Γράφει: Κώστας Χρυσόγονος. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Οι εκλογικές αναμετρήσεις της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου μετέβαλαν δραστικά τους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων. Η σημαντικότερη μεταβολή είναι, ασφαλώς, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και, στον αντίποδα, η εκρηκτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι η δεύτερη φορά, μετά τις εκλογές του 1958, όπου ένα κόμμα προερχόμενο από την «παραδοσιακή» Αριστερά καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση και αναδεικνύεται σε αξιωματική αντιπολίτευση.
Ωστόσο, τα δύο συμβάντα έχουν εξωτερικές μόνο ομοιότητες μεταξύ τους. Το 1958 το υψηλό εκλογικό ποσοστό (περίπου 25%) της ΕΔΑ ήταν αποτέλεσμα μιας μάλλον παρορμητικής αντίδρασης μερίδας του εκλογικού σώματος στις μεθοδεύσεις μεταξύ των ηγεσιών της τότε ΕΡΕ και του Κέντρου, σχετικά με το εκλογικό σύστημα.
Προοπτική εξουσίας δεν υπήρχε για την ΕΔΑ, αφού δεν υφίσταντο κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες οι οποίες να ευνοούν στροφή των μαζών προς τα αριστερά.
Τα αιτήματα της εθνικής συμφιλίωσης και του τερματισμού των πολιτικών παρεμβάσεων των ανακτόρων, του στρατού και του παρακράτους. δεν ξεπερνούσαν το πολιτικό και ιδεολογικό βεληνεκές των κεντρώων πολιτικών δυνάμεων και, έτσι, οι τελευταίες σύντομα ανέκαμψαν και στις επόμενες εκλογές του 1961 ανέκτησαν τον ρόλο του «αντίπαλου δέους» σε σχέση με τη Δεξιά, περιθωριοποιώντας την ΕΔΑ.
Άλλωστε, ακόμη και το 1958, η δεύτερη θέση της τελευταίας ήταν αποτέλεσμα (και) της διάσπασης των κεντρώων δυνάμεων, οι οποίες ως σύνολο είχαν τότε υψηλότερο ποσοστό ψήφων.
Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Η Αριστερά ως σύνολο, παρά τις βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις της, έχει φθάσει στο πρωτοφανές ποσοστό του σχεδόν 40% (με την αυθαίρετη, βέβαια, άθροιση των ψήφων της ΔΗΜΑΡ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, των Οικολόγων-Πράσινων και της ΑΝΑΡΣΥΑ).
Η παραδοσιακή Δεξιά, επίσης, βαθιά διαιρεμένη στο εσωτερικό της, έχει κι αυτή ενισχυθεί σχεδόν στο 48%, όχι πολύ μακριά από τα ιστορικά υψηλά της του 1974 (με την αυθαίρετη επίσης άθροιση των ψήφων της ΝΔ,των «Ανεξάρτητων Ελλήνων», της «Χρυσής Αυγής», του ΛΑΟΣ και της «Δημιουργίας-Δράσης»).
Το ΠΑΣΟΚ, όμως, έχει βυθιστεί στο 12%, και η υποχρεωτική συνέχιση του θανάσιμου εναγκαλισμού με τη ΝΔ και την περιβόητη «τρόικα» δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για ανάκαμψη.
Στην καλύτερη, αλλά λιγότερο πιθανή, εκδοχή για το προσεχές μέλλον, η νέα κυβέρνηση ενδέχεται να επιτύχει κάποιες ουσιαστικές παραχωρήσεις από τους δανειστές, να ανακοπεί η οικονομική κατάρρευση της χώρας και να καταστεί διαχειρίσιμη η επαπειλούμενη ανθρωπιστική κρίση. Αυτά θα τα πιστωθεί σχεδόν αποκλειστικά η κύρια πολιτική δύναμη στήριξης της κυβέρνησης, δηλαδή η ΝΔ, και το σημερινό πολιτικό προσωπικό του ΠΑΣΟΚ. θα υποχρεωθεί είτε να ενσωματωθεί σ’ αυτήν είτε να λαθροβιώνει ως συμπληρωματικό-συμμαχικό της κεντροδεξιό σχήμα.
Στην χειρότερη και πιο πιθανή εκδοχή θα συνεχισθεί ο κατήφορος προς την οικονομική άβυσσο και την κοινωνική έκρηξη και αμφότερα τα κόμματα αργά ή γρήγορα θα εκλείψουν.
Ένας κρίσιμος, επιπλέον, παράγοντας είναι το τεράστιο χρέος ΠΑΣΟΚ και ΝΔ προς την Αγροτική Τράπεζα. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, που δικαιούται πια μικρή κρατική επιχορήγηση, ανάλογη του εκλογικού ποσοστού του, το χρέος του είναι εμφανώς μη βιώσιμο. Ακόμη μεγαλύτερο από το οικονομικό είναι, όμως, το πολιτικό βάρος, αφού το κόμμα αυτό βαρύνεται όχι μόνο με το μεγαλύτερο μέρος της υπερχρέωσης (κυβέρνησε, άλλωστε, τα 20 από τα 30 τελευταία χρόνια), αλλά κυρίως και με τη μεγαλύτερη πολιτική απάτη στη χώρα μας μετά το 1920, δηλαδή το «λεφτά υπάρχουν» του 2009.
Η επιβίωση, επομένως, της Κεντροαριστεράς ως αυτοτελούς πολιτικού χώρου προϋποθέτει την ρήξη της συνέχειας με το αμαρτωλό παρελθόν, στο επίπεδο των συμβόλων (όνομα κλπ.) και την «αποστρατεία» του μεγαλύτερου μέρους των προσώπων που είχαν ενεργό ρόλο στις πασοκικές κυβερνήσεις.
Προϋποθέτει ακόμη την άρθρωση μιας νέας και ειλικρινούς πρότασης εξουσίας, η οποία να αποστασιοποιείται από τα λαθρεμπόρια του φόβου και της ελπίδας και να οδηγεί σε μια νέα μορφή πολιτικής συναίνεσης, στηριγμένης στη συμμετοχή και όχι στη συνενοχή.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.