Έναν άνθρωπο που αγάπησε τη νύχτα, τις γυναίκες, τον τζόγο και την δουλειά του που έσβησε σε ηλικία 73 ετών, χτυπημένος εδώ και δύο μήνες περίπου από βαρύ εγκεφαλικό.
Είχε χτυπηθεί και από μια οικονομική καταστροφή που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει ένας άνδρας που ανέκαθεν γοήτευε τις γυναίκες, ειδικά όταν ήταν νεότερος και ζούσε τη ζωή στο μέγιστο βαθμό.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ο Στιβ Κακέτσης είναι ήδη γνωστός στους νυχτερινούς και κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, ως ένας πολύ γοητευτικός 25άρης, που είναι έξω κάθε βράδυ.
Δεν έχει σταθερή σχέση, είναι ένας άνδρας που ζει και εργάζεται στην Αμερική μόνιμα, αλλά έρχεται στην Ελλάδα για να διασκεδάσει, όταν ένα βράδυ που βλέπει την 28χρονη τότε ηθοποιό Κατιάνα Μπαλανίκα σε κάποιο μαγαζί εντυπωσιάζεται τόσο που ψάχνει να βρει τρόπο προσέγγισης.
Πιάνει μια κοινή τους φίλη, η οποία μιλάει στην Μπαλανίκα για τον όμορφο Στιβ, όμως η τελευταία δεν θέλει να γνωρίσει έναν τύπο που γυρνάει στα μπουζούκια και σπάει πιάτα.
Η μοίρα όμως θα τα φέρει έτσι που ένα βράδυ θα τον γνωρίσει στα μπουζούκια, στο κέντρο που εμφανίζεται η Μαρινέλλα, όταν θα περάσει δίπλα της και θα της αφήσει λουλούδια χωρίς να πει τίποτε.
Η Μπαλανίκα δεν εντυπωσιάζεται αλλά την δεύτερη φορά που πάει στο ίδιο νυχτερινό κέντρο, βλέπει έναν καλλονό όπως έχει πει, να στέκεται όρθιος ακουμπώντας σε μια κολόνα.
Ρωτάει τη φίλη της ποιος είναι αυτός ο κούκλος και σε λίγο ο Κακέτσης κάθεται στο τραπέζι της για μια πρώτη γνωριμία που αλλάζει την ζωή του, μέσα σε λίγους μήνες.
Ο γάμος, η φυλακή και το διαζύγιο
Ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος για τον επιχειρηματία και την ηθοποιό που παντρεύονται την ίδια χρονιά και μετά από ένα διάστημα στην Αμερική επιστρέφουν στην Ελλάδα, έχοντας αποκτήσει έναν γιο, τον Ασημάκη. Χρόνια μετά ο Στιβ θα αποκαλύψει ότι είχαν αποκτήσει και ένα κοριτσάκι που γεννήθηκε στους έξι μήνες αλλά έζησε μόνο δυο μέρες.
Η Νεράιδα θα μετονομαστεί σε «Θέα» και θα συνεχίσει ως νυχτερινό κέντρο με επιτυχία, στα χέρια του έμπειρου επιχειρηματία Θανάση Παπαγεωργίου, αφού περνάνε ονόματα όπως ο Νίκος Οικονομόπουλος και ο Σταμάτης Γονίδης.
Όταν αγοράζει την Νεράιδα το 1980, στήνει ένα φοβερό μαγαζί από το οποίο θα περάσουν πολλά γνωστά ονόματα του πενταγράμμου, όπως ο Λευτέρης Πανταζής που έκανε οχτώ σεζόν.
Όταν τη γκρεμίζουν ως αυθαίρετο, την χτίζει από την αρχή με όλες τις άδειες ενώ κάποια στιγμή χωρίζει το μαγαζί σε μεγάλη και μικρή Νεράιδα.
Δημιουργεί το πρωτοπόρο για την εποχή Kitchen Bar, από το οποίο περνάει όλη η κοσμική Αθήνα, επιχειρηματίες, εκδότες και εφοπλιστές.
Από το 2011 ο Κακέτσης αρχίζει να ζορίζεται, καθώς η οικονομική κρίση επηρεάζει την εστίαση, και αρχίζουν τα οικονομικά προβλήματα ενώ τα ακίνητα που ανήκουν στο ΤΑΙΠΕΔ έχουν ετήσιο μίσθωμα 450.000 ευρώ.
Αρχίζει να χρωστάει επιλέγοντας όπως έλεγε ο ίδιος να πληρώνει τους 180 εργαζόμενους που είχε, ενώ προσπαθεί να ρυθμίσει τα χρέη του, αλλά χωρίς να καταφέρνει και πολλά.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2017 το ΤΑΙΠΕΔ κερδίζει τελεσίδικα τα ασφαλιστικά μέτρα που είχε καταθέσει εναντίον του επιχειρηματία, ο οποίος μετά τριάντα επτά χρόνια χάνει την θρυλική του Νεράιδα.
Ο επιχειρηματίας Θανάσης Παπαγεωργίου που εκμεταλλευόταν την παλιά Νεράιδα ως «Θέα» του έκανε μια οικονομική πρόταση σωτηρία ύψους 10.000.000 ευρώ για να ξεφύγει οριστικά από τα χρέη του αλλά δυστυχώς, λένε αυτοί που γνωρίζουν, ο Κακέτσης δεν την δέχτηκε.
Δεν υπολόγισε την καταιγίδα που ήρθε. Για ακόμη μια φορά έπαιξε στα ζάρια και έχασε.
Έκτοτε δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος άνθρωπος αφού όπως είπε είχε δεχτεί πολλά χτυπήματα στη ζωή του, αλλά το συγκεκριμένο ήταν το μεγαλύτερο και αυτό που δεν μπόρεσε ουσιαστικά να ξεπεράσει ποτέ. Κατά μια διαβολική σύμπτωση ήταν 5 Σεπτεμβρίου του 1989 όταν κατεδάφισαν τα δύο μαγαζιά του ως αυθαίρετα, τα οποία έστησε από την αρχή με όλες τις άδειες και ήταν πάλι 5 Σεπτεμβρίου, είκοσι οχτώ χρόνια μετά, όταν τα έχασε ξανά.
Αναγκάστηκε να πουλήσει μέχρι και την πολυτελή κατοικία του στον Άλιμο για να μπορέσει να πληρώσει κάποια από τα συσσωρευμένα χρέη του.