Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔικαστικάΟ ιστορικός νόμος...

Ο ιστορικός νόμος 1608/1950 για καταχραστές του Δημοσίου

draxmes-euroΤου Νίκου Βάνη

Ο νόμο 1608 ψηφίστηκε το 1949,άρχισε όμως να εφαρμόζεται από το 1950, διότι και εκείνη την εποχή υπήρξαν φαινόμενα κατασπατάλςησης Δημοσίου χρήματος από κομματικές φατρίες.

Π.χ ο τότε Υποπλοίαρχος κύριος Μπακόπουλος που είχε πάρε – δώσε με την προηγούμενη κυβέρνηση η οποία είχε έδρα την Μέση Ανατολή, έκανε λαθρεμπόριο χρυσού, αδειάζοντας έτσι τα ταμεία του Ελληνικού Κράτους.

Για καταχραστές Δημοσίου χρήματος υπήρχε και παλαιότερο νόμος που είχε ψηφιστεί το 1925 και μπήκε σε λειτουργία το 1926. Ο συγκεκριμένος νόμος ήταν πολύ αυστηρός, διότι μόλις είχε τελειώσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και υπήρχαν και τότε φαινόμενα κατασπατάλησης Δημοσίου Χρήματος.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι, την εισήγηση στην Ελληνική βουλή για το νόμο 1608 έκανε ο Γ. Γεωργιάδης ο οποίος πρότεινε την θανατική ποινή για τους συμμορίτες – κομμουνιστές που διέπραξαν εγκλήματα προς όφελος τους.

Ο συγκεκριμένος νόμος λέει ότι, “πρέπει να εκτελούνται οι άνθρωποι στα 10 μέτρα και να μένουν εκτεθειμένοι 3 ημέρες στην πλατεία της πόλης ή του χωριού”. Ο νόμος αυτός είναι απαράδεκτος και κανένα κόμμα δεν τον ακύρωσε, για να ψηφιστεί νέος νόμος βάσει του σύγχρονου ποινικού δικαίου, για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών.

Ακόμα και το ΚΚΕ δεν έκανε καμιά πρόταση για την αλλαγή του πανάρχαιου νόμου 1608. Πληροφορίες του Ελληνικού Φαινομένου αναφέρουν πως καθηγητής του ποινικού δικαίου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μετέχει σε νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αλλαγή του νόμου, έτσι ώστε να πέφτουν στα μαλακά οι καταχραστές του δημοσίου σήμερα, πολίτες και πολιτικοί.

Παραθέτουμε την ιστορική αναδρομή του νόμου 1608/1950 και την πρόδρομη ρύθμιση του.

Προσπαθώντας να οριοθετήσουμε χρονικά την προέλευση του ειδικού ποινικού νόμου 1608/1950 για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος στην Ελληνική έννομη τάξη, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο έτος 1949. Κατά το έτος αυτό συνέβη ένα τεράστιο για την εποχή σκάνδαλο λαθρεμπορίας χρυσού και συναλλάγματος με υπεύθυνο τον υποπλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος Κ. Μπακόπουλο.

Τα περιστατικό αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά την αφορμή για την ψήφιση των ισχυουσών έως και σήμερα δρακόντειων διατάξεων του υπό ανάλυση νόμου, οι οποίες στόχευσαν στην καταπολέμηση όλων εκείνων των συμπεριφορών, που έβλαπταν ή έθεταν σε κίνδυνο το δημόσιο πλούτο.
Ενδεικτικό του έντονου και πολεμικού κλίματος της εποχής εκείνης είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας Ακρόπολις την 15η Ιανουαρίου του έτους 1949. Ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα του εν λόγω δημοσιεύματος είναι τα εξής:

“Μας κυβερνούν σύμμαχοι του Μάρκου και συνένοχοι του Μπακόπουλου”. “Η κομματική ολιγαρχία, που θέλει να μας κυβερνά, ούτε από τας φλόγας της Ναούσης συγκινείται ούτε από τας πνιγηράς αναθυμιάσεις των τρομακτικών ενοχλείται”, “αφήσαμεν τα ταμεία εις τους λωποδύτας και τους παραδώσαμεν τα κλειδιά του τόπου δια να πηγαινοέρχωνται οι λαθρέμποροι του συναλλάγματος και να διαφεύγουν οι ένοχοι, που θα έπρεπε να κρεμασθούν χωρίς πολλήν διαδικασίαν. Ένα κράτος ολόκληρον – το κράτος που θέλει να νικήσει τον εαμόσλαυον – παρέλυσεν ενώπιον κάποιου τυχοδιώκτου Μπακόπουλου”. 1

Πρόγονος ρύθμιση στην Ελληνική έννομη τάξη του Ν. 1608/1950 για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος υπήρξε το ψήφισμα της 16/29 Δεκεμβρίου του 1924 “περί ανακρίσεως και εκδικάσεως αδικημάτων τινών υπό των Εφετών”, καθώς και οι διαδοχικές τροποποιήσεις του στα επόμενα έτη (1925 και 1926). Σκοπός της προγενέστερης εκείνης ρύθμισης ήταν η πάταξη της εγκληματικότητας πού είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσέλαβε τη δημόσια περιουσία 2.

Το πλέον βέβαιο συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει κανείς σχετικά με την στοχοθέτηση των δύο αυτών ειδικών ποινικών νόμων ( το ψήφισμα της 16/29 Δεκεμβρίου 1924 και του νόμου 1608/1950) είναι ότι έχουν ως κοινό γνώμονα τη λήψη δραστικών μέτρων για την καταπολέμηση των φαινομένων λεηλασίας του δημοσίου πλούτου και μάλιστα σε ταυτόσημα ιστορικά πλαίσια, δηλαδή σε ασταθείς, μεταπολεμικές περιόδους. Στις προβλέπονται και σήμερα στην ισχύουσα ρύθμιση για τους καταχραστές δημοσίου χρήματος.

Το μοναδικό, όμως, χαρακτηριστικό των προγενέστερων εκείνων ρυθμίσεων ήταν μια ιδιόρρυθμη για την εποχή δικονομική διαδικασία που είχε να κάνει με τη αφαίρεση της σχετικής με τα αδικήματα που είναι προβλέπονταν στο ψήφισμα ύλης από τα ορκωτά δικαστήρια και την εγκαθίδρυση μιας νέας αρμοδιότητας, αυτής των ειδικών εφετείων, που συνεδρίαζαν με επταμελή και αργότερα με πενταμελή σύνθεση.
Πέραν, όμως, της δικονομικής αυτής πρόβλεψης αξιοσημείωτο είναι τα γεγονός ότι στην προγενέστερη ρύθμιση δεν υπήρχε κάποια ουσιαστικού χαρακτήρα διαφοροποίηση, ενώ δεν προβλέπονταν αυξημένες ποινικές κυρώσεις για τους δράστες των σχετικών κατά της δημόσιας περιουσίας εγκλημάτων.

Ο Έλληνας νομοθέτης, λοιπόν, για δεύτερη φορά ξεκινώντας από κοινή βάση 4 , από την ανάγκη δηλαδή, δραστικής ρύθμισης μιας άκρως επιβλαβούς κατάστασης για την δημόσια περιουσία, εν μέσω μια μεταπολεμικής περιόδου και πάλι, ψηφίζει το υπό εξέταση δεύτερο νομοθέτημα, το νόμο 1608/1950 με τίτλο “περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου”. Ιδιαίτερα διαφωτιστική των προθέσεων και των επιλογών του νομοθέτη αλλά και της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε εκείνη την περίοδο είναι και η αιτιολογική έκθεση του νόμου. 5.

Στο ίδιο ακραίο κλίμα της εποχής εκείνης εντάσσεται κα η αγόρευση του βουλευτή Γ. Γεωργιάδη κατά την συζήτηση στην βουλή 6 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, όπου αναφέρει ότι: “η δια του νόμου επιβολή της θανατικής ποινής κατά των πεπορωμένων εγκλημάτων δύναται να θεωρηθεί ως αποτελούσα εκδήλωση της ομοθύμου λαϊκής θελήσεως δεν νομίζομεν ότι πρέπει να υπάρξει οίκτος δια τους μέλλοντας να καταδικασθούν εις την εσχάτη των ποινών καταχραστές”.

Χαρακτηρίζονται όσοι τελούν εγκλήματα στρεφόμενα κατά της δημόσιας περιουσίας ως: “ τροφοδόται του Κομμουνισμού και συμμορίται των πόλεων” οι οποίοι μάλιστα “θα πρέπει επί τριήμερον μετά την εκτέλεση να μένουν εκτεθειμένο εις κοινής θέαν προς παραδειγματισμό”. Αντίθετα, όμως, από την πρόγονή του ρύθμιση, ο Ν. 1608/1950 από την αρχική του ήδη μορφή εισάγει διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου.

Πιο συγκεκριμένα προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1, ότι: “εις ένοχον των εν τοις άρθροις 216, 218, 242, 256, 258, 372 και 386 του δια του νόμου 1492 κυρωθέντος Ποινικού Κώδικος προβλεπομένων αδικημάτων, εφόσον ταύτα πάντα στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν ή επιδιωχθέν όφελος του πράξαντος ή η προσγενόμενη ή οπωσδήποτε απειληθείσα ζημία του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου υπερβαίνει το ποσόν των 100.000 μεταλλικών δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως οσάκις δε συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικαί περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξηκολούθησεν επί μακρόν χρόνον την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως ή του θανάτου”.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ήδη από την πρώτη διατύπωση της διάταξης, καθιερώνεται η τυποποίηση αυξημένων ποινικών κυρώσεων για ορισμένα εγκλήματα του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα 7. Επιγραμματικά αναφερόμενες, οι προϋποθέσεις που η διάταξη απαιτούσε για να μπορούν να εφαρμοστούν οι δρακόντειες κυρώσεις του νόμου 1608/1950 είναι οι εξής:

α) Η τέλεση ενός από τα περιοριστικώς απαριθμούμενα εγκλήματα του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα.
β) Το έγκλημα αυτό να στρέφεται οπωσδήποτε κατά του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, είτε με άμεσο τρόπο, είτε με έμμεσο “οπωσδήποτε”.
γ) Ο φορέας προσβολής από την εγκληματική πράξη θα πρέπει να είναι το δημόσιο ή κάποιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
δ) Το όφελος που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε από τον δράστη ή η ζημία που προκλήθηκε ή απειλήθηκε να προκληθεί στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου θα πρέπει να ανέρχεται σε ποσό άνω των 100.000 μεταλλικών δραχμών.

Με την συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων ή απειλούμενη ποινή για το δράστη της υπαγόμενης στο 1608/1950 πράξης θα μπορούσε να είναι ακόμα και αυτή του θανάτου στην περίπτωση που πληρούνταν επιπρόσθετα και οι επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου ( επί μακρόν χρόνον τέλεση της πράξης, ή αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας). Και ναι μεν η κατάχρηση του δημοσίου πλούτου πανθομολογουμένως, είτε υπό εκείνες τις συνθήκες, είτε και σήμερα αποτελεί συμπεριφορά έντονου απαξιακού χαρακτήρα, όμως η ποινική αποδοκιμασία των συμπεριφορών αυτών, εκφρασμένη στα όρια της μηδενικής ανοχής με την απειλή της εσχάτης των ποινών δημιουργεί τεράστια ρήγματα στην αξιολογική ιεράρχηση των εννόμων αγαθών συνολικά εξεταζόμενης υπό το πρίσμα του ποινικού μας δικαίου.

Η έναρξη της ισχύος του νόμου 1608/1950 τοποθετείται την 1/1/1951.την ίδια ακριβώς ημέρα που λαμβάνει χώρα και η έναρξη ισχύος που Ποινικού Κώδικα. Εύλογα, λοιπόν, ενόψει και της χρονικής αυτής σύμπτωση θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, γιατί ακολουθήθηκε από το νομοθέτη η οδός της ψήφισης ενός αυτοτελούς ειδικού ποινικού νόμου για την ρύθμιση της κατάστασης που είναι σχετική με την κατάχρηση του δημοσίου χρήματος αντί της πρόβλεψης στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα διακεκριμένων μορφών που θα τυποποιούσαν τα αντίστοιχα εγκλήματα που βλάπτουν την δημόσια περιουσία. Μια τέτοια επιλογή μπορεί να εξηγηθεί από τις πολύ αυστηρές ποινικές κυρώσεις που απειλούνται στις διατάξεις του νόμου 1608/1950 που σε περίπτωση ενσωμάτωσής τους στον Ποινικό Κώδικα θα έθεταν σε κίνδυνο την αξιολογική αρμονία και συνοχή του.
Η απειλή, δηλαδή ποινών θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης για εγκλήματα περιουσιακής φύσης θα διατάρασσε σε μεγάλο βαθμό την καθεστηκυία ιεράρχηση σε αξιολογικό επίπεδο της προστασίας των εννόμων αγαθών μέσω των ποινών που τυποποιούνται στα αντίστοιχα εγκλήματα. Αυτό το πρόβλημα, βέβαια, δημιουργείται αναπόφευκτα. Όμως, σε περίπτωση ενσωμάτωσης των παραπάνω διατάξεων στον Ποινικό Κώδικα, θα ήταν ακόμα πιο εμφανές και θα δημιουργούσε ακόμα περισσότερες αντιδράσεις για τις δρακόντειες ποινές του.

Παρά την εν συνεχεία εξομάλυνση του δημοσίου βίου, όμως αντί για να δρομολογηθεί η κατάργηση του Ν. 1608/1950, ωστόσο οι συνεχόμενες ανά τα χρόνια ισχύος του έως και σήμερα νομοθετικές; Επιλογές οδήγησαν στο αντίθετο άκρο. Ο νόμος αυτός, λόγω της διατήρησής του στην Ελληνική έννομη τάξη και των τροποποιήσεων που έχει υποστεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να λάβει τον χαρακτηρισμό ενός προσωρινού νόμου εκτάκτου ανάγκης ή μιας βραχύβιας – εξαιρετικής ρύθμισης και έτσι δεν μπορεί πλέον παρά να αντιμετωπίζεται ως μια “φυσική προέκταση του Ποινικού Κώδικα” 8.

Το πεδίο εφαρμογής του διευρύνθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ιδίως με το Ν. !738/1987 και η διατήρηση – ενίσχυση ενός τέτοιου δρακόντειου νόμου σε μια φιλελεύθερη έννομη τάξη δημιουργεί τεράστια δογματικά ζητήματα και αξιολογικές αντιφάσεις με τον Ποινικό Κώδικα και το Σύνταγμα, όπως θα αναλυθεί και θα αποδεχθεί στην συνέχεια της παρούσης εργασίας.

1.2 Οι χαρακτηριστικές ρυθμίσεις του νόμου και τα σημαντικότερα προβλήματα του
Αφού προηγήθηκε η ιστορική αναδρομή του νόμου για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος, θα απαριθμήσουμε τα σημαίνοντα σε επίπεδο ρυθμίσεων χαρακτηριστικά του νόμου, όπως αυτό ισχύει από τότε έως και σήμερα , εντοπίζοντας παράλληλα και τα βασικότερα προβλήματα του. Κάποια από αυτά είναι η αναγωγή της δημόσιας περιουσίας σε υπέρτατο αγαθό ( εξομοιωμένο με αυτό της ζωής ή του πολιτεύματος) , η πρόβλεψη της ανελαστικής ποινής της ισόβιας κάθειρξης για περιουσιακής φύσης αδικήματα, ή ασάφεια σε μέρος στοιχείων της νομοτυπικής μορφής.

1.βλ. πιο αναλυτικά σε Αναγνωστόπουλο Η. “Το Ελληνικό δημόσιον και οι καταχραστές του(Παρατηρήσεις στον Ν. 1608/1950) Ποιν Χρ, Με σελ 882 επ.

2 θέμις (1924), σελ 667 επ. Η Αιτιολογική Έκθεση του ψηφίσματος: “ Η αθρόα από τινός χρόνου διάπραξις ιταμών και ασύστολων καταχρήσεων σε βάρος του δημοσίου πλούτου δικαίως διήγειρε πανταχού την αγανάκτησιν συμπάσης της κοινωνίας και των κυβερνητών της Χώρας.. Αληθώς όταν ο Ελληνικός λαός καλείται καθ΄ εκάστην υπό της πολιτείας εις ας οικονομικάς θυσίας προς ανακούφισιν των βαρών αυτής και εκπλήρωσιν των αναποφεύκτων του Κράτους αναγκών, βαθμιαίαν δε κατά το εφικτόν ισοσκέλισιν του προϋπολογισμού και αποκατάστασιν της κοινής ευημερίας, αισθάνεται τις ανέκφραστον αποτροπιασμόν, βλέπων τινάς των εντεταλμένων την διαχείρισιν του δημοσίου πλούτου μετά τοσαύτης αναιδείας επιδιδομένους τον ίλιγγον, διασπαθίζοντας δε και κατασωτεύοντας τούτο εν τη χλιδή και ακολουθία”.

3. Πλαστογραφία (άρθρα 247-258 ΠΝ), νόθευσης δημοσίων σφραγίδων και σημάντρων ( άρθρα 385-387, 389- 390 και 393 ΠΝ), απάτη (άρθρα 396 – 397 και 399- 402 ΠΝ), ιδιοποίησης (άρθρα 394-395 ΠΝ), συμμέθεξις εις πράγματα μη συμβιβαζόμενα με το έργο της Δημόσιας υπηρεσίας (άρθρα 464-466 ΠΝ), απιστία περί την ενέργεια της Δημόσιας περιουσίας (άρθρα 482-486 ΠΝ) και παραχάραξις χαρτοσήμων ή άλλων παντός είδους ενσήμων εισπράξεως τελών.

4. Και οι δύο αυτοί Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, με τους οποίους το κράτος προσπάθησε να αντιμετωπίσει την εγκληματική δραστηριότητα που στρεφόταν κατά της δημόσιας περιουσίας γεννήθηκαν αμφότεροι σε μεταπολεμικές περιόδους κα εν μέσω πολλών κοινωνικών αναταραχών. Μετά την λήξη των καταστροφικών αυτών πολέμων ή εγκληματική δράση που στόχευε κατά της δημόσιας περιουσίας είχε λάβει τεράστιες διαστάσεις λόγω της ανεξέλεγκτης σύγχυσης και αναταραχής που επικρατούσαν υπό τις μεταπολεμικές αυτές συνθήκες. Συνακόλουθη ήταν η έντονη απορρύθμιση του κοινωνικού ιστού, λόγω της διάπραξης αυτών των εγκλημάτων, προκαλώντας αναστάτωση τόσο στο κράτος όσο και στους πολίτες του. Βλ. πιο αναλυτικά σε Ζαχαριάδη Α.

Ο νόμος 1608/1950 “Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων διά τους καταχραστάς του Δημοσίου”. Κριτική Επισκόπηση Νομολογίας, σελ 73 επ. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1995.

5 Θέμις 1950, σελ. 770 επ “Αι καταχρήσεις του δημοσίου χρήματος, διαπραττόμεναι είτε παρ΄ ιδιωτών είτε παρά δημοσίων λειτουργών, επέσυρον παρ΄ ημίν κατά τα τελευταία έτη την προσοχή του νομοθέτου… Ήδη ευρισκόμεθα εις περίοδον χείρονα εκείνης ήτις είχε δημιουργηθεί μετά την λήξιν του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, νέαι δε καταχρήσεις αποκαλυπτόμενοι συνταράσσουν την κοινήν γνώμην…Αδίστακτοι εγκληματίαι, παρακινούμενοι από τον ασήμαντον επαγγελματικόν κίνδυνον το οποίον συνιστούν αι ποιναί αυταί, επιδίδονται εις πράξεις λεηλασίας του δημοσίου πλούτου, προσβάλλοντας όχι μόνο την πίστη του Κράτους και τα συμφέροντα των βαρύτατα φορολογούμενων πολιτών, αλλά και αυτά τα στοιχειωδέστερα αισθήματα ανθρώπινης δικαιοσύνης και ισότητας..”

6. Θέμις 1950, Πρακτικά της Βουλής Συνεδρίαση ΚΕ΄/ 13.12.1950, σελ 774

7. πλαστογραφία (άρθρο 216 ΠΚ), πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων (άρθρο 218 256 ΠΚ), υπεξαίρεση στην υπηρεσία (άρθρο 258 ΠΚ), κλοπή (άρθρο 372 ΠΚ), υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΠΚ) και απάτη (άρθρο 386 ΠΚ).

8. Αναγνωστόπουλος Η, ό.π, σελ.884

kataxrastes

spot_img

Τώρα ζωντανά! Web Radio από το Ελληνικό Φαινόμενο!

 

 

Τελευταία νέα

Το καθεστώς του Κυριάκου Μητσοτάκη απαγορεύει στους Έλληνες πολίτες να αγωνίζονται κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών – απόφαση όνειδος για αναθηματική στήλη της Επιτροπής...

Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Αμπατζόγλου* Τον Οκτώβριο του 2023 συμμετείχα στις Περιφερειακές εκλογές ως Υποψήφιος Περιφερειακός Σύμβουλος στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και συγκεκριμένα στην Περιφερειακή Ενότητα (Π.Ε.) Δράμας με την παράταξη Περιφερειακή Σύνθεση του κ. Χριστόδουλου Τοψίδη. Τότε,...

Το 26ο Διεθνές Συνέδριο Αθλητικού Δικαίου στην Αθήνα…

Στο αρμόζον κλίμα, για την περίσταση, έλαβε χώρα η Τελετή έναρξης  του 26ου Διεθνούς Συνεδρίου Αθλητικού Δικαίου  στις 13 Δεκεμβρίου με το  ξεχωριστό πολιτισμικό χρώμα του βιολοντσέλου με τον ύμνο στον Απόλλωνα και την Ωδή της χαράς. Την εκδήλωση τίμησαν με...

Η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος προχώρησε στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν σε κλοπές οχημάτων από περιοχές της Θεσσαλονίκης.

Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος προχώρησε στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν σε κλοπές οχημάτων από περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Αττικής και στην παραποίηση των αναγνωριστικών στοιχείων τους, με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους...