Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο για ΕΥΠ και Κυβερνοασφάλεια..
Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε το νομοσχέδιο υπό τον τίτλο: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Η διαβούλευση ολοκληρώνεται σήμερα 22 Νοεμβρίου 2022.
Όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης αλλά και πολλοί διακεκριμένοι νομικοί, ιδίως Συνταγματολόγοι τοποθετήθηκαν δημόσια για το σχέδιο νόμου με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών να ασκούν επικριτική κριτική στην Κυβέρνηση γι αυτό το νομοσχέδιο.
Πρόκειται για το νομοσχέδιο με το οποίο θα απαγορεύεται υποτίθεται η πώληση παράνομων κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης, ενώ φέρνει και μια αλλαγή ως προς την περιβόητη επίκληση του απορρήτου, πίσω απ’ την οποία επιμένει να κρύβεται ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, αρνούμενοι να άρουν τη σχετική ρύθμιση για την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) επί της ουσίας.
Κεφάλαιο Β΄ ΑΡΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Άρθρο 4 Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας
1. Αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να υποβάλλει μόνο η Ε.Υ.Π. ή η Δ.Α.Ε.Ε.Β. είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος που διαβιβάζεται από δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση.
2. Το αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας υποβάλλεται, κατά περίπτωση, για μεν την Ε.Υ.Π. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 (Α΄ 39), για δε τη Δ.Α.Ε.Ε.Β. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994 (Α΄ 209). Ο εισαγγελικός λειτουργός κρίνει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα στοιχεία που αναφέρονται στις παρ. 4 και 5 του παρόντος. Αν, κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη. Η εγκριτική διάταξη υποβάλλεται, μαζί με το αίτημα και τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία που ετέθησαν υπόψη του εισαγγελικού λειτουργού, για έγκριση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αμέσως μετά την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος ο αντεισαγγελέας επιστρέφει το σύνολο των ανωτέρω εγγράφων στον αποστείλαντα αυτά, χωρίς τη δυνατότητα τήρησης αρχείου. Η ισχύς της εισαγγελικής διάταξης αρχίζει από την έγκριση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
3. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα επισπεύδεται μόνο από την Ε.Υ.Π.. Το αίτημα, το οποίο οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., μαζί με τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία, στον Προέδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Αν δεν υπάρχει Βουλή, την άδεια του προηγούμενου εδαφίου χορηγεί ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή, αν αυτός δεν υπάρχει, ο Πρωθυπουργός. Αν το αίτημα αφορά στον Πρόεδρο της Βουλής, ή αν δεν υπάρχει Βουλή στον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, την άδεια χορηγεί ο Πρωθυπουργός. Μόνο εάν χορηγηθεί η άδεια της παρούσας, μπορεί το αίτημα να υποβληθεί στον εποπτεύοντα την Ε.Υ.Π. εισαγγελικό λειτουργό για τη συνέχιση της διαδικασίας. Στην περίπτωση της παρούσας, ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο Πρωθυπουργός, κατά περίπτωση, δεν τηρεί σχετικό αρχείο.
4. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
α) το όργανο που διατάσσει την άρση,
β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την άρση,
γ) τον σκοπό της άρσης,
δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση,
ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης και
στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
5. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει μόνο:
α) το όργανο που αποφασίζει,
β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την άρση και
γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
6. Οι διατάξεις που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν το σχετικό αίτημα δύναται να τηρούνται σε ηλεκτρονικά αρχεία από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2. Με απόφαση, κατά περίπτωση, του Διοικητή της Ε.Υ.Π. ή του Διευθυντή της Δ.Α.Ε.Ε.Β., οι αποθηκευμένες και σε κατάσταση φυσικού αρχείου διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας ψηφιοποιούνται και ενσωματώνονται στο ηλεκτρονικό αρχείο του πρώτου εδαφίου. Στην απόφαση αυτή ορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία της ψηφιοποίησης. Μετά την ψηφιοποίηση τα φυσικά αρχεία καταστρέφονται.
7. Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από το καθ’ ου η άρση πρόσωπο, που υποβάλλεται στους εισαγγελικούς λειτουργούς του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε και μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την Ε.Υ.Π., το όργανο αποτελείται από τον Διοικητή της, τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε..
Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από τη Δ.Α.Ε.Ε.Β., το όργανο αποτελείται από τον Διευθυντή της Δ.Α.Ε.Ε.Β., τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994 και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Του οργάνου προεδρεύει ο κατά περίπτωση αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η ενημέρωση, το καθ’ ου η άρση πρόσωπο ενημερώνεται μόνο για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου.
Άρθρο 6 Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων
1. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα και τους ειδικούς ποινικούς νόμους και τον.
2. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των πλημμελημάτων που προβλέπονται από:
α) τα άρθρα 148 παρ. 1, 187 παρ. 3 και 4, 187Α παρ. 4, 5, 6 και 7, 187Β παρ. 1 εδάφια δεύτερο και τρίτο και παρ. 2, 235 παρ. 1, 3 και 4, 236 παρ. 1 και 4, 264 παρ. 1 περ. α’, 270 παρ. 1 περ. α’, 272 παρ. 1, 291 παρ. 1 περ. αα’, 292Α παρ. 1, 2, 3 και 5, 292Β, 292Γ, 292Δ, 292Ε παρ. 1 και 2, 323Α παρ. 6 και 7, 324 παρ. 1, 337 παρ. 2 και 3, 339 παρ. 3, 342 παρ. 2, 343, 345 παρ. 1 περ. β΄ και γ΄, 348 παρ. 1, 348Α παρ. 1, 2 και 6, 348Β, 348Γ παρ. 1, 349 παρ.
3, 351Α παρ. 1 περ. γ’, 370, 370Β, 370Γ, 370Δ και 370ΣΤ του Ποινικού Κώδικα.
β) τα άρθρα 22 εδάφιο πρώτο, 23 εδάφιο πρώτο, 26, 46 παρ. 3, 47 παρ. 2 εδάφιο πρώτο και 140 παρ. 2 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα,
γ) το άρθρο 15 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 3471/2006 (Α’ 133),
δ) το άρθρο 10 του ν. 3115/2003 (Α’ 47),
ε) το άρθρο 38 του ν. 4624/2019 (Α’ 137) και
στ) τα άρθρα 28 παρ. 1, 29, 30 και 31 παρ. 1 του ν. 4443/2016 (Α’ 232).
3. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση. Η άρση είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.
4. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του.
5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα στοιχεία της παρ. 8.
6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτηση στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών.
Η ισχύς της διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση του σχετικού βουλεύματος του Συμβουλίου.
7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων, την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.
8. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει:
α) το όργανο που διατάσσει την άρση,
β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την άρση,
γ) τον σκοπό της άρσης,
δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση,
ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης,
στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης,
ζ) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή και
η) την αιτιολογία επιβολής της άρσης.
9. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου περιέχει:
α) το όργανο που αποφασίζει,
β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την άρση και
γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
10. Η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από το καθ’ ου η άρση πρόσωπο, γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού στους θιγόμενους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Η Α.Δ.Α.Ε. απαντά επί του αιτήματος εντός τριών (3) μηνών, αλλιώς η αίτηση θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Άρθρο 5 Διαχείριση υλικού σε άρσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας
1. Αν ο εισαγγελικός λειτουργός του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4 κρίνει ότι το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων συνιστά αποδεικτικό μέσο για την άσκηση ποινικής δίωξης, εξάγεται σε υλικό φορέα και αποστέλλεται, με νέα διάταξη, στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Με την ίδια διάταξη, το υλικό αυτό μπορεί να περιορίζεται στο περιεχόμενο που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση εγκλημάτων.
2. Μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων διαγράφεται αυτόματα από το σύστημα. Σε περίπτωση που η αρμόδια Υπηρεσία κρίνει αναγκαία τη διατήρηση του υλικού για τη συσχέτισή του με στοιχεία υπό εξέλιξη έρευνας ή σε περίπτωση συνδρομής της παρ. 1, το υλικό εξάγεται από το σύστημα σε υλικό φορέα και παραδίδεται εγγράφως στην επισπεύδουσα Διεύθυνση ή Τμήμα της. Με την επιφύλαξη της παρ. 1, κατόπιν γραπτής πρότασης της επισπεύδουσας Διεύθυνσης ή Τμήματος και έγκρισης του Διοικητή της Ε.Υ.Π. ή του Διευθυντή της Δ.Α.Ε.Ε.Β. κατά περίπτωση, μπορεί να διαγραφεί από το σύστημα υλικό που αποτυπώθηκε και πριν τη συμπλήρωση των έξι (6) μηνών, εάν συντρέχει ειδικός λόγος προς τούτο.
3. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, το σύνολο του πληροφοριακού υλικού που εξάγεται για τις ανάγκες της Υπηρεσίας από το σύστημα επισυνδέσεων σε έγχαρτη μορφή ή αποτυπωμένο σε υλικούς φορείς καταστρέφεται εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή.
4. Το υλικό που δεν έχει σχέση με τον λόγο επιβολής του μέτρου καταστρέφεται αμελλητί ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή.
5. Μετά την πάροδο δέκα (10) ετών από τη λήξη της επιβολής της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, μπορεί με απόφαση του οικείου τριμελούς οργάνου της παρ. 7 του άρθρου 4 να καταστρέφονται οι φάκελοι με το υλικό τεκμηρίωσης για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Άρθρο 07 Διαχείριση υλικού σε άρσεις για τη διακρίβωση εγκλημάτων
1. Τα στοιχεία που συνελέγησαν ή κατασχέθηκαν και το υλικό που αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη. Με διάταξη του κατά περίπτωση αρμόδιου εισαγγελέα ή ανακριτή, το υλικό που αποτυπώθηκε για τον σκοπό διακρίβωσης εγκλημάτων και το οποίο προορίζεται να επισυναφθεί σε δικογραφία μπορεί να περιορίζεται στο περιεχόμενο που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση των εγκλημάτων για τα οποία διατάχθηκε η άρση του απορρήτου.
2. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 3340/2005 (Α΄ 112) και της περ. ζ΄ της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232), το υλικό που αποτυπώθηκε χρησιμοποιείται επιπλέον κατά τη διοικητική διαδικασία για τη διαπίστωση της παράβασης των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005, του άρθρου 93Α του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), καθώς και των στοιχείων (α) και (β) του άρθρου 14 και του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (Κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (L 173) και επισυνάπτονται στη σχετική δικογραφία κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
3. Σε κάθε περίπτωση, μετά την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος των ποινικών δικαστηρίων, επί της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, τα στοιχεία που συνελέγησαν και το υλικό που συγκεντρώθηκε καταστρέφονται αμελλητί ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή.
Άρθρο 08 Διαδικασία άρσης του απορρήτου
1. Απόσπασμα της διάταξης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφαλείας του απορρήτου του περιεχομένου:
α) Στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή τον γενικό διευθυντή ή τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Σε περίπτωση ατομικής επιχείρησης, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται στον επιχειρηματία.
β) Στην περίπτωση δημοσίων υπηρεσιών ή νομικών προσώπων που υπάγονται στον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται και στον Υπουργό που προΐσταται της δημόσιας υπηρεσίας ή στον Υπουργό που εποπτεύει το νομικό πρόσωπο..
2. Με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφαλείας του απορρήτου του περιεχομένου, κοινοποιείται σε ηλεκτρονική μορφή (τύπου pdf) στην Α.Δ.Α.Ε. όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Οι διατάξεις που αποστέλλονται κατά τον ως άνω τρόπο στην Α.Δ.Α.Ε. αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικό αρχείο, που βρίσκεται σε βάση δεδομένων συστήματος. Η βάση του δευτέρου εδαφίου δημιουργείται και λειτουργεί στην Α.Δ.Α.Ε. κατά την παρ. 3, διαθέτει κρυπτογραφημένα στοιχεία, πιστοποιημένη πρόσβαση και αρχείο καταγραφής ενεργειών των χρηστών. Την αποθήκευση διενεργεί προσωπικό της Α.Δ.Α.Ε. ειδικά εξουσιοδοτημένο προς τούτο από την Ολομέλεια. Πρόσβαση στο εν λόγω αρχείο, καθώς και αναζήτηση στοιχείων στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Α.Δ.Α.Ε., από την κρυπτογραφημένη βάση δεδομένων, δύναται να πραγματοποιηθεί από τρία (3) τουλάχιστον μέλη της, ειδικά εξουσιοδοτημένα προς τούτο. Η ειδική εξουσιοδότηση για την πρόσβαση του προηγούμενου εδαφίου χορηγείται κάθε φορά με απόφαση της Ολομέλειας της Α.Δ.Α.Ε. και τα εξουσιοδοτούμενα μέλη της, από κοινού, διενεργούν την εν λόγω πρόσβαση. Τα αποτελέσματα της αναζήτησης παρουσιάζονται σε νεότερη συνεδρίαση της Ολομέλειας. Απαγορεύεται η εξαγωγή στοιχείων με οποιονδήποτε τρόπο από τη βάση δεδομένων, η δε παραβίαση της απαγόρευσης αυτής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.
3. Με απόφαση της Ολομέλειας της Α.Δ.Α.Ε., οι διατάξεις περί άρσης του απορρήτου, που έχουν αποθηκευτεί σε φυσικά αρχεία στην Αρχή από την ίδρυσή της, ψηφιοποιούνται σε ηλεκτρονικά αρχεία και αποθηκεύονται στη βάση της παρ. 2. Μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την ψηφιοποίηση, τα φυσικά αρχεία καταστρέφονται και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή τους.
4. Στην Ε.Υ.Π. δημιουργείται ηλεκτρονική πλατφόρμα παράδοσης της διάταξης για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, με σκοπό την αποστολή και παράδοση αποσπασμάτων των διατάξεων με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα στους αποδέκτες που ορίζονται στην παρ. 1 και την αποστολή και παράδοση ολόκληρου του κειμένου των διατάξεων στην Α.Δ.Α.Ε. Με απόφαση του Διοικητή της Ε.Υ.Π. καθορίζονται οι τεχνικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες για τη θέση σε εφαρμογή και λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και την εν γένει τήρηση της διαδικασίας της παρ. 2 ως την κατά τα ανωτέρω παράδοση των διατάξεων. Έως την έκδοση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και σε εξαιρετικά επείγουσα ή απρόβλεπτη ανάγκη, το απόσπασμα ή ολόκληρη η διάταξη αντίστοιχα, παραδίδεται με απόδειξη μέσα σε κλειστό φάκελο.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, καθορίζονται οι τεχνικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες για τη θέση σε εφαρμογή και λειτουργία της διαδικασίας ως προς την παράδοση, με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, του αποσπάσματος ή ολόκληρης της διάταξης ή του βουλεύματος αντίστοιχα σε ό,τι αφορά τις διατάξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 6. Έως τη δημοσίευση της κοινής απόφασης του πρώτου εδαφίου, το απόσπασμα ή ολόκληρη η διάταξη ή το βούλευμα αντίστοιχα παραδίδονται με απόδειξη μέσα σε κλειστό φάκελο.
6. Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
7. Μετά την εκτέλεση της διάταξης συντάσσονται μία ή περισσότερες, κατά τις περιστάσεις, εκθέσεις από τον φορέα που διενήργησε τις πράξεις άρσης του απορρήτου. Οι εκθέσεις υπογράφονται από το εντεταλμένο όργανο της αιτούσας αρχής και σε αυτές αναφέρονται:
α) οι ενέργειες που έγιναν για την εκτέλεση της διάταξης,
β) ο τόπος, η ημερομηνία και ο τρόπος εκτέλεσης των πιο πάνω ενεργειών,
γ) το ονοματεπώνυμο των υπαλλήλων που τις διενήργησαν, εφόσον το κρίνει αναγκαίο το όργανο που εξέδωσε τη διάταξη.
Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο, στην αιτούσα αρχή, στη δικαστική αρχή που εξέδωσε τη διάταξη και στην Α.Δ.Α.Ε..
8. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις της διάρκειάς της, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα (10) μηνών. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή έλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου.
9. Με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 5 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 7, το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη.
10. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών τιμωρείται ο αρμόδιος υπάλληλος της υπηρεσίας στην οποία ανήκει το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για το οποίο επιβλήθηκε η άρση, αν δεν παράσχει στο εντεταλμένο όργανο πληροφορία σχετική με το περιεχόμενο της διάταξης και τεχνική ή υπηρεσιακή γενικά συνδρομή για την εκτέλεσή της. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών τιμωρείται υπάλληλος της υπηρεσίας στην οποία ανήκει το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για το οποίο επιβλήθηκε η άρση, αν γνωστοποιεί το γεγονός της άρσης του απορρήτου, ή ανακοινώνει σε τρίτους ή χρησιμοποιεί το περιεχόμενο των κάθε είδους μηνυμάτων, πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του λόγω της άρσης του απορρήτου ή παραβιάζει την υποχρέωση εχεμύθειάς του κατά τη διαδικασία άρσης του απορρήτου που προβλέπεται από το άρθρο 8 του π.δ. 47/2005 (Α΄ 64).
Άρθρο 09 Δικαστικοί λειτουργοί της Ε.Υ.Π. και της Δ.Α.Ε.Ε.Β. – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 5 ν. 3649/2008 και παρ. 3 άρθρου 4 ν. 2265/1994
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 (Α’ 39) τροποποιείται ως προς τη θητεία του εισαγγελικού λειτουργού της Ε.Υ.Π. και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Στην Ε.Υ.Π. αποσπάται ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ένας εισαγγελικός λειτουργός για τριετή θητεία που δεν μπορεί να ανανεωθεί, ο οποίος ελέγχει τη νομιμότητα των ειδικών επιχειρησιακών δράσεων της, που αφορούν θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ασκεί όσες άλλες Αρμοδιότητες του ανατίθενται με διατάξεις του παρόντος νόμου. Αν ο εισαγγελικός λειτουργός απουσιάζει ή για οποιονδήποτε λόγο κωλύεται, αναπληρώνεται από τον εισαγγελικό λειτουργό που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2265/1994.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994 (Α΄ 209) τροποποιείται ως προς τη θητεία του εισαγγελικού λειτουργού και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Το ως άνω Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και απαρτίζεται από έναν εισαγγελικό λειτουργό, ως πρόεδρο, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, για τριετή θητεία που δεν μπορεί να ανανεωθεί, και από έξι ανώτατους ή ανώτερους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας, ως μέλη. Αν ο εισαγγελικός λειτουργός απουσιάζει ή για οποιονδήποτε λόγο κωλύεται, αναπληρώνεται από τον εισαγγελικό λειτουργό που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008.
Σε περίπτωση εξέτασης, μελέτης ή ανάλυσης ειδικών θεμάτων αρμοδιότητας του Συμβουλίου δύνανται να συμμετέχουν και ειδικευμένοι στα θέματα αυτά επιστήμονες, οι οποίοι προσλαμβάνονται με σύμβαση μίσθωσης έργου ή υπηρετούν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με οποιαδήποτε σχέση εργασίας. Με απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Εθνικής Άμυνας είναι δυνατόν να συμμετέχουν στο Συμβούλιο και αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Σε περίπτωση που οι διωκτικές αρχές διεξάγουν σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για υποθέσεις ειδικών εγκλημάτων βίας, ο εισαγγελικός λειτουργός που μετέχει του συμβουλίου, πέραν των καθηκόντων που ασκεί βάσει των διατάξεων του κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου εκδιδόμενου προεδρικού διατάγματος, ενεργεί και ο ίδιος κατά την κρίση του την ως άνω προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.».