Του Δημήτρη Ρομποτή*
“Cyber Monday” χτες, αποφάσισα και εγώ να αγοράσω κάποια καινούργια ηλεκτρονική συσκευή μήπως χάσω την έκπτωση, όμως κατέληξα να αγοράζω …καπότες και μάλιστα στην οικονομική συσκευασία των 850 τεμαχίων! Τελικά δεν τις πήρα διότι αφενός δεν τις χρειάζομαι αφού δεν πηδάω – δεν αδειάζω ούτε για σωστό χέσιμο, το σέξ μού’λειψε! – κι’αφετέρου ήταν οι πολύ έξτρα “λάρτζ” με τρία-τέσσερα Χ και τί να βάλω μέσα; Τόσο μεγάλες που ήταν χωρούσα και εγώ ολόκληρος, μέχρι και τα υποδήματα 46 νούμερο παρακαλώ! Ούτε αυτοί που γονιμοποιούν αγελάδες χειροποιήτως δεν φοράνε τόσο μεγάλες, τις βλέπεις και αισθάνεσαι σπιθαμιαίος ως άνδρας, ιδιαίτερα καθώς σκέφτεσαι ότι υπάρχουν κάποιοι με τέτοιο “σάιζ” οι οποίοι τις χρησιμοποιούν.
Εκτός κι’αν το κάνουν για εφέ, τις αγοράζουν δηλαδή για να δείξουν στο έτερο και συνήθως βλακωδέστερο ήμισυ ότι τις περιμένει απόλαυση έξτρα “λαρτζ” μέχρι που έρχεται η στιγμή της αλήθειας και πέφτουν τα προσωπεία μαζί με τα υπερμεγέθη προφυλακτικά τα οποία έτσι και δεν έχεις κανονικό να φορέσης πρέπει να δέσης σφιχτά με ζωστήρα ειδάλλως τα έχασες προ της μάχης κι’άντε μετά να ζητάς “τάιμ άουτ” για να ξαναφορέσης την …ασπίδα. Εχασες το παιχνίδι, η αιθέρια ύπαρξη θα συνειδητοποιήση το λάθος και θα σου πη, για να μη σε πληγώση, “πέρασε η ώρα, πρέπει να κοιμηθώ, έχω και οδοντογιατρό το πρωί”. Και το κερασάκι; “Είσαι και εσύ κουρασμένος καημένε”! Εντός ολίγων λεπτών βρίσκεσαι μισοζωσμένος και με τα παπούτσια ανά χείραν στον καναπέ του σαλονιού, το φυσάς στην κυριολεξία και επίσης δεν κρυώνει στην κυριολεξία, τί να κάνης όμως, ποιείς την νήσσαν μέχρι να σε ξεπροβοδίση κι’όταν με το καλό βρεθής σε απόσταση ασφαλείας της ρίχνεις ένα χέσιμο της καριόλας που είναι όλο δικό της! Μετά σταματάς σε ένα ντέλι για κανένα γιαουρτάκι και την αυριανή έκδοση του Εθνικού Κήρυκος η οποία κυκλοφορεί την προηγούμενη βραδιά για να είναι …αυριανή.
Ολα αυτά περάσανε σαν “φλασιά” που λένε και οι βαρεμένοι οι Νεοέλληνες μπροστά μου καθώς ήμουν έτοιμος να παραγγείλω τις καπότες και άλλαξα γνώμη, συμβιβαζόμενος με κάτι λιγότερο προκλητικό και συνάμα περισσότερο χρήσιμο: μια ηλεκτρική οδοντόβουρτσα! Αν μάθω να τη χρησιμοποιώ κιόλας καλά θα είναι, ειδάλλως θα την αφήσω σε καμμιά άκρη και θα τη δώσω δώρο για να βγάλω καμμιά υποχρέωση όπως τα βιβλία που μου προσφέρετε, διάφοροι επίδοξοι συγγραφείς και ποιητές, χιχιχιχιχιχί! Νομίζετε ότι τα διαβάζω; Χέστηκα, έχω πολύ πιο σοβαρά πράγματα να κάνω και τουλάχιστον 300 βιβλία που θέλω να διαβάσω το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα για να σας προσφέρω τόσον πολύ από τον χρόνο μου. Τα δίνω λοιπόν και εγώ σε άλλους με την ελπίδα ότι θα τα εκτιμήσουν αυτοί για σας. Δεν τα πετάω πάντως, αυτό είναι σίγουρο! Τα βιβλία σας πάντα πιάνουν τόπο, όχι μαζί μου όμως. Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι με τον όρο “καπότες” δεν εννοώ τις κελεμπίες που φοράνε οι Σαρακατσαναίοι και τις ονομάζουν τοιουτοτρόπως, αφού η λατινινικής προελεύσεως λέξη σημαίνει σκέπασμα, κάλυμμα. Στην ισπανικήν το “καμπριολέ” ή εξώπλατο αυτοκίνητο ονομάζεται (και προφέρεται) “ντεσκαποτάδο”, ξεσκέπαστο δηλαδή. Δεν ήμουν λοιπόν σε αναζήτηση παλτό, από αυτά έχω και μου περισσεύουν. Οταν μιλάω για καπότες εννοώ τα προφυλακτικά τα οποία όσο περνάει ο καιρός καταλαμβάνουν όλο και περισσόττερο χώρο στα ράφια των καταστημάτων. Κάποτε υπήρχαν δύο κουτιά, ένα μπλε και ένα κόκκινο. Τώρα υπάρχουν 50 διαφορετικές μάρκες και μεγέθη, άλλα για περιτετμημένα ή μη πέη, ξηρά ή γρασαρισμένα, από ανακυκλωμένο πλαστικό για τους φυσιολάτρες ή από κανονικό πλαστικό για αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τα “οργκάνικ” και τρώνε ό,τι βρούνε ή ό,τι κάτσει στα γιαπωνέζικα. Δεν ξέρω αν έχετε δει την ταινία με τον Ρόμπιν Ουίλιαμς, δεν θυμάμαι τον τίτλο, αυτήν που το παίζει Ρώσσος σαξοφωνίστας επί κομμουνισμού που έρχεται στη Νέα Υόρκη και ζητάει πολιτικό άσυλο. Την πρώτη φορά που πήγε σε αμερικάνικο σούπερμαρκετ να αγοράση ένα βάζο καφέ, όταν είδε την αμέτρητη ποικιλία από μάρκες και χρώματα συσκευασίας έπαθε ζαλάδα και λιποθύμησε! Το ίδιο συναίσθημε νοιώθει κανείς όταν βρεθή ενώπιον στίβας από καπότες! Δεν ρώτησα, αλλά είμαι σίγουρος ότι έχουν και “γκλούτεν φρι”, χωρίς ζάχαρη και γαλακτοκομικά για να τις αγοράζουν και οι “βέγκαν” βέγγοι. Τό’χουμε παραχέσει με όλα και οι καπότες δεν θα μπορούσαν να είναι αξαίρεση! Παλιά έμπαινες στο μαγαζί, έπαιρνες το κουτάκι σου και έφευγες χωρίς πολλά πολλά, δεν χρειαζόταν να σε ξέρουν και να τους ξέρης. Τώρα, πρέπει να στηθής μπροστά από την καποτοέκθεση, εν συνεχεία να παίρνης ένα ένα τα κουτιά να διαβάσης τις τεχνικές πληροφορίες – ούτε μίξερ να ήτανε – να δης αν έχουν άρωμα και τί άρωμα και εκεί που νομίζεις ότι έχεις καταλήξει να έρχεται το πουτανάκι η πωλήτρια με καμμιά 25αριά χρόνια λιγότερα από τα δικά σου και να σου λέη με μια φυσικότητα λες και μιλάει για …φέτα, “αυτήν αγοράστε, κύριε, πάει με όλα και αρέσει πολύ!” Τί να της πής, πως όταν αυτή ερχόταν εσύ γύριζες είναι κλισέ και έπειτα ξέρεις κατά βάθος ότι αυτή ξέρει περισσότερα από σένα και σου βάζει τα γιαλιά (όχι και την καπότα, δυστυχώς!), οπότε κάνεις πως χαμογελάς και βγάζεις τον σκασμό! Η χαριστική βολή όμως φτάνει καθώς περνούν λεπτά και τέταρτα και εσύ είσαι ακόμα στο ίδιο σημείο διαβάζοντας τα “σπεσιφικέισονς κάθε καπότας”. Και εκεί που έχεις ξεχαστεί, έχεις γίνει “αμπζόρμπντ”, “μέσμεραϊζντ” λές και είσαι στη δημόσια βιβλιοθήκη και έχεις ξεχαστεί με τον Ναμπόκωφ, ξανά μπροστά σου το νυμφίδιο με μάτια γουρλωμένα. “Ακόμη δεν αποφασίσατε;;; Μην το πολυψάχνετε, καμμία δεν είναι τέλεια, εσείς είστε που κάνετε την καπότα κι’όχι η καπότα εσάς. Ακούστε με που σας λέω, όποια και να πάρετε είμαι σίγουρος ότι θα σας βγάλη ασπροπρόσωπο”! Και κλείνοντας το όλο τσαχπινιά ματάκι της με άφησε σύξυλο με τις 3Χ έξτρα “λάρτζ” στο χέρι να αναλογίζωμαι τη σοφία των λόγων της και τη μαλακία που με δέρνει!
Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.
ΥΓ: 1) Καλύτερα ήλιος με δόντια παρά συννεφιά με χαμόγελο …
2) Στρατευμένοι στη σοβαροφάνεια πιθηκίζουν σοβαρότητα …