
Μια Δομικά Ρεαλιστική Προσέγγιση
Νικόλαος Λ. Μωραΐτης, Ph.D.
Η ανάλυση της ελληνοτουρκικής κρίσης στο Αιγαίο θα προσεγγιστεί υπό το πρίσμα του Δομικού Ρεαλισμού (Structural Realism), μιας θεωρητικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων που αναπτύχθηκε κυρίως από τον Kenneth Waltz, αυτό τον κορυφαίο στοχαστή της πολιτικής επιστήμης και των διεθνών σχέσεων.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η συμπεριφορά των κρατών εξαρτάται κυρίως από τη δομή του διεθνούς συστήματος και την κατανομή ισχύος μεταξύ των βασικών δρώντων. Στο πλαίσιο αυτό, βασικές μεταβλητές είναι η αναρχική φύση του διεθνούς περιβάλλοντος, τα κίνητρα στρατηγικής ισχύος, και ο ρόλος της ισορροπίας δυνάμεων ως μηχανισμού αποτροπής. Για να εφαρμοστεί η θεωρία στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν πρώτα οι επιμέρους στρατηγικές, νομικές και γεωπολιτικές διαστάσεις του προβλήματος στο Αιγαίο.
Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται τα βαθύτερα αίτια των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο, η στρατηγική σημασία της εδαφικής κυριαρχίας, των θαλάσσιων ζωνών και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο και ιδιαίτερα από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διαδικασία χάραξης γραμμών βάσης, στη δημιουργία ΑΟΖ, καθώς και στην ισορροπία δυνάμεων που διαμορφώνεται στην περιοχή, τόσο σε στρατιωτικό όσο και γεωπολιτικό επίπεδο, καθώς και τις ειδικές πτυχές που σχετίζονται με την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στο Δωδεκανησιακό Σύμπλεγμα, με ιδιαίτερη αναφορά στις νομικές και στρατηγικές παραμέτρους. Τέλος, θα αξιολογηθεί ο ρόλος και τα όρια του ελληνοτουρκικού διαλόγου υπό το φως του Δομικού Ρεαλισμού, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου ο διάλογος δεν είναι προϊόν κοινών αξιών ή θεσμικής εμπιστοσύνης, αλλά αποτέλεσμα ανταγωνιστικών συμφερόντων και υπολογισμού. Τα παραπάνω ζητήματα εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της αναρχίας του διεθνούς συστήματος, όπως ορίζει ο Δομικός Ρεαλισμός.
Σύμφωνα με τον δομικό ρεαλισμό, το διεθνές σύστημα διέπεται από αναρχία, καθώς δεν υφίσταται κάποια υπέρτατη αρχή ικανή να ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη δρουν αυτοτελώς, δίνοντας προτεραιότητα στη διασφάλιση της ασφάλειας και της ισχύος τους.
Η περίπτωση του Αιγαίου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της εν λόγω θεωρίας. Οι διαρκείς ελληνοτουρκικές διαφορές αναδεικνύουν πώς, σε ένα άναρχο διεθνές περιβάλλον, τα κράτη επιδιώκουν την προστασία των συμφερόντων τους μέσω της δικής τους ισχύος. Οι εντάσεις και οι διεκδικήσεις που σχετίζονται με θαλάσσιες ζώνες και κυριαρχικά δικαιώματα δεν είναι απλώς νομικά ή διμερή ζητήματα· αντιθέτως, συνιστούν έκφραση της θεμελιώδους ανάγκης για αυτοβοήθεια και επιβίωση, όπως αυτή ορίζεται από το θεωρητικό πλαίσιο του δομικού ρεαλισμού.
Το παράδειγμα του Αιγαίου αναδεικνύει εμπράκτως τις βασικές αρχές του δομικού ρεαλισμού. Οι διαρκείς εντάσεις και οι ανταγωνιστικές διεκδικήσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν αποτελούν απλώς διμερείς διαφωνίες· συνιστούν, αντιθέτως, έκφραση της εγγενούς αναρχίας που χαρακτηρίζει το διεθνές σύστημα.
Σε ένα περιβάλλον όπου απουσιάζει μια υπέρτερη ρυθμιστική αρχή, τα κράτη αναγκάζονται να βασίζονται αποκλειστικά στις ίδιες τους τις δυνατότητες για να διασφαλίσουν την κυριαρχία και την επιβίωσή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, η στρατηγική της αυτοβοήθειας (self–help) καθίσταται αναπόφευκτη, καθώς η επιβίωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα κάθε κράτους να διατηρεί, να ενισχύει και να προβάλλει την ισχύ του.
Στο πλαίσιο αυτού του αναρχικού διεθνούς συστήματος, η Ελλάδα καλείται να διαμορφώσει την εξωτερική της πολιτική βάσει της θεμελιώδους ρεαλιστικής αρχής: της επιβίωσης. Η διασφάλιση της εδαφικής κυριαρχίας, των θαλάσσιων ζωνών και του καθεστώτος των νησιών δεν αποτελούν απλώς ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, αλλά κρίσιμους παράγοντες για τη διατήρηση της ασφάλειας και τη στρατηγική σταθερότητα της χώρας.
Δεδομένου ότι οι διεθνείς θεσμοί αδυνατούν να προσφέρουν αποτελεσματικές εγγυήσεις προστασίας, η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας και η αξιοποίηση των γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων συνιστούν αναγκαίες —αν και μονομερείς— στρατηγικές επιλογές.
Παρότι ο ρεαλισμός δίνει έμφαση στην αυτάρκεια και την αρχή της αυτοβοήθειας των κρατών, ο δομικός ρεαλισμός αναγνωρίζει παράλληλα τον ρόλο των συμμαχιών ως μηχανισμού εξισορρόπησης ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα δεν δύναται να στηρίζεται πλήρως στη βούληση των διεθνών της εταίρων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή το ΝΑΤΟ· οφείλει, ωστόσο, να αξιοποιεί τις συμμαχίες αυτές με στρατηγικό τρόπο, ενισχύοντας την αποτρεπτική της ικανότητα και διευρύνοντας τη διαπραγματευτική της ισχύ.
Οι συμμαχίες, επομένως, δεν αναιρούν την ανάγκη για αυτοβοήθεια, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά, ενδυναμώνοντας τη θέση της χώρας σε ένα ρευστό και ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Συνοψίζοντας, ο δομικός ρεαλισμός συνιστά ένα ιδιαίτερα εύστοχο θεωρητικό εργαλείο για την ερμηνεία των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Σε ένα διεθνές σύστημα που στερείται κεντρικής ρυθμιστικής αρχής, και όπου η ισχύς και η ασφάλεια καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών, η Ελλάδα καλείται να διαμορφώνει την εξωτερική της πολιτική στη βάση ρεαλιστικών παραμέτρων.
Η διατήρηση της κυριαρχίας και η αποτελεσματική αποτροπή απειλών προϋποθέτουν αφενός την ενίσχυση των εσωτερικών αμυντικών μηχανισμών και αφετέρου την αξιοποίηση στρατηγικών συμμαχιών ως μοχλών ενίσχυσης της εθνικής ισχύος. Σε τελική ανάλυση, η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται εν κενώ, αλλά εντός ενός περιβάλλοντος διαρκούς μεταβλητότητας και ισορροπίας ισχύος — και η Ελλάδα οφείλει να το αναγνωρίσει και να προσαρμόσει τη στρατηγική της αναλόγως.
Η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας είναι νομική υποχρέωση και δικαίωμα, το οποίο δεν απαιτεί συμφωνία ή μοιρασιά με άλλες χώρες. Η Τουρκία προσπαθεί να μετατρέψει το ζήτημα σε πολιτικό, επειδή δεν έχει νομικά επιχειρήματα για τις διεκδικήσεις της. Η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει τα δικαιώματα της βάσει του Διεθνούς Δικαίου και να προχωρήσει στη νομική οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της, προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο την εδαφική της ακεραιότητα και τα εθνικά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα της οριοθέτησης του Αιγαίου αποτελεί κατ’ εξοχήν νομικό ζήτημα, το οποίο ρυθμίζεται ρητά από τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS). Η Σύμβαση αυτή προσδιορίζει με σαφήνεια ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει τα θαλάσσια σύνορά του, είτε πρόκειται για χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα, είτε για Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Η Τουρκία, ωστόσο, επιμένει να αντιμετωπίζει την οριοθέτηση ως πολιτικό πρόβλημα, επειδή η θέση της δεν στηρίζεται σε καμία τεκμηριωμένη νομική βάση. Η εμμονή της να συνδέει τη διαδικασία με πολιτικές πιέσεις και απειλές έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, το οποίο έχουν αποδεχθεί όλες οι εμπλεκόμενες χώρες πλην της ίδιας.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί ότι η οριοθέτηση δεν ισοδυναμεί με διαμοιρασμό εθνικού χώρου. Δεν πρόκειται για «παζάρι» κυριαρχίας, αλλά για τεχνική διαδικασία καθορισμού των εξωτερικών ορίων των θαλάσσιων ζωνών κάθε κράτους. Αν μία χώρα δεν έχει ακόμη προχωρήσει σε πλήρη οριοθέτηση, τότε ο καθορισμός των ορίων είναι απαραίτητος για τη θωράκιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και την αξιοποίηση των φυσικών της πόρων.
Με απλά λόγια, η οριοθέτηση της θαλάσσιας περιοχής δεν είναι διαπραγμάτευση για το αν θα μοιραστούμε τους πόρους, αλλά καθορισμός του ποιες περιοχές ανήκουν σε ποιο κράτος, βάσει διεθνών νομικών κανόνων. Η σαφής και σταθερή οριοθέτηση αποτελεί θεμέλιο για την ειρήνη, τη σταθερότητα και την εθνική ασφάλεια.
Η σημασία της εδαφικής κυριαρχίας δεν περιορίζεται μόνο στις θαλάσσιες ζώνες. Η έννοια επεκτείνεται σε όλα τα σύνορα ενός κράτους – εναέρια, θαλάσσια και χερσαία. Ενδεικτικά, ακόμη και η παράνομη μετανάστευση συνιστά παραβίαση αυτής της κυριαρχίας, καθώς δεν τηρείται ο νόμιμος τρόπος εισόδου από τα καθορισμένα σύνορα.
Η παράνομη μετανάστευση, λοιπόν, δεν είναι απλώς κοινωνικό ή ανθρωπιστικό ζήτημα, αλλά αγγίζει και τον πυρήνα της κρατικής ανεξαρτησίας. Ένα κράτος έχει τόσο δικαίωμα όσο και υποχρέωση να ελέγχει ποιος εισέρχεται στην επικράτειά του. Η μη τήρηση αυτής της διαδικασίας συνιστά παρέμβαση στα κυριαρχικά του δικαιώματα και διαβρώνει την εθνική ασφάλεια.
Η εδαφική κυριαρχία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου και βασικό στοιχείο της κρατικής υπόστασης. Δεν περιορίζεται μόνο στα φυσικά, χερσαία σύνορα ενός κράτους, αλλά επεκτείνεται και στον εναέριο χώρο, στις θαλάσσιες ζώνες και φυσικά στον εσωτερικό έλεγχο των εισόδων στη χώρα. Η παραβίαση αυτών των συνόρων —είτε με στρατιωτικά μέσα είτε μέσω μη εξουσιοδοτημένων εισόδων, όπως η παράνομη μετανάστευση— υπονομεύει ευθέως την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας αποτελεί όχι μόνο κυριαρχικό δικαίωμα αλλά και νομική υποχρέωση, βάσει του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS). Η διαδικασία αυτή δεν απαιτεί συμφωνία ή διαπραγμάτευση «μοιρασιάς» με άλλες χώρες, διότι το διεθνές δίκαιο προβλέπει με σαφήνεια τον τρόπο καθορισμού των θαλασσίων ορίων, είτε πρόκειται για χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα ή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Οι Τούρκοι λένε πως ο ελληνοτουρκικός διάλογος βρίσκεται σε καλή πορεία. Πώς μπορείς, όμως, να μιλάς για διάλογο όταν η Τουρκία παραβιάζει την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας; Δεν μπορείς να προχωρήσεις σε διάλογο με μια χώρα που συνεχώς παραβιάζει την εδαφική σου ακεραιότητα. Αυτό προβλέπεται ρητά από το διεθνές δίκαιο. Για να υπάρξει, λοιπόν, ουσιαστικός διάλογος και να συναφθεί συμφωνία με μια άλλη χώρα, αυτό πρέπει να γίνει χωρίς την παραμικρή παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και αυτό γιατί η παραβίαση εδαφικής κυριαρχίας αποτελεί μορφή άσκησης βίας.
Συνεπώς, δεν μπορείς να διαπραγματευτείς με μια χώρα που δεν σέβεται θεμελιώδεις αρχές κυριαρχίας και δικαίου. Ο σεβασμός των συνόρων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ειρηνικές και δίκαιες σχέσεις. Άλλωστε, ο διάλογος δεν είναι δυνατός κάτω από συνθήκες εξαναγκασμού, κατοχής ή επιθετικότητας.
Τέλος, η κάθε Ελληνική πολιτική ηγεσία πρέπει να γνωρίζει ότι στη διεθνή πολιτική υπάρχουν τρία κύρια επιχειρήματα. Πρώτον, η κρατική κυριαρχία είναι ιερή και απολύτως συνδεδεμένη με τον έλεγχο των συνόρων. Κάθε παραβίαση – είτε πρόκειται για παράνομη μετανάστευση είτε για στρατιωτικές προκλήσεις – αποτελεί ευθεία προσβολή της κυριαρχίας ενός κράτους.
Δεύτερον, ο διάλογος και η διαπραγμάτευση δεν μπορούν να γίνουν ισότιμα όσο παραβιάζονται τα κυριαρχικά δικαιώματα. Ο διάλογος που πραγματοποιείται υπό την απειλή βίας είναι ψευδεπίγραφος και δεν αντανακλά τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας που διέπουν το διεθνές δίκαιο.
Τρίτον, οι συμφωνίες που προκύπτουν υπό καθεστώς εξαναγκασμού ή απειλής είναι νομικά και ηθικά άκυρες. Η «εικονική ομαλότητα» που συχνά προβάλλεται δεν αναιρεί την ουσία της παραβίασης.
Ακριβώς αυτό είναι και το κρίσιμο σημείο: όταν μια συμφωνία επιτυγχάνεται κάτω από πίεση ή απειλή – είτε στρατιωτική είτε διπλωματική – δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε αξιόπιστη ούτε βιώσιμη. Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, τέτοιου είδους συμφωνίες δεν πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις νομιμότητας.
Ο γνήσιος διάλογος και οι διεθνείς συμφωνίες πρέπει να βασίζονται σε αμοιβαίο σεβασμό και καλόπιστη συνεργασία, χωρίς ίχνος επιβολής ή εκφοβισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν υπάρχει «ελεύθερη βούληση» ούτε «καλή πίστη» — δύο απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωση μιας έννομης και διαρκούς διεθνούς συμφωνίας.
Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, τότε αυτή η συμφωνία είναι στην πραγματικότητα άκυρη, διότι δεν πληροί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της «ελεύθερης βούλησης» και της «καλής πίστης», που αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τη νομιμότητα και την εγκυρότητα οποιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλουμε να εφαρμόσουμε με συνέπεια και ακρίβεια το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της παγκόσμιας νομικής τάξης. Είναι το θεμέλιο που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών, ιδίως όσον αφορά ζητήματα κυριαρχίας, ασφάλειας και διαχείρισης φυσικών πόρων.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία υπεγράφη το 1982 και ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη. Η UNCLOS παρέχει σαφές και δεσμευτικό νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και των υποχρεώσεων προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Επομένως, η οποιαδήποτε αμφισβήτηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συγκεκριμένη σύμβαση – και δη μέσω μονομερών ενεργειών ή επιθετικής ρητορικής – συνιστά όχι μόνο παραβίαση της διεθνούς έννομης τάξης αλλά και ευθεία απειλή για τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή.
Η κοινοτική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία εφαρμόζεται απευθείας σε όλα τα κράτη-μέλη, επιβάλλει αυστηρές διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό και τη διαχείριση των θαλάσσιων περιοχών, με στόχο την προστασία των θαλάσσιων πόρων και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Ειδικότερα, η νομοθεσία αυτή τονίζει τη σημασία της σαφούς οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών, όπως είναι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), η οποία προσδιορίζει τα όρια των δικαιωμάτων ενός κράτους για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της θάλασσας, όπως τα ψάρια, τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), η οποία μπορεί να εκτείνεται μέχρι και 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές ενός κράτους, προσφέρει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή αυτή. Αυτό σημαίνει έλεγχο και αξιοποίηση των θαλάσσιων πόρων – όπως η αλιεία, τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – με ταυτόχρονη υποχρέωση διατήρησης της περιβαλλοντικής ισορροπίας.
Ωστόσο, η οριοθέτηση αυτών των θαλάσσιων ζωνών δεν αφορά μόνο την οικονομική εκμετάλλευση. Αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για τη διασφάλιση της διεθνούς νομιμότητας, καθώς καθορίζει με σαφήνεια τα δικαιώματα και τις ευθύνες κάθε κράτους. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται συγκρούσεις ή εντάσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από ασαφή ή αμφισβητούμενα θαλάσσια σύνορα.
Κατά συνέπεια, η προσήλωση τόσο στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας όσο και στο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο δεν είναι απλώς νομική υποχρέωση· είναι στρατηγική επιλογή για τη διατήρηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της περιφερειακής σταθερότητας.
Η εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, πέρα από τη θεμελίωση και διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας, διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η συνεργασία στο επίπεδο των θαλάσσιων περιοχών είναι ζωτικής σημασίας για την αειφόρο διαχείριση των θαλάσσιων πόρων, καθώς απαιτεί κοινές δράσεις και συντονισμένες πολιτικές. Η προώθηση της αειφορίας, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη και την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της Ε.Ε., που με τη σειρά της ενισχύει την οικονομική και περιβαλλοντική ευημερία των κρατών-μελών της.
Επιπλέον, η κοινοτική νομοθεσία δίνει έμφαση στην αμοιβαία συνεργασία σε κρίσιμα περιβαλλοντικά ζητήματα, τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο στις θαλάσσιες περιοχές. Η προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας συνιστά έναν από τους κύριους πυλώνες αυτών των προσπαθειών. Αυτό περιλαμβάνει τη διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων, των θαλάσσιων ειδών και της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Η καταπολέμηση της θαλάσσιας ρύπανσης, είτε αυτή προέρχεται από πλαστικά απορρίμματα, βιομηχανικά απόβλητα ή πετρελαιοκηλίδες, αποτελεί επίσης κεντρική προτεραιότητα για την Ε.Ε. μέσω της θέσπισης αυστηρών κανονισμών και στρατηγικών που στοχεύουν στη μείωση της ρύπανσης και στη διασφάλιση της καθαρότητας των θαλασσών.
Μια εξίσου σημαντική πτυχή είναι η διαχείριση των αλιευτικών αποθεμάτων. Η αειφόρος εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων είναι καθοριστική για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των οικονομιών που εξαρτώνται από την αλιεία, ενώ ταυτόχρονα προστατεύει τα θαλάσσια οικοσυστήματα από την υπερεκμετάλλευση και την εξαφάνιση των θαλάσσιων ειδών. Η Ε.Ε. προωθεί πολιτικές που στοχεύουν στην προστασία των αλιευτικών αποθεμάτων, όπως η καθιέρωση των αλιευτικών ποσοστώσεων και η διαχείριση των αλιευτικών δραστηριοτήτων με βάση επιστημονικά δεδομένα και περιβαλλοντικές ανησυχίες.
Σε διεθνές επίπεδο, η συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με άλλες διεθνείς οργανώσεις, όπως ο ΟΗΕ και η Διεθνής Οργάνωση Θαλάσσιας Ναυτιλίας (IMO), είναι ζωτικής σημασίας για τη θέσπιση παγκόσμιων προτύπων και πολιτικών που θα διευκολύνουν την προστασία των ωκεανών και τη βιώσιμη ανάπτυξη των θαλάσσιων πόρων.
Η εφαρμογή αυτών των νομικών πλαισίων ενισχύει την εθνική κυριαρχία, προάγει την ειρηνική συνύπαρξη με άλλες χώρες και συμβάλλει στην ομαλή διαχείριση των θαλάσσιων πόρων με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες.
Οι Έλληνες πολιτικοί συζητούν για το αν θα πρέπει να επεκταθούμε στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο. Εμείς, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να προχωρήσουμε στην επέκταση στην περιοχή της Δωδεκανήσου, όπου μπορούμε να επικαλεστούμε και την αρχή της αμοιβαιότητας για τα νησιά μας που εκτείνονται προς τη Μεσόγειο. Πρόκειται για νησιά του Αιγαίου, όχι της Μεσογείου.
Η επέκταση στη Δωδεκάνησο αποτελεί ένα πρώτο και ουσιαστικό βήμα. Η Δωδεκάνησος βρίσκεται σε μία στρατηγική θέση στο Αιγαίο και έχει άμεση πρόσβαση προς τη Μεσόγειο. Η επέκταση της χωρικής θάλασσας ή της ΑΟΖ γύρω από αυτά τα νησιά μπορεί να προσφέρει σημαντικά γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη, καθώς η περιοχή αυτή διαθέτει πλούσιους θαλάσσιους πόρους και έχει σημαντική στρατηγική αξία. Εδώ, η Ελλάδα μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της αμοιβαιότητας που επιβάλλει ότι τα νησιά του Αιγαίου δικαιούνται τα ίδια θαλάσσια δικαιώματα με τις ηπειρωτικές περιοχές. Αυτή η αρχή, η οποία απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο και τις συμφωνίες για το Δίκαιο της Θάλασσας, ενισχύει το νομικό έρεισμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα θαλάσσια σύνορα γύρω από τα νησιά της.
Αντίθετα, σε περιοχές που ανήκουν στη Μεσόγειο, όπως κάποια νησιά του Καστελόριζου, η επιβολή των 12 ναυτικών μιλίων μπορεί να έχει πιο περίπλοκες διεθνείς συνέπειες, καθώς γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία μπορεί να αμφισβητήσουν την Ελλάδα, επικαλούμενοι τις διαφορές στην ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου.
Τα νησιά του Αιγαίου, ωστόσο, αποτελούν ξεχωριστές γεωπολιτικές οντότητες με βάση τη γεωγραφική τους θέση και τη στρατηγική τους σημασία. Η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να οριοθετήσει τα θαλάσσια σύνορα γύρω τους, χωρίς να παραβιάζει τα δικαιώματα άλλων κρατών ή να διακινδυνεύει την πολιτική σταθερότητα. Ωστόσο, αυτό πρέπει να γίνει με προσοχή και σεβασμό για τις διεθνείς ισορροπίες, ώστε να μην προκαλέσει επικίνδυνες εντάσεις ή συγκρούσεις στην περιοχή.
Επιπλέον, πρέπει να ενισχυθεί η διπλωματική διάσταση της στρατηγικής αυτής, μέσω των κατάλληλων διπλωματικών καναλιών, τόσο με γειτονικές χώρες όσο και με διεθνείς οργανισμούς, για να διασφαλιστεί ότι οι κινήσεις της Ελλάδας δεν θα ερμηνευτούν ως προκλητικές ή επιθετικές, αλλά ως μέρος ενός θεμιτού και σύμφωνου με το Διεθνές Δίκαιο σχεδίου.
Ακριβώς, η ιστορική αναγνώριση της γεωγραφικής και πολιτικής ταυτότητας των Δωδεκανήσων ως «νησιών του Αιγαίου» έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν, και μάλιστα ακόμα και κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας (1912-1947), οι Ιταλοί αποδέχτηκαν και χρησιμοποίησαν αυτήν την ορολογία. Η ένταξη των Δωδεκανήσων στον γεωπολιτικό και γεωγραφικό χώρο του Αιγαίου υπήρξε καθοριστική και στο πλαίσιο των διακρατικών συμφωνιών και συζητήσεων για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων.
Ο χάρτης του Θεοδωρόπουλου («Η μαρτυρία των πηγών για τα Δωδεκάνησα», 1932-33) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης. Ο χάρτης αυτός αποτυπώνει τα Δωδεκάνησα, συμπεριλαμβανομένου του Καστελόριζου, ως μέρος της θαλάσσιας περιοχής του Αιγαίου, ενσωματώνοντας τα νησιά αυτά στην ευρύτερη γεωγραφική και στρατηγική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου.
Η ονομασία «νησιά του Αιγαίου» ήταν, επομένως, πλήρως αναγνωρισμένη και από τις Ιταλικές αρχές, και αυτή η αναγνώριση δεν περιοριζόταν μόνο στο όνομα, αλλά επεκτεινόταν και στην πολιτική διάσταση, καθώς τα νησιά αυτά είχαν στρατηγική σημασία, και οι Ιταλοί, παρά την κατοχή τους, αποδέχονταν τη θέση τους ως μέρος του Αιγαίου, αποφεύγοντας να τα τοποθετούν σε μια εντελώς ξεχωριστή γεωπολιτική κατηγορία.
Αυτό το γεγονός ενισχύει την επιχειρηματολογία της Ελλάδας για τα νομικά και πολιτικά δικαιώματα στα συγκεκριμένα νησιά, καθώς και για την αναγνώριση του γεωγραφικού τους ρόλου ως μέρους του Αιγαίου, και όχι της Μεσογείου. Η απόδοση αυτής της ταυτότητας στα νησιά του Αιγαίου ενισχύει την νομική και διπλωματική θέση της Ελλάδας στην αναγνώριση των θαλάσσιων ζωνών γύρω από τα νησιά αυτά, σε περιπτώσεις οριοθέτησης της ΑΟΖ ή της χωρικής θάλασσας.
Επιπλέον, το γεγονός ότι οι Ιταλοί το αναγνώριζαν και το αποδέχονταν, ενισχύει την εγκυρότητα και την ιστορική συνέπεια της αντίληψης αυτής, καθώς δεν πρόκειται για μια πρόσφατη πολιτική αναγνώριση, αλλά για μια παραδοχή που υπήρχε ήδη από τη διάρκεια της Ιταλοκρατίας, δημιουργώντας έτσι ένα γεωπολιτικό και ιστορικό προηγούμενο για τη συνέχιση της διατήρησης των συμφερόντων της Ελλάδας στην περιοχή.
Προτείνεται η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και η χάραξη ευθείων γραμμών βάσης στο Αιγαίο είναι καθαρά δικαιώματα της Ελλάδας, τα οποία στηρίζονται στο Διεθνές Δίκαιο. Η στρατηγική αυτή θα ενισχύσει την εθνική κυριαρχία, θα προστατεύσει τα συμφέροντα της χώρας και θα διασφαλίσει τα θαλάσσια σύνορα, αντιμετωπίζοντας το Αιγαίο ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύστημα. Ωστόσο, απαιτεί προσεκτική διπλωματική διαχείριση και ενδεχόμενη διαπραγμάτευση με τις γειτονικές χώρες για την αποφυγή εντάσεων και τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.
Η χάραξη ευθειών γραμμών βάσης είναι μια φυσική, στρατηγική και νομική λύση για χώρες με πολυσχιδείς ακτές και νησιωτικά συστήματα, όπως η Ελλάδα. Με αυτή την προσέγγιση, η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει το Αιγαίο ως ενιαίο θαλάσσιο σύστημα, ενισχύοντας την εθνική κυριαρχία και εξασφαλίζοντας τα δικαιώματα της για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την ασφάλεια της θαλάσσιας περιοχής. Η εφαρμογή του άρθρου 7 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας προσφέρει μία νομική και στρατηγική λύση για την οριοθέτηση του Αιγαίου, ενισχύοντας τη θέση της Ελλάδας και προστατεύοντας τα συμφέροντά της στην περιοχή.
Τα Δωδεκάνησα λειτουργούν ως ένα ισχυρό στρατηγικό «τείχος» απέναντι στην Τουρκία, περιορίζοντας τις θαλάσσιες διεκδικήσεις της και παρέχοντας στην Ελλάδα ένα αναμφισβήτητο νομικό και γεωπολιτικό πλεονέκτημα. Αυτή η στρατηγική θέση επηρεάζει την ΑΟΖ και τη δυνατότητα της Τουρκίας να επεκταθεί στη Μεσόγειο και την Αφρική, ενώ παράλληλα ενισχύει τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές διπλωματικό πεδίο.
Η εφαρμογή του άρθρου 7 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας και η διαδικασία της χάραξης ευθειών γραμμών βάσης στο Αιγαίο, καθώς και η ήδη υλοποιημένη εφαρμογή μέσω του Προεδρικού Διατάγματος 107/2020, δίνει στην Ελλάδα ένα ισχυρό νομικό και στρατηγικό εργαλείο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων της. Ιδιαίτερα στην περιοχή των Δωδεκανήσων, αυτή η διαδικασία ενισχύει την εθνική κυριαρχία, αποτρέπει τις τουρκικές διεκδικήσεις, και διασφαλίζει τα θαλάσσια δικαιώματα της χώρας στην περιοχή.
«Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να “αγκιστρώσουμε” — αυτός είναι και ο τεχνικός όρος — τα μικρότερα νησίδια, νησιά, νησίδες και βράχους στα μεγαλύτερα νησιά. Διότι, όπως γνωρίζετε, το Αιγαίο δεν αποτελείται από μεμονωμένα νησιά. Αντιθέτως, έχει τη μορφή συστάδων: ένα κύριο νησί και γύρω του μια ομάδα μικρότερων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων».
«Ακριβώς, ο όρος “αγκίστρωση” χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία τα μικρότερα νησιά, νησίδες, ή βράχοι συνδέονται γεωμετρικά με τα μεγαλύτερα και πιο κεντρικά νησιά σε μια συστάδα. Αυτή η διαδικασία είναι ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων και των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας, ιδιαίτερα στο Αιγαίο, όπου η γεωγραφία είναι γεμάτη από πολύπλοκες συστάδες νησιών».
Η αγκίστρωση των μικρότερων νησιών γύρω από τα μεγαλύτερα νησιά και η χάραξη ευθειών γραμμών βάσης είναι κρίσιμη για την ενοποίηση και προστασία των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η Ελλάδα ενισχύει τη νομική θέση της στο Αιγαίο, καθιστώντας τη χώρα πιο αντιστάθμιση στις τουρκικές διεκδικήσεις και διασφαλίζοντας τα θαλάσσια δικαιώματα της.
Όλα αυτά, λοιπόν, τα “αγκιστρώνεις” στο μεγαλύτερο νησί. Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεις το ζήτημα της εδαφικής κυριαρχίας που θέτει η Τουρκία. Σε αυτό το πλαίσιο, επικαλείσαι τόσο τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας όσο και την κοινοτική νομοθεσία.
Ακριβώς, το κλειδί βρίσκεται στην αγκίστρωση των μικρότερων νησιών και βράχων στο μεγαλύτερο νησί της συστάδας. Αυτή η διαδικασία έχει πολύ ισχυρή νομική και στρατηγική σημασία, διότι επιτρέπει στην Ελλάδα να διασφαλίσει τα θαλάσσια δικαιώματά της και να αντιμετωπίσει τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, οι οποίες συνήθως στρέφονται κατά των μικρότερων νησιών και βραχονησίδων.
Με την αγκίστρωση των μικρότερων νησιών στα μεγαλύτερα και τη χάραξη ευθειών γραμμών βάσης στο Αιγαίο, η Ελλάδα ενισχύει τα θαλάσσια δικαιώματα της, προστατεύει την εδαφική κυριαρχία της και διασφαλίζει τη θέση της απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και η κοινοτική νομοθεσία παρέχουν ισχυρό νομικό πλαίσιο για αυτήν την ενέργεια, δίνοντας στην Ελλάδα τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τα θαλάσσια σύνορά της με πλήρη νομική υποστήριξη και διπλωματική υπεροχή.
Αυτή τη στιγμή έχεις δύο ισχυρά νομικά εργαλεία στα χέρια σου: αφενός για να υπερασπιστείς την εδαφική σου κυριαρχία και αφετέρου για να κατοχυρώσεις τα δικαιώματά σου στις θαλάσσιες ζώνες.
Η φράση δείχνει ότι το κράτος είναι σε θέση να προστατεύσει την κυριαρχία του τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, με την ύπαρξη ισχυρών νομικών εργαλείων που το υποστηρίζουν σε διεθνές επίπεδο. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραμέτρων —εδαφική κυριαρχία και δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες— προσφέρει ένα ισχυρό νομικό υπόβαθρο για την υπεράσπιση και την αξιοποίηση των εθνικών συμφερόντων, ιδίως σε περιοχές με στρατηγική ή οικονομική σημασία.
Η Ελλάδα, αξιοποιώντας δύο ισχυρά νομικά εργαλεία, μπορεί να εξασφαλίσει: Πρώτον, Εδαφική κυριαρχία πάνω στα νησιά του Αιγαίου και τις γύρω θαλάσσιες περιοχές. Και δεύτερον, δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες της, όπως η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα, προστατεύοντας τους φυσικούς της πόρους και διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα των πόρων αυτών.
Αυτός ο συνδυασμός της νομικής υπεροχής και της στρατηγικής θέσης καθιστά την Ελλάδα αντιστάθμισμα σε οποιαδήποτε εξωτερική αμφισβήτηση και προσφέρει ένα ισχυρό νομικό και διπλωματικό πλεονέκτημα.
Πρώτο και κυριότερο — και μάλιστα επείγον — είναι να προχωρήσουμε στην αγκίστρωση των νησίδων, ιδίως της Χήνας, της Παξιμάδας, του Πρασονησίου, της Χάλκης και της Τίλαν στη Ρόδο. Διότι, χωρίς τη Ρόδο, η Τουρκία δεν μπορεί να προβάλλει καμία «Γαλάζια Πατρίδα», ούτε να στηρίξει το Τουρκολιβυκό μνημόνιο, ούτε να προχωρήσει σε συμφωνία με την Αίγυπτο.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, ένα τμήμα της Ρόδου είχε μείνει εκτός στη συμφωνία που υπέγραψε ο κ. Δένδιας — διότι η Ρόδος, μαζί με το Καστελόριζο, αποτελεί το στρατηγικά κρίσιμο σημείο. Είναι το «κλειδί» που πρέπει να αποφασίσουμε πώς θα το αξιοποιήσουμε.
Επιπλέον, το σύνολο του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος πληροί πλήρως την έννοια του αρχιπελάγους — τόσο ιστορικά όσο και γεωγραφικά — και μπορεί να ενωθεί με ευθείες γραμμές βάσης, όπως προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο για τα αρχιπελαγικά κράτη και τις θαλάσσιες ζώνες.
Η φράση καταδεικνύει ότι το Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα πληροί όλα τα γεωγραφικά και ιστορικά κριτήρια για να θεωρηθεί αρχιπέλαγος, με αποτέλεσμα το κράτος που το διαχειρίζεται να έχει το δικαίωμα να καθορίσει τις θαλάσσιες ζώνες του, ενώνωντας τα νησιά με ευθείες γραμμές βάσης. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο προστατεύει τα δικαιώματα των κρατών για την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων και την ασφάλεια των θαλάσσιων συνόρων τους.
Επομένως, η εφαρμογή αυτής της αρχής ενισχύει τα νομικά επιχειρήματα για την κατοχύρωση των θαλάσσιων δικαιωμάτων και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, προστατεύοντας τα συμφέροντα του κράτους στις γύρω θαλάσσιες ζώνες, και διασφαλίζοντας την εθνική κυριαρχία και στρατηγική ασφάλεια.
Η στρατηγική που προτείνεται με τη χάραξη ευθειών γραμμών βάσης και την επέκταση των 12 ναυτικών μιλίων σε όλο το Αιγαίο, επικεντρώνεται στην ενίσχυση της κυριαρχίας και της νομικής θέσης του κράτους πάνω στα νησιά και τις θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου. Η Δωδεκάνησος είναι η κεντρική προτεραιότητα για αυτή την πολιτική, καθώς η εφαρμογή αυτών των μέτρων στην περιοχή θα προσφέρει ασφάλεια, στρατηγική υπεροχή και εκμετάλλευση θαλάσσιων πόρων. Το “αγκίστρωμα” των μικρότερων νησίδων στα μεγαλύτερα νησιά συμβάλλει στην εδραίωση της θαλάσσιας κυριαρχίας και στην αποφυγή αμφισβητήσεων.
Στην πράξη, αυτή η στρατηγική θα βοηθήσει το κράτος να ενισχύσει τη θέση του σε διαπραγματεύσεις για τις θαλάσσιες ζώνες και να προστατεύσει τα συμφέροντά του σε έναν περιοχή με σημαντική γεωπολιτική αξία.
Η ένταξη των νησίδων Χήνα και Παξιμάδα στα εσωτερικά ύδατα της χώρας αποτελεί μια στρατηγική κίνηση για την ενίσχυση της θαλάσσιας κυριαρχίας και των θαλάσσιων ζωνών γύρω από τη Δωδεκάνησο, ειδικά σε περιοχές κοντά σε κρίσιμες διεθνείς θαλάσσιες διαδρομές και δυνητικά πλούσιες σε φυσικούς πόρους. Η στρατηγική αυτή έχει νομική, πολιτική και στρατηγική διάσταση και ενδυναμώνει τη θέση της χώρας στην περιοχή, προκειμένου να αποτρέψει οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή επέμβαση σε αυτά τα δικαιώματα.
Ολοκληρώνοντας, η Δωδεκάνησος αποτελεί τη πρώτη προτεραιότητα για την ενίσχυση της θαλάσσιας κυριαρχίας της χώρας, και τα βήματα που περιγράφονται – χάραξη ευθειών γραμμών βάσης και επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια – αποσκοπούν στην εξασφάλιση των θαλάσσιων συνόρων της Ελλάδας και στην προστασία των θαλάσσιων δικαιωμάτων της. Η αγκίστρωση των μικρότερων νησίδων στα μεγαλύτερα νησιά θα ενισχύσει τις θαλάσσιες ζώνες και θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να διεκδικήσει και να προστατεύσει πλήρως τα θαλάσσια συμφέροντά της στην περιοχή.
Η στρατηγική ένταξη των νησίδων Χήνα και Παξιμάδα στα εσωτερικά ύδατα της Ελλάδας έχει κρίσιμη σημασία για την ενίσχυση της θαλάσσιας κυριαρχίας της χώρας στην περιοχή, παρέχοντας πλήρη νομική προστασία και έλεγχο στις γύρω θαλάσσιες ζώνες. Αυτή η κίνηση ενισχύει τη στρατηγική θέση της Ελλάδας απέναντι στις γειτονικές χώρες και ενδυναμώνει την ΑΟΖ της χώρας, εξασφαλίζοντας τα δικαιώματα της στον θαλάσσιο πλούτο και τις ναυσιπλοϊκές οδούς στην περιοχή.
Η στρατηγική για την ενίσχυση των θαλάσσιων συνόρων και την ενσωμάτωση των νησίδων στα εσωτερικά ύδατα της Ελλάδας διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας και την κυριαρχία της στην περιοχή του νοτιοανατολικού Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η νομική θωράκιση αυτών των περιοχών δημιουργεί ένα ισχυρό στρατηγικό φράγμα απέναντι σε εξωτερικές αμφισβητήσεις και ενισχύει τη διπλωματική θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή.
Η χάραξη λοιπόν ευθειών γραμμών βάσης και το κλείσιμο κόλπων είναι νομικά εργαλεία που επιτρέπουν σε ένα κράτος να επεκτείνει την κυριαρχία του στα θαλάσσια ύδατα που περιβάλλουν τις ακτές του και τις νησίδες του. Η χρήση αυτών των εργαλείων εξασφαλίζει τα χωρικά ύδατα και τις θαλάσσιες ζώνες, ενισχύοντας την ασφάλεια, την οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτική σταθερότητα στη θαλάσσια περιοχή που ανήκει στο κράτος.
Η χάραξη ευθειών γραμμών βάσης και η νομική ενσωμάτωση των ελληνικών νησιών, όπως η Χήνα, η Παξιμάδα και το Κουφονήσι, ενισχύει τη θαλάσσια κυριαρχία της Ελλάδας και καθιστά ανέφικτη την επέκταση των τουρκικών διεκδικήσεων στις εν λόγω περιοχές. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα θωρακίζει νομικά και στρατηγικά τις θαλάσσιες ζώνες της, διασφαλίζοντας τα εθνικά συμφέροντα της στον Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η σωστή νομική τεκμηρίωση, οι χάρτες που αποδεικνύουν τη θαλάσσια κυριαρχία της Ελλάδας, και η ενημέρωση του λαού για τα εθνικά συμφέροντα είναι καθοριστικά για την εθνική στρατηγική. Μόνο με την ενιαία και ενεργή συμμετοχή των πολιτών μπορεί να εξασφαλιστεί η προστασία της θαλάσσιας κυριαρχίας και η αποτροπή οποιασδήποτε εξωτερικής απειλής ή αμφισβήτησης. Το κλειδί είναι η σωστή πληροφόρηση που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της σε διεθνές επίπεδο και να θωρακίσει τη χώρα στρατηγικά και νομικά.
Η πολιτική κατευνασμού, και ειδικά η αμερικανική πολιτική κατευνασμού, έχει οδηγήσει σε διπλωματική υποχώρηση και μη εκμετάλλευση των στρατηγικών και νομικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, ενώ έχει ενδυναμώσει τη διεκδικητικότητα άλλων χωρών, όπως η Τουρκία. Μόνο μέσω της σωστής ενημέρωσης του Ελληνικού Λαού για τα νομικά δικαιώματα και τις στρατηγικές επιλογές της χώρας μπορεί να διασφαλιστεί η θαλάσσια κυριαρχία και η διπλωματική ισχύς της Ελλάδας στην περιοχή.
Πρέπει η Ελλάδα να ανατρέψει τη συμφωνία Τουρκίας–Αιγύπτου είναι μια σοβαρή απειλή για την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας στην περιοχή, καθώς αμφισβητεί τα θαλάσσια σύνορα και τα δικαιώματα των νησιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει νομικά εργαλεία και στρατηγικές συμμαχίες που της επιτρέπουν να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά. Απαιτείται συντονισμένη διπλωματική και νομική δράση και ενημέρωση του διεθνούς κοινού για την προστασία των εθνικών συμφερόντων.
Από το 1958, οπότε και υιοθετήθηκε η σύμβαση για την οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης, όλες οι χώρες του κόσμου έχουν οριοθετήσει τη χωρική τους θάλασσα και έχουν χαράξει ευθείες γραμμές βάσης. Δηλαδή, έχουν προσδιορίσει τα όρια των θαλασσίων τους υδάτων είτε με γεωμετρικά σύνορα είτε με φυσικές γραμμές βάσης, όπως είναι η ακτογραμμή.
Στρατηγική Σημασία είναι η εφαρμογή αυτών των κανόνων είναι σημαντική για χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία έχει πολλές νησίδες και νησιά και θα πρέπει να εφαρμόσει την πολιτική των ευθειών γραμμών βάσης για να διασφαλίσει τα θαλάσσια σύνορά της και την ΑΟΖ της.
Αν η Ελλάδα εφαρμόσει ευθείες γραμμές βάσης γύρω από τα νησιά του Αιγαίου, τότε αυτά τα νησιά αποκτούν το δικαίωμα να επεκτείνουν την ΑΟΖ τους και να προστατεύουν τα θαλάσσια δικαιώματά τους, ακόμη και απέναντι σε αμφισβητήσεις από γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία.
Συνοψίζοντας, από το 1958 και μετά, όλες οι χώρες έχουν το νομικό δικαίωμα να καθορίσουν τα θαλάσσια σύνορά τους, είτε με ευθείες γραμμές βάσης, είτε με φυσικές γραμμές βάσης, και αυτό έχει γίνει αποδεκτό διεθνώς. Η σωστή εφαρμογή αυτών των κανόνων και ησυνεχιζόμενη υπεράσπιση των θαλάσσιων δικαιωμάτων μέσω της διπλωματίας και της νομικής δράσης είναι κρίσιμη για την εδαφική ακεραιότητα και τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Συμπερασματικά, η χάραξη των ευθειών γραμμών βάσης και η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών από την Αιγιαλίτιδα Ζώνη αποτελούν το πρώτο βήμα για τον υπολογισμό της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Η ΑΟΖ μπορεί να φτάσει έως τα 200 ναυτικά μίλια, και από εκεί καθορίζονται τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους για την εκμετάλλευση πόρων και την άσκηση στρατηγικής επιρροής στην περιοχή. Η σωστή οριοθέτηση και άσκηση των δικαιωμάτων σε αυτές τις θαλάσσιες περιοχές είναι κρίσιμη για την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ευημερία της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η οριοθέτηση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο αποτελεί προτεραιότητα για την ασφάλεια και την κυριαρχία της Ελλάδας, καθώς συνδέεται άμεσα με την εδαφική ακεραιότητα και την στρατηγική θέση της χώρας στην περιοχή. Η σωστή και έγκαιρη οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας είναι το επόμενο κρίσιμο βήμα για να διασφαλιστεί η νομική προστασία των θαλάσσιων περιοχών και να ενισχυθεί η στρατηγική ασφάλεια της Ελλάδας.
Η αμφισβήτηση της τουρκικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, όπως φαίνεται στους χάρτες του Αμερικανικού Κογκρέσου, είναι ένα επείγον ζήτημα που απαιτεί μια στρατηγική και νομική απάντηση από την Ελλάδα. Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει στην οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων της και να δυναμώσει την παρουσία της στην περιοχή, προκειμένου να ενισχύσει την εθνική της κυριαρχία και να προστατεύσει τα συμφέροντά της από τυχόν αμφισβητήσεις που προέρχονται από την Τουρκία και άλλους παράγοντες.
Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή και η Ελλάδα πρέπει να αντιδράσει με νομική σαφήνεια, διπλωματική πίεση και στρατηγική ενδυνάμωση για να προασπίσει την εδαφική της κυριαρχία και να αποτρέψει περαιτέρω αμφισβητήσεις. Ο πολιτικός σχεδιασμός, η σωστή ενημέρωση και η ενότητα του ελληνικού λαού είναι κρίσιμα για την προστασία της χώρας και της εθνικής της ασφάλειας.
Η μονομερής οριοθέτηση της ΑΟΖ και η επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια είναι καθοριστικής σημασίας για την ασφάλεια και την κυριαρχία της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο. Οι χώρες της Μεσογείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη προχωρήσει σε αυτήν τη διαδικασία, και η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει, υιοθετώντας τα διεθνή πρότυπα που ορίζονται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό θα ενισχύσει τη νομική και στρατηγική θέση της χώρας στην περιοχή και θα αποτρέψει περαιτέρω αμφισβητήσεις από γειτονικές χώρες.
Η χάραξη ευθειών γραμμών βάσης και η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια αποτελούν κρίσιμη στρατηγική επιλογή για την Ελλάδα. Η εφαρμογή αυτής της πρακτικής θα διασφαλίσει την ενιαία και νομικά καθαρή επέκταση της ελληνικής θαλάσσιας κυριαρχίας και θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας σε διπλωματικό και νομικό επίπεδο. Η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης θα προστατεύσει την ελληνική ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα και τη θαλάσσια οικονομία της, παρέχοντας ταυτόχρονα ασφάλεια στην περιοχή του Αιγαίου και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η αδυναμία της Ελλάδας να καθορίσει και να ενσωματώσει ένα ενιαίο σύστημα ευθειών γραμμών βάσης αφήνει ανοικτά νομικά κενά και καθιστά την χώρα ευάλωτη σε διπλωματικές πιέσεις από την Τουρκία. Αυτή η αβεβαιότητα εξυπηρετεί την τουρκική στρατηγική να επιμείνει στην ανάγκη για διμερή διαπραγμάτευση και αμφισβήτηση των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών, ενισχύοντας τη θέση της ως υπερδύναμη στην περιοχή. Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία της μονομερούς οριοθέτησης και να προχωρήσει με θάρρος στην επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια, ώστε να αποτρέψει περαιτέρω αμφισβητήσεις και να ενισχύσει τη θαλάσσια κυριαρχία της.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων και η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών από την Ελλάδα είναι καθαρά νομικά δικαιώματα και δεν απαιτούν συμφωνία με την Τουρκία. Παρά την τουρκική πολιτικοποίηση του ζητήματος, η Ελλάδα έχει το νομικό δικαίωμα να προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες, ενισχύοντας την εθνική της κυριαρχία και προστατεύοντας τα συμφέροντά της στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η διεθνής πρακτική και η εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου (UNCLOS) αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα έχει το νομικό δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και να οριοθετήσει μονομερώς τις θαλάσσιες ζώνες της χωρίς να χρειάζεται συμφωνία με την Τουρκία ή οποιοδήποτε άλλο κράτος. Η Κύπρος και η Αίγυπτος έχουν ήδη υιοθετήσει αυτή την προσέγγιση και έχουν επιτύχει διεθνή αναγνώριση των θαλάσσιων ζωνών τους. Η Τουρκία, αν και προσπαθεί να πολιτικοποιήσει το θέμα, δεν έχει νομικό επιχείρημα για να αμφισβητήσει τις ενέργειες της Ελλάδας.
Η υποχωρητική στάση της ελληνικής πολιτικής στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο έχει ενισχύσει την τουρκική επιθετικότητα και έχει διευκολύνει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η νομική και στρατηγική αυτονομία της είναι το κλειδί για την υπεράσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας. Μόνο μέσω της μονομερούς εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου και της στρατηγικής οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών της θα μπορέσει να αποκαταστήσει τη στρατηγική της θέση και να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα.
Καλιφόρνια, U.S.A. Ιούλιος 2025
Νικόλαος Λ. Μωραΐτης. Ph.D.
Διεθνείς Σχέσεις-Συγκριτική πολιτική-
Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ.