Αναλυτική έρευνα ιστορική Ο δημοσιογράφος Νίκος Βάνης για Ρεπορτάζ
Στη νέα κυβέρνηση Δραγούμη, ο Νικόλαος Ζορμπάς ανέλαβε Υπουργός Στρατιωτικών και ο Στέφανος Καλλέργης Εξωτερικών. Ο δε Σύνδεσμος, μετά την προκήρυξη εκλογών για Αναθεωρητική Βουλή, διαλύθηκε, έχοντας επιτύχει τους σκοπούς του.
Με αυτές τις ενέργειες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μπαίνει στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, όπου θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο για τα επόμενα 25 χρόνια και θα αναδειχτεί σε ηγετική μορφή
Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη.
O Ίων Δραγούμης (Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 1878-31 Ιουλίου 1920), υιός του πολιτικού και πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη, με καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς, και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη, διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις ελληνικές κοινότητες κατά τον Μακεδονικό Αγών, Μητροπολίτης Καραβαγγέλης και ο ιερέας Παπαδήμος Οικονόμου του ιερέα Κωνσταντίνος Βαδραχάνης και ο αδελφός του Νικόλαος
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1897 κατατάχτηκε εθελοντής στον «άτυχο» για τα ελληνικά όπλα, ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το 1899 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα και το 1902 τοποθετήθηκε ως υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Μοναστηρίου. Από τη θέση αυτή και με τη συνεργασία του πατέρα του και του γαμπρού του Παύλου Μελά, εργάστηκε επίμονα για την οργάνωση των ορθόδοξων κοινοτήτων της Μακεδονίας κατά των Βούλγαρων σχισματικών, γνωστών και ως κομιτατζήδων.
Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως πρόξενος στις Σέρρες (1903), στον Πύργο Βουλγαρίας, στη Φιλιππούπολη (1904), στην Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς) και στην Αλεξάνδρεια, όπου γνώρισε τους δύο έρωτες της ζωής του: την Πηνελόπη Δέλτα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1907 τοποθετήθηκε στο προξενείο της Κωνσταντινούπολης με τον βαθμό του γραμματέα. Η παραμονή του εκεί συνέπεσε με την Επανάσταση των Νεότουρκων
Οι επαγγελίες των επαναστατών «περί ισοπολιτείας των διαφόρων εθνοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» φάνηκαν να δικαιώνουν ορισμένες απόψεις του, που υποστήριζαν ότι η λύση του ελληνικού ζητήματος θα μπορούσε να αναζητηθεί όχι με την ενσωμάτωση των αλύτρωτων πατρίδων στο Ελληνικό Κράτος, αλλά με τη «δημιουργία των συνθηκών που θα επέτρεπαν την ελεύθερη οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων στην ανατολική τους κοιτίδα».
Ο Δραγούμης πίστευε στην ελληνοτουρκική συνεννόηση και φοβόταν τον από βορρά σλαβικό κίνδυνο. Από το 1909 υπηρέτησε διαδοχικά στις πρεσβείες της Ρώμης και του Λονδίνου, αναμίχθηκε στο Επαναστατικό Κίνημα του Γουδή (1909), ενώ το 1911 οργάνωσε στην Πάτμο συνέδριο για την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στο επιτελείο του Αρχιστράτηγου Διαδόχου Κωνσταντίνου και τον Οκτώβριο του 1912, μαζί με το Βίκτωρα Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά, στάλθηκε να διαπραγματευτεί με τον Ταχσίν πασά την παράδοση της Θεσσαλονίκης.
Στη συνέχεια, διορίσθηκε διαδοχικά επιτετραμμένος στις πρεσβείες της Πετρούπολης, της Βιέννης, του Βερολίνου και το 1914 πρεσβευτής στην Πετρούπολη. Οι συχνές μεταθέσεις όλα αυτά τα χρόνια οφείλονταν στην άκαμπτη στάση του στα ευαίσθητα εθνικά θέματα και στις απρόβλεπτες πρωτοβουλίες που ανέπτυσσε.
Τον Μάιο του 1915 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να πολιτευθεί. Πήρε μέρος στις εκλογές της 31ης Μαΐου και εκλέχθηκε ανεξάρτητος βουλευτής Φλώρινας. Υποστηρικτής αρχικά του Ελευθέριου Βενιζέλου, ήλθε σε ρήξη μαζί του, καθώς διέκρινε σημάδια αυταρχισμού και εθνικής υποτέλειας στην πολιτική του.
Ο αντιβενιζελισμός του Δραγούμη δεν προερχόταν από κάποια τυφλή πίστη στη Μοναρχία, αλλά από την πίστη του στην εθνική αυτοδιάθεση. Τον Ιανουάριο του 1916 εξέδωσε το περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις, που συμμεριζόταν τις επιλογές της αντιβενιζελικής παράταξης.
Μετά την επιτυχία του βενιζελικού κινήματος το 1917 εξορίσθηκε με άλλους αντιβενιζελικούς πολιτικούς στην Κορσική, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου (1918). Επανήλθε στην Ελλάδα για να εξοριστεί αυτή τη φορά στη Σκόπελο. Απελευθερώθηκε στα τέλη του 1919 και ανέπτυξε δράση υπέρ της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», η οποία συσπείρωνε τους αντιβενιζελικούς.
Η απόπειρα δολοφονίας στο Παρίσι, στον σταθμό της Λυών κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 30 Ιουλίου του 1920, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, διεπράχθη από τον υπολοχαγό του Ελληνικού μηχανικού, Γεώργιο Κυριάκη και τον υποπλοίαρχο Απόστολο Τσερέπη, οι οποίοι ήταν απότακτοι αξιωματικοί λόγω των αντιβενιζελικών τους φρονημάτων.
Η είδηση της απόπειρας δεν έγινε αμέσως γνωστή στην Αθήνα, παρά μόνο το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου του 1920. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Εμμανουήλ Ρέπουλη, αντιπρόεδρου της κυβερνήσεως Βενιζέλου, προσπάθησε ο ίδιος να κρύψει την είδηση, αλλά ήδη ανεπίσημες φήμες στην πόλη διέδιδαν τον θάνατο του Βενιζέλου.
Αμέσως μετά την κυκλοφορία της είδησης, ένα οργισμένο πλήθος Βενιζελικών παρακρατικών ξεχύθηκε στους Αθηναϊκούς δρόμους ζητώντας εκδίκηση. Κρατώντας ρόπαλα και λοστούς, επιτέθηκαν αρχικά κατά των γραφείων όλων των Αντιβενιζελικών εφημερίδων, καταστρέφοντάς τα σχεδόν ολοσχερώς (Η Πολιτεία,
Η Καθημερινή, το Σκριπ, η Εσπερινή). Αμέσως μετά επιτέθηκαν στις οικίες των συγγενών των επίδοξων δολοφόνων, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στο θέατρο της Κοτοπούλη (γνωστής οπαδού της Αντιπολίτευσης και του εξόριστου Βασιλιά και σύντροφος του Δραγούμη), αρκετές ζημιές σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλα καταστήματα γνωστών αντιβενιζελικών πολιτών, ενώ λεηλάτησαν και τις οικείες των ηγετών της
“Ηνωμένης Αντιπολίτευσης”, καταστρέφοντας σχεδόν ολοσχερώς την οικεία του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη. Η ένταξή του στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο έγινε αφορμή, όταν μαθεύτηκε η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου, να συλληφθεί σε ενέδρα ανδρών της ασφάλειας του τότε αρχηγού της Χωροφυλακής Εμμανουήλ Ι. Ζυμβρακάκη κοντά στην έπαυλη του Θών στους Αμπελόκηπους.
Αφού οδηγήθηκε στον στρατώνα του τάγματος, που έδρευε στο ύψος του Πολεμικού Μουσείου όπου και βασανίστηκε, εκτελέστηκε στο σημείο που έχει σήμερα ανεγερθεί η αναμνηστική στήλη απέναντι από το Χίλτον επί της Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας).
Ως ηθικοί αυτουργοί, διατάξαντες την εκτέλεση, κατηγορήθηκαν οι Παύλος Γύπαρης (διοικητής του παρακρατικού σώματος «Δημοκρατικά Τάγματα Ασφαλείας» που συνέλαβε τον Δραγούμη, τάγμα που είχε συγκροτηθεί σε απάντηση του παρακρατικού σώματος, Επίστρατοι, του Ιωάννη Μεταξά), Εμμανουήλ Ρέπουλης (αντιπρόεδρος και επικεφαλής στο εσωτερικό της κυβερνήσεως του απουσιάζοντος στο εξωτερικό
Ελευθερίου Βενιζέλου) και Εμμανουήλ Μπενάκης (παλαιός υπουργός του Βενιζέλου, κατηγορηθείς μετά θάνατον από τον ίδιον τον Γύπαρη το 1935 ως διατάξας την εκτέλεση, και πατέρας της Πηνελόπης Δέλτα, πρώην συντρόφου του Δραγούμη).
Δεν προέκυψαν όμως επαρκείς αποδείξεις εις βάρος τους, ενώ οι ίδιοι πάντοτε επέμεναν για την αθωότητά τους και αθωώθηκαν στη δίκη που έγινε το Νοέμβριο του 1922 υπό την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά. Επικεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο λοχίας Σαρτζέτης. Κατά τραγική ειρωνεία ο Ίων Δραγούμης συνελήφθη πηγαίνοντας στο γραφείου του περιοδικού,,
«Πολιτική Επιθεώρηση», που εξέδιδε τότε, για να γράψει άρθρο στο οποίο καταγγέλει την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου. Συνελήφθη κατά την επιστροφή του από το σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη στην Κηφισιά το οποίο είχε επισκεφτεί μόλις ενημερώθηκε για την απόπειρα της δολοφονίας του Ε. Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, στο Παρίσι, όταν του ανήγγειλαν τη δολοφονία του Δραγούμη αναφώνησε συγκλονισμένος: «Φρικτό! Φρικτό! Φρικτό!».
Την επομένη μέρα της εκτέλεσης δεν κυκλοφόρησε (όπως είναι λογικό μετά την καταστροφική λαίλαπα της προηγούμενης ημέρας) καμία εφημερίδα της Αντιπολίτευσης.
Όλες οι Βενιζελικές εφημερίδες φιλοξενούσαν την είδηση της απόπειρας κατά του Βενιζέλου, αφιερώνοντας λίγες μόνο λέξεις για την στυγερή δολοφονία.
Αρκετές μάλιστα υποστήριζαν ότι ο Δραγούμης σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει. Κάποιες δε, υποστήριξαν ότι οι εκτελεστές ήταν σε αυτοάμυνα γιατί δήθεν τους άνοιξε πυρ ο Δραγούμης με το περίστροφο του. Αντιπολιτευόμενες εφημερίδες κυκλοφόρησαν δέκα μέρες μετά.
Η δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη κηλίδωσε τον πολιτικό βίο της χώρας βαθαίνοντας το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους (βενιζελικών-αντιβενιζελικών), επιβεβαίωσε την κοινωνική αίσθηση για τον Βενιζελικό αυταρχισμό στην άσκηση της εξουσίας και τελικά αποτέλεσε έναν ρυθμιστικό παράγοντα για το απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα υπέρ της “Ηνωμένης Αντιπολίτευσης” στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920.
Ο Στέφανος Δραγούμης (Αθήνα, 1842 – Αθήνα, 17 Σεπτεμβρίου 1923) ήταν νομικός και πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1910. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Νικολάου Δραγούμη, πολιτικού και συγγραφέα και δημοσιογράφου
Καταγόταν από Το Βογατσικό οικογένεια μακεδονικής καταγωγής Το Βογατσικό είναι ιστορικό χωριό του Νομού Καστοριάς της Περιφέρειας Δυτικής
Η απόλυτη τηλεφημερίδα elliniko–fenomeno.gr η εφημερίδα Fenomeno News που διανέμεται δωρεάν σε Αθήνα …