της Αθήνας εκπλήρωσα την υπόσχεση μου να αφιερώσω όλο το βράδυ της Παρασκευής, όπου εμφανίζεται ο παλιός μου φίλος Θέμης Αδαμαντίδης μαζί με τον Δημήτρη Γιώτη, την Κατερίνα Στανίση και την Χαρά Βέρρα με ένα πρόγραμμα άκρως λαϊκό.Το πρόγραμμα του Θέμη Αδαμαντίδη που ηγείται του σχήματος, είναι πλούσιο σε ρεπερτόριο με τα εξαιρετικά σουξέ του, που άφησαν εποχή, συνδυάζοντας τα με τα παλιά λαϊκά κομμάτια του Στέλιου Καζαντζίδη, του Στράτου Διονυσίου, και πολλών άλλων, είναι δε όλα τα λεφτά, όπου η φωνάρα του γεμίζει όλη την αίθουσα .
Ξεκίνησε όπως πάντα με το σουξέ όλων των εποχών « Μα που να πάω», έπειτα ποιος τον έπιανε. Τα λουλούδια έπεφταν βροχή από κάθε κατεύθυνση και το αφεντικό που παρακολουθούσε από μια γωνιά έτριβε τα χέρια του.
Μεγάλη έκπληξη μου έκανε η εμφάνιση και το πρόγραμμα του Δημήτρη Γιώτη. Μου θύμισε τα χνάρια και τις επιτυχίες στα πρώτα βήματα τον Σταμάτη Γονίδη, και βλέπω να είναι ο αντικαταστάτης του, όταν και εφόσον κρεμάσει το μικρόφωνο ο μεγάλος λαϊκός βάρδος και δεν εννοώ ότι τον μιμείται, αλλά οι ψιλές και ο τόνο της φωνής του Δ. Γιώτη στην απόδοση του τραγουδιού κάνει μεγάλη εντύπωση στο κοινό όταν βγαίνει με το τραγούδι “Χρόνια πολλά “και αρχίζει ο λουλουδοπόλεμος και το χειροκρότημα.
Και τα δυο προγράμματα του Δημήτρη Γιώτη μου άρεσαν ως προς το δέσιμο των τραγουδιών του ρεπερτορίου με παλιές και νέες επιτυχίες του Ελληνικού πενταγράμμου ,αλλά και από τις δικές του δισκογραφίες,, όπως το τραγούδι με τίτλο “Ξαναγεννήθηκα” , ”Θεσσαλονίκη”, όπου και μαζεύει όλα λουλούδι του κήπου της Εδέμ.
Τους δύο καλλιτέχνες Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Γιώτη επισκέφτηκα στα καμαρίνια τους, όπου διαπίστωσα πολύ καλό συναδελφικό κλίμα, καθώς και την ευχαρίστηση που ένιωσαν για την ανταπόκριση του κοινού αλλά και τις καλές τους σχέσεις που έχουν με τον επιχειρηματία του νυχτερινού κέντρου.
Στο δεύτερο πρόγραμμα ο Θέμης Αδαμαντίδης ξεκίνησε απευθυνόμενος με το μικρόφωνο προς το κοινό λέγοντας “,…..Έχω εδώ έναν φίλο από τα παλιά, τον Νίκο Βάνη, και του αφιερώνω αυτό το τραγούδι…”και άρχισε να ερμηνεύει το άσμα “Μου ζητάς να μείνουμε φίλοι”. Παράλληλα μου έστειλε πέντε λουλουδούδες με 10 δίσκους η καθεμιά να μου ρίχνουν ασταμάτητα λουλούδια των 8 Ευρώ ο δίσκος, τουτέστιν 400 Ευρώ, έβγαλα και το μεροκάματο της εβδομάδας. (Τέτοια να γίνονται, θα ξανάλθω)
Έπειτα ακολούθησε το πρόγραμμα της αρχόντισσας Κατερίνας Στανίση ,ξεκινώντας με το τραγούδι “Μυστικέ μου έρωτα” ξεσηκώνοντας όλο το αρσενικό κοινό που της πετούσε βροχή τα λουλούδια, συνάμα την φλέρταρε, άλλοι της έστελναν φιλιά από μακριά, και άλλοι ανέβαιναν επάνω στην πίστα. Ήταν ανεπανάληπτες στιγμές και με το βαθύ νόημα ότι εντέλει “η παλιά κότα έχει το ζουμί”.
Παρακολούθησα και το έργο επάνω στην πίστα της Πατρινής καλλιτέχνιδας Χαράς Βέρρα την οποία δεν τη γνώριζε προσωπικά, παρά μόνο από κάποια τραγούδια της . Με εντυπωσίασε η φωνή της, είναι από τις ελάχιστες καλές γυναικείες φωνές στο λαϊκό και δημοτικό τραγούδι που απέμειναν.
Το σέρβις του νυκτερινού κέντρου το βρήκα καταπληκτικό, με τους σερβιτόρους και μετρ να είναι πάνω απ το κεφάλι του θαμώνων, με ευγενικές κινήσεις άλλαζαν και συμπλήρωναν το τραπέζι, προτού ακόμα το ζητήσει ο πελάτης.
Ακόμα και τον ήχο του μαγαζιού το βρήκα πολύ ευχάριστο, παρόλο που το οπτικοακουστικό σύστημα του κέντρου είναι απαρχαιωμένο από τεχνολογικής άποψης. Φαίνεται όμως πως ο ηχολήπτης προσέχει το εργαλείο της δουλειάς γιατί απ΄ αυτό βγάζει το μεροκάματο του, πάνω δε απ΄ όλα δείχνει σεβασμό στον επιχειρηματία και τους καλλιτέχνες από τους οποίους δεν άκουσα κανένα παράπονο για τη φέτα αν κατεβαίνει, ή ανεβαίνει, εν αντιθέσει με τα παιχνίδια των ηχοληπτών που παίζονται, σε πολλές περιπτώσεις νυχτερινών κέντρων.
Πάντα έχω μπροστά μου την εικόνα που συνέβη μπροστά στα ματιά μου το γεγονός του Θέμη Αδαμαντίδη από στο νυχτερινό κέντρο ”Zυγό” της Θεσσαλονίκης προ δεκαπενταετίας, όταν ένα βράδυ στο εν λόγω κέντρο που ήταν πίτα από κόσμο ως τις 7 το πρωί, ο κόσμος περίμενε ουρά έξω από το νυχτερινό κέντρο για ένα τραπέζι, ξεκίνησε το πρόγραμμα του και κατά τη διάρκεια αντιλήφθηκε ότι το μικρόφωνο του δεν ακούγεται. Παράλληλα έκανε νόημα στον ηχολήπτη να διορθώσει την κατάσταση, αλλά αυτός δεν έδινε καμιά σημασία.
Ο Θέμης συνέχισε να τραγουδά, ή καλύτερα να ουρλιάζει για να ακούγεται η φωνή του, καθώς συγχρόνως έκανε και νόημα προς τον ηχολήπτη άλλα και πάλι σημασία δεν του έδωσε. Και τότε ξαφνικά ο Θέμης σταματά το τραγούδι, αρπάζει τη σκούπα με το κοντάρι που ήταν δίπλα από την πίστα, για τις ανάγκες του σκουπίσματος των τόνων λουλουδιών που έπεφταν στην πίστα, και με την σκούπα στο χέρι κατευθύνθηκε στον ηχολήπτη, τον πλάκωσε στις ψιλές, και άρχισε να τον φωνάζει “…ρε αλήτη, δεν θα μου δώσεις το λαρύγγι στο χέρι….” Ο σαματάς τελείωσε με την επέμβαση του επιχειρηματία του κέντρου, και από εκείνη την ώρα ο ήχος ήταν κρυστάλλινους και στο ύψος που χρειάζονταν για όσο διάστημα τραγουδούσε ακόμα ο Θέμης σ΄ αυτό το νυχτερινό κέντρο, όπου άλλωστε έγραψα μεγάλη ιστορία.
Γι΄ αυτό έχει μεγάλη σημασία ο ήχος όπως λέει και η λαϊκή παροιμία “….. όταν πίπτει ράβδος, όλα έρχονται στα ίσια….”
Πάντως το γεγονός αυτό , με τα παιχνίδια των ηχοληπτών, δυστυχώς και σήμερα γίνεται σε κάποια νυκτερινά κέντρα.
Ευτυχώς δεν συμβαίνει στο νυχτερινά κέντρο Can-Can, γι αυτό και τόνισα την δουλειά του ηχολήπτη καθώς από τις 12 το βράδυ ως 5,30 το πρωί που βρισκόμουνα στο κέντρο τα αυτιά και το κεφάλι μου δεν βούιζαν, πράγμα πολύ σημαντικό για ένα γαλήνιο ύπνο που θα ακολουθούσε μετά το μεγάλο ξενύχτι….
πηγή video:youtube