα εκεί. Από τους ταξιτζήδες με τις Μερσεντές, που μεταφέρουν τους καλούς παίκτες του καζίνου σπίτια τους όταν ξεπαραδιάζονται, μέχρι τους παίκτες από την επαρχία, που σκύβουν το κεφάλι τους από ντροπή μόλις τους κοιτάς στα μάτια, κουβέντα δεν παίρνεις.
Την ώρα που πλησίαζα στο τραπέζι του, παράγγελνε στον Τόνι, τον σερβιτόρο, ένα φρέντο καπουτσίνο. Μπήκαμε κατευθείαν στο ψητό, ο χρόνος έτρεχε. «Το καζίνο έχει μέσο όρο 1.000.000 ευρώ κέρδος το μήνα και το λιγότερο 2.000 επισκέπτες ημερησίως. Για αυτό και μπορεί να φέρνει καλλιτέχνες, όπως ο Πλούταρχος και η Θεοδωρίδου, με είκοσι και είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ, χωρίς να χρεώνει το ποτό», μου εξηγεί και προσθέτει πως «τα καζίνα εδώ στήθηκαν για τους Έλληνες. Οι Σκοπιανοί να φανταστείς, δεν συμμετέχουν ούτε στις κληρώσεις. Οι ξένοι πελάτες είναι ελάχιστοι και παίζουν μόνο πόκερ».
Κρατούσα σημειώσεις στο τετράδιο και τα δάχτυλα μου είχαν πιάσει φωτιά. Το μαγνητοφωνάκι απαγορευόταν, οι απορίες μια αρμαθιά.
«Όπως σε όλα τα καζίνα, οι καλοί παίκτες απολαμβάνουν έξτρα παροχές. Τον ρωτάω ,γιατί πιστεύει ότι ο κόσμος πηγαίνει στο καζίνο; «Αρρωστάκια είναι όλοι τους, έχουν εθιστεί με τις οθόνες που αναβοσβήνουν. Έρχονται για να ξεχάσουν τα προβλήματα τους και ξενυχτάνε μπροστά στα φρουτάκια. Καπνίζουν, πίνουν καφέδες και κάνουν το σταυρό τους για να κερδίσουν. Πως νομίζεις ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν την απόγνωση τους; Για κοίταξε, η πλειοψηφία είναι γυναίκες άνω των πενήντα ετών που βαρέθηκαν τα τούρκικα σήριαλ».
Μολονότι, η κοινωνιολογική του προσέγγιση ήταν πρόχειρη, και μου ακούστηκε περισσότερο σαν κουβέντα καφενείου, εντούτοις, αποδείχτηκε ακριβής. Στο πουλμανάκι της επιστροφής, δυο γυναίκες κοντά στα εξήντα, από το Σιδηρόκαστρο Σερρών, μοιράζονταν το δράμα τους. Η μια είχε σκορπίσει τα λεφτά της Δ.Ε.Η στα φρουτάκια, η άλλη δεν ήθελε να γυρίσει στη σπιτική ρουτίνα, «Δε μπορώ ρε συ,τρελαίνομαι, όλη τη μέρα μπροστά στην τηλεόραση, δεν αντέχω άλλο».
Σχεδόν έξι ώρες στα δύο αυτά καζίνα ούτε εγώ άντεξα.
πληρ:από oladeka