Η τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος» είναι έργο του Σοφοκλή . Η χρονολογία συγγραφής του έργου θεωρείται άγνωστη. Εικάζεται ότι παρουσιάστηκε τελικά για πρώτη φορά το 428 π.Χ. Πολλοί κριτικοί, συμπεριλαμβανομένου και του Αριστοτέλους , θεωρούν τον Οιδίποδα Τύραννο ως την κορυφαία τραγωδία που έχει γραφεί ποτέ. Βασίζεται στον Θηβαϊκό δραματικό κύκλο ή κύκλο των Λαβδακιδών. Κεντρική ιδέα είναι η θέση πως ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει από το πεπρωμένο του.
Ο Σοφοκλής στο μουσείο Πούσκιν της Μόσχας
Ο Λάιος, βασιλιάς της Θήβας, είχε πάρει χρησμό πως το παιδί που θα γεννούσε με την Ιοκάστη θα σκότωνε τον πατέρα του και θα παντρευόταν τη μητέρα του. Έτσι, όταν ο γιος τους γεννήθηκε, τρύπησαν τα πόδια του και τον άφησαν έκθετο στον Κιθαιρώνα. Κάποιος βοσκός βρήκε το βρέφος, το έσωσε και το έδωσε σε άλλο βοσκό, που το παρέδωσε στον αφέντη του, τον βασιλιά της Κορίνθου. Αυτός το μεγάλωσε σαν παιδί του. Όταν ο Οιδίπους μεγάλωσε, αμφιβάλλοντας για την καταγωγή του, πήγε στο μαντείο των Δελφών, όπου πληροφορήθηκε πως υπήρχε χρησμός σύμφωνα με τον οποίο έμελλε να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του. Θέλοντας να αποφύγει την πραγματοποίηση του φοβερού αυτού χρησμού, δεν επέστρεψε στην Κόρινθο και σ’ εκείνους που θεωρούσε γονείς του. Στον δρόμο του όμως συνάντησε και αμυνόμενος σκότωσε τον Λάιο, αγνοώντας πως είναι πατέρας του. Όταν έφτασε στην Θήβα, έλυσε το αίνιγνα της Σφίγγας και κέρδισε τη βασιλεία της πόλεως, παίρνοντας την Ιοκάστη γυναίκα του και αποκτώντας μαζί της τέσσερα παιδιά. Την Θήβα έπληξε όμως φοβερός λοιμός, υπεύθυνος για τον οποίο είναι ο δολοφόνος του Λαΐου. Ο Οιδίπους αναλαμβάνει να τον βρει και να σώσει την πόλη. Στην πορεία αναζήτησης του δολοφόνου, ο ήρωας ανακαλύπτει ποιός είναι πραγματικά ο ίδιος. Όχι μόνο είναι ο φονέας του προηγούμενου βασιλιά της Θήβας, αλλά και δολοφόνος του πατέρα του και σύζυγος της μητέρας του. Ύστερα από την αποκάλυψη της τραγικής αλήθειας, η Ιοκάστη απαγχονίζεται και ο Οιδίπους αυτοτυφλώνεται, εκλιπαρώντας για εξορία και ανησυχώντας για την τύχη των παιδιών του.
Πίνακας περιεχομένων
- 1Πρόλογος
- 2Πάροδος
- 3Α΄Επεισόδιο
- 4 Στάσιμο Α΄
- 5Β΄επεισόδιο
- 6 Β΄Στάσιμο
- 7Γ΄Επεισόδιο
- 8 Γ΄Στάσιμο
- 9 Δ΄Στάσιμο
- 10Έξοδος
- 11Βασικά μοτίβα
- 12 Παραστάσεις
- 13 Ταινίες
- 14 Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα
- 15 Παραπομπές
- 16 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Πρόλογος
(Χρησμός για τη σωτηρία)
Ακούγονται θρήνοι από την πόλη. Iκέτες από τη Θήβα έρχονται και ακουμπούν στον βωμό των ανακτόρων ικετήριους κλάδους. Ο Οιδίποδας εμφανίζεται και απευθύνεται στους πολίτες: «γιατί γέμισε η πόλη θυμιατήρια και μοιρολόγια;» τους ρωτά. «Βγήκα να ακούσω από το στόμα σας κι όχι από αγγελιαφόρους, πείτε μου, πείτε στον ένδοξο, όπως όλοι με λένε Οιδίποδα, τι θέλετε». Η τραγωδία ξεκινά με την ειρωνεία ο Οιδίποδας να εμφανίζεται καμαρώνοντας δικαιολογημένα για την δόξα του, την οποία τονώνουν στην συνέχεια και οι ιερείς που παίρνουν το λόγο για να εξηγήσουν την αιτία του ερχομού τους:
Ο Οιδίπους βρίσκει τη λέξη άνθρωπος στο αίνιγμα της Σφίγγας έργο του Ενγκρ 1805
“Ο τόπος μας έχει βουλιάξει σε ωκεανό θανάτου και δεν μπορεί να πάρει ανάσα…
πεθαίνουν τα ζώα, οι γυναίκες γεννούν νεκρά παιδιά, ερημώνεται η πόλη του Κάδμου
και ο μαύρος Άδης πλουτίζει με στεναγμούς και θρήνους και ήρθαμε σε σένα
που μας έσωσες μια φορά από τη σκληρή αοιδό (ενν. τη Σφίγγα ) για να μας ξανασώσεις,
εσύ ο άριστος των θνητών, ο σωτήρας μας, γιατί καλύτερα να εξουσιάζεις τη χώρα μας
με ανθρώπους παρά έρημη ανδρών -ὡς οὐδέν ἐστιν οὔτε πύργος οὔτε ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν
μὴ ξυνοικούντων ἔσω”: τίποτα δεν αξίζει, ούτε το κάστρο ούτε το καράβι
αν δεν έχει μέσα άνδρες “.
Ο Οιδίποδας τους λέει ότι δεν τον ξύπνησαν από βαθύ ύπνο, όχι μόνον τα ξέρει όλα αυτά, μα ήδη έχει κλάψει, γιατί ο πολίτης έχει να στενοχωριέται για τον ίδιο μοναχά, ενώ εκείνος στενοχωριέται για τον ίδιο μα και για τους πολίτες συνάμα. Τους λέει ότι πολύ έχει σκεφτεί για λύση και έστειλε μάλιστα επί τούτου τον αδελφό της γυναίκας του (τον Κρέοντα ) στους Δελφούς για να ρωτήσει τους θεούς τί να κάνουν.
Εμφανίζεται τότε κεφάτος ο Κρέοντας που αιτιολογεί την μάλλον ανάρμοστη χαρά του: «επειδή και το δύσκολο αν φέρνει λύση, αίσιο είναι». Και λέει τελικά ότι τα προβλήματά τους θα πάρουν τέλος όταν γίνει αυτό που ζητάει ο Απόλλων, που «θέλει με φόνο να εξαγνίσουν έναν φόνο». Λέει πως ο Απόλλωνζητάει εξαγνισμό για ένα έγκλημα παλαιό, θέλει να βρεθεί και να τιμωρηθεί εκείνος που σκότωσε τον Λάιοτον βασιλιά, «που βασίλευε εδώ προτού έρθεις εσύ να αναλάβεις την διακυβέρνηση, Οιδίποδα». «Τον έχω ακουστά» λέει ο Οιδίπους, «μα δεν τον γνώρισα ποτέ. Πώς θα διαλευκάνουμε τώρα όμως ένα τόσο παλιό έγκλημα;» Ο Κρέοντας απαντά
“το ζητούμενο βρίσκεται, εκείνο που ξεφεύγει είναι ό,τι παρατάμε
(“τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, ἐκφεύγειν δὲ τἀμελούμενον”). .
Ο Οιδίπους ρωτάει λεπτομέρειες για το πότε και πού ακριβώς σκότωσαν τον πρώην βασιλιά. «Δεν ξέρουμε πολλά γιατί σκοτώθηκαν όλοι οι συνοδοί του Λαΐου εκτός από έναν που από φόβο το έσκασε κι αυτός. Το μόνο που ήξερε να πει ήταν πως δεν τον σκότωσε ένα χέρι, αλλά πολλά» Ο Οιδίποδας συμπληρώνει πως «όντως κανείς ληστής δεν θα τολμούσε να σκοτώσει έναν βασιλιά αν δεν τον πλήρωναν κάποιοι από την πόλη» και αναρωτιέται γιατί οι πολίτες δεν αναζήτησαν τους φταίχτες. «Γιατί είχαμε πιο επείγον πρόβλημα τότε, με την Σφίγγα» του υπενθυμίζει ο Κρέοντας. Ο Οιδίποδας λέει πως τώρα δεν έχουν εμπόδιο τη Σφίγγα για να αναψηλαφήσουν την υπόθεση και υπόσχεται (τραγική ειρωνεία) να βρει εκείνος ο ίδιος τον ένοχο:
“αὖθις αὔτ᾽ ἐγὼ φανῶ… ἀποσκεδῶ μύσος…” (εγώ θα φέρω στο φως τον ένοχο, θα αποδιώξω το μίασμα της πόλης)
“όχι μόνο για να εκδικηθώ το φονιά του Λάιου, μα και για το δικό μου καλό, γιατί όποιος σκότωσε εκείνον,
μπορεί και εναντίον μου να στραφεί, οπότε βρίσκοντας το φονιά, τον εαυτό μου ωφελώ” Και καταλήγει :
“ή θα ευτυχήσουμε με τη δύναμη του Θεού ή θα χαθούμε για πάντα”.
Πάροδος
(Εικόνα της πόλης)
Ο Χορός παρακαλάει τους Θεούς, την Αθηνά, την Αρτέμιδακαι τον Απόλλωνα, να τους σώσουν από αυτό που τους βρήκε, το θανατικό της πόλεώς τους, με τους νεκρούς στους δρόμους να μεταδίδουν την ασθένεια, με μανάδες με λευκά μαλλιά να θρηνούν τα παιδιά τους (άρα γυναίκες που δεν μπορούν λόγω ηλικίας να παρηγορηθούν κάνοντας άλλο παιδί), αλλά και με τη δραματική εικόνα των άταφων νεκρών που δείχνει την κάκιστη ψυχολογική κατάσταση των πολιτών. Ο χορός ρίχνει το φταίξιμο στον Άρη και ζητάει από τους άλλους τρεις θεούς να τον καταδιώξουν και να φύγει από την πόλη τους πια.
Α΄ Επεισόδιο
(ή Α΄ Πράξη αντίστοιχα, Ανακοινώσεις Οιδίποδα)
Ο Οιδίποδας προχωρεί σε ανακοινώσεις προς τον χορό και ζητάει τρόπον τινά τη βοήθεια του λαού, επικηρύσσει τους δράστες υποσχόμενος καλή αμοιβή σε όσους δώσουν πληροφορίες αλλά και αμνηστία σε όποιον φοβάται μήπως θεωρηθεί συνένοχος (θα του επιτρέψει να φύγει ζωντανός από τη χώρα). Λέει ότι ο ίδιος είναι αμέτοχος σε όλα αυτά και θα ψάξει του φονιάδες, μα δίχως συνδρομή από τους πολίτες δεν θα φτάσει μακριά (η έρευνά του). Διατάζει τους πάντες «αν ξέρουν κάποιον από τους δράστες να μην τον αφήνουν να μπαίνει στο σπίτι τους όσο στενός συγγενής κι αν είναι, να μην του μιλούν, να μη θυσιάζει ούτε να προσεύχεται μαζί του, να μην του δίνει αγιασμένο νερό για θυσίες, όλοι να τον διώχνουν,
…κι αυτός ο κακούργος να ξοφλήσει το φόνο δίνοντας τέλος στη ζωή του άθλια,
κι αν τύχει να είναι δικός μου συγγενής και να το ξέρω και να σωπάσω,
τότε να πάθω εγώ αυτά που καταριέμαι για εκείνον…
και θα έψαχνα το φονιά ακόμα κι αν δεν το ζητούσαν οι θεοί, γιατί ήταν άριστος και βασιλιάς,
και συγγενής μου, αφού πήρα τη γυναίκα του και αφού τα παιδιά μας θα ήταν αδέλφια με τα δικά του
αν είχε προλάβει να αποκτήσει δικά του παιδιά, και θα βρω το φονιά
όπως θα τον έβρισκα για τον ίδιο μου τον πατέρα”.
Ο Χορός που εκπροσωπεί τους πολίτες και που όμως ως γέροντες μπορεί να αντιμιλήσει στο βασιλιά, διαμαρτύρεται ότι τον καταριέται ο Οιδίπους ενώ δεν έκανε κανένας τους το φόνο, μα ούτε και έχει ιδέα ποιος το έκανε. Στο κάτω – κάτω λένε οι γέροντες, αφού ο Απόλλωνας ανακινεί το θέμα, ας μας πει και ποιος το έκανε. Ο Οιδίπους συμφωνεί μα λέει ότι «κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τους θεούς να πουν εκείνα που οι ίδιοι δεν θέλουν να πουν». Ο χορός προτείνει να συμβουλευθούν τον Τειρεσία που ξέρει όσα κι ο Απόλλωνας. «Το φρόντισα» απαντά ο Οιδίποδας «και περιμένω να έρθει». Ο χορός λέει ότι εν τω μεταξύ εικοτολογούν και δεν λέει να φανεί ο φονέας από φόβο. Ο Οιδίποδας σχολιάζει ότι
“δεν φοβάται τα λόγια εκείνος που δεν φοβάται να σκοτώσει”.
Έρχεται τότε ο Τειρεσίας και ο Οιδίποδας αμέσως τον παρακαλεί να σώσει την πόλη με όποιο τρόπο μπορεί, γιατί είναι ο μόνος θνητός που ξέρει τόσο πολλά.
“Πόσο τρομερό και βαρύ είναι να ξέρεις, όταν αυτό που ξέρεις δεν σε ωφελεί. Άφησέ με να γυρίσω σπίτι μου”
λέει ο Τειρεσίας. “Μα σε θερμοπαρακαλούμε όλοι να μείνεις να μας πεις την αλήθεια” τον ικετεύει ο Οιδίποδας.
“Παρακαλάτε επειδή δεν την ξέρετε” επιμένει κι εκείνος.
(Σύγκρουση Οιδίποδα και Τειρεσία)
Ο Οιδίποδας θυμώνει, τον κατηγορεί ότι καταστρέφει την πόλη, ότι προδίδει την πόλη που τον έθρεψε, ότι μπορεί να κάνει ακόμα και πέτρα να οργιστεί, τον βρίζει ως ελεεινό, ως τον πιο κακούργο από όλους τους κακούργους, όμως ο μάντης επιμένει ότι έτσι κι αλλιώς όλα θα φανερωθούν ακόμα κι αν συνεχίσει να σωπαίνει. Ο Οιδίποδας φτάνει στο σημείο (ίσως για να τον προκαλέσει να μιλήσει) να τον κατηγορήσει ευθέως για φονιά, ότι εκείνος σχεδίασε τον φόνο κι ότι αν έβλεπε, θα τον διέπραττε κιόλας με τα χέρια του. Ο Τειρεσίας λέει «σε αυτή την περίπτωση τότε να κρατήσεις όσα καταράστηκες για τους άλλους και να μη χαιρετάς ούτε εμένα στον δρόμο ούτε κανέναν άλλον, γιατί κατά την γνώμη μου το μίασμα της χώρας είσαι εσύ». Θυμώνει ακόμα περισσότερο ο Οιδίπους που τολμάει να τον κατηγορήσει ο Τειρεσίας και θεωρεί ότι ο μάντης το είπε αυτό από εκνευρισμό. Εν τούτοις στην πίεση που του ασκεί ο Οιδίπους, ο Τειρεσίας ξαναλέει ξεκάθαρα:
Από το ισπανικό φεστιβάλ “Λούγκο” ( 2011), “Οιδίπους Τύραννος”.
“Εσύ είσαι ο φονιάς του άνδρα του οποίου τον φονιά ψάχνεις”
“Νομίζεις ότι μπορείς να ξεστομίζεις δυο φορές την ίδια ύβρι;” λέει ο Οιδίποδας
“Και όχι μόνο αυτό, αλλά δίχως να το ξέρεις έχεις αισχρές σχέσεις με τους
πολυαγαπημένους σου
και δεν μπορείς να δεις σε πόσο δυστυχισμένη θέση βρίσκεσαι”.
Ο Οιδίποδας τον κατηγορεί ότι είναι βαλτός από τον Κρέοντα και ο μάντις λέει ότι δεν χρειάζεται να τον βλάψει ο Κρέων και βλάπτει μονάχος του τον εαυτό του. Εν τούτοις ο Οιδίποδας συνεχίζει να στενοχωριέται που εκείνος που θεωρούσε φίλο και συγγενή του, δηλαδή ο Κρέων, συνωμοτεί από φθόνο εναντίον του, χρησιμοποιώντας ως όργανό του τον «μηχανορράφο απατεώνα ψευτοπροφήτη, που έχει μάτια για παράδες αλλά είναι τυφλός στη μαντική» Και επιτίθεται ξανά στον Τειρεσία «πες μου πότε ήσουν μάντις της προκοπής, κι αν ήσουν ποτέ κάτι, γιατί δεν έβρισκες σωτηρία από την Σφίγγα. Ολα τα κάνεις γιατί νομίζεις ότι θα έχεις μεγαλύτερη εξουσία αν έρθει στα πράματα ο Κρέοντας. Σαν να μου φαίνεται ότι τους καθαρμούς της πόλης από το μίασμα θα τους κάνετε εσύ κι ο Κρέων με τα κλάματά σας».
Παρεμβαίνει ο χορός που συνιστά και στους δύο ψυχραιμία, αφού το ζητούμενο είναι να βρεθεί λύση με τον χρησμό. Όμως ο Τειρεσίας θυμωμένος πια κι από την στάση του Οιδίποδος, λέει ότι δεν είναι δούλος του κι ουτε χρειάζεται για προστάτη του τον Κρέοντα επειδή έχει τον Απόλλωνα.
Η οικογένεια
«Εσύ με κατηγορείς για τυφλό, αλλά αφού είσαι ανοιχτομάτης πώς και δεν βλέπεις σε ποιό σπίτι μένεις, ποιοί είναι οι συγγενείς σου, ποιά είναι η μάνα σου, ποιός ο πατέρας σου, δίχως να το ξέρεις, εχθρός των δικών σου είσαι, αυτών που είναι στον Άδη κι εκείνων που είναι ακόμα στον επάνω κόσμο και η γοργή στην καταδίωξη Αρά θα σε βρει και θα σε χτυπήσει κι από τις δυο μεριές, κι από της μητέρας σου την μεριά κι από του πατέρα σου, που τώρα βλέπεις νομίζεις τα σωστά, και μετά θα βλέπεις μόνο σκοτάδι…
…Δεν θα υπάρχει λιμάνι ή βουνό που να μην αντηχήσει τους θρήνους σου, όταν συλλάβεις σε τι γάμο μπήκες,
που αγκυροβόλησες νόμισες σε λιμάνι, ενώ είσαι σε πέλαγα δίχως όρμους μέσα στο σπίτι σου,
κι ούτε αντιλαμβάνεσαι τα κακά που θα σε κάνουν ίσο με αυτό που πράγματι είσαι, κι εσένα και τα παιδιά σου,
δεν υπάρχει θνητός που η ζωή θα τον συνθλίψει πιο άγρια από εσένα” .
Αγανακτισμένος ο Οιδίποδας του λέει «να πάει να χαθεί, επιτέλους, δεν θα μου λείψεις καθόλου» και ο Τειρεσίας αντιλέγει «ήρθα επειδή με κάλεσες» και «θεωρείς ανόητο με αποκαλείς ανόητο, ενώ οι γονείς σου με θεωρούν σοφό». Ο Οιδίποδας ρωτάει «ποιούς γονείς εννοείς» και ο Τειρεσίας του λέει «θα φανούν όλα προτού νυχτώσει». Στην επιμονή του Οιδίποδος να σταματήσει τα αινίγματα και να πει επιτέλους καθαρά την αλήθεια, ο μάντις του λέει «αφού είσαι καλός με τα αινίγματα, λύσε τα μόνος σου». «Με ειρωνεύεσαι» του λέει ο βασιλιάς, «αλλά εγώ με αυτά τα αινίγματα έγινα μεγάλος και τρανός». Ο Τειρεσίας αποχωρεί προφητεύοντας ότι «θα βρεθεί ο άνδρας που ψάχνεις, ξένος που έγινε ντόπιος και που ήταν όμως ντόπιος εξαρχής,
θα πορευτεί στα ξένα με μπαστούνι τυφλός, ενώ έβλεπε,
φτωχός, ενώ ήταν πλούσιος, θα μάθει ότι με τα παιδιά του είναι αδελφός και πατέρας συνάμα.
Θα μάθει ότι είναι και γιος και σύζυγος της γυναίκας που τον γέννησε,
ότι είναι σπέρμα του άνδρα που σκότωσε”.
Στάσιμο Α΄
(Ο λαός αμφιβάλλει)
Ο Χορό αναρωτιέται ποιόν να εννοούσε ο Τειρεσίας που θα τον κατατρέχουν μέχρις εσχάτων οι Ερινύες, ποιος να είναι ο δυστυχής κατατρεγμένος που πάει να πετάξει μακριά απ τους χρησμούς, μα αυτοί σαν όρνια όλο τριγύρω του πετάνε ζωντανοί. Ο χορός δείχνει απρόθυμος να πιστέψει όσα τρομερά είπε ο μάντις.
Β΄επεισόδιο
(Διαμάχη Κρέοντα και Οιδίποδα)
Ερείπια της Καδμείας στη Θήβα
Ο Κρέων εμφανίζεται αγανακτισμένος επειδή έμαθε όσα του καταμαρτυρεί ο Οιδίποδας
Ηρθα συμπολίτες” λέει προς τον χορό “γιατί δεν αντέχω να ακούω με υπομονή
όσα έμαθα ότι λέει εναντίον μου ο τύραννος Οιδίπους[
Και ο Οιδίποδας όμως τον αντιμετωπίζει θυμωμένος, γιατί θεωρεί ότι επιβουλεύεται την εξουσία του. Ο Κρέων προσπαθεί να μιλήσει, του λέει «άκουσέ με», κι ο βασιλιάς τον διακόπτει:
“εσύ είσαι καλός στα λόγια, αλλά εγώ είμαι κακός στο να σε ακούω”.
Τον κατηγορεί ότι εκείνος επέμεινε να καλέσουν τον σεβαστό μάντι τώρα, ενώ ο Λάιος έχει χαθεί εδώ και τόσα χρόνια. «Και θα ήθελα να ήξερα -λέει ο Οιδίπους- γιατί δεν αποκάλυψε τότε όσα ήξερε ή εδώ και τόσα χρόνια, τι άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα και λέει όσα λέει». Ο Κρέων απαντά ότι δεν μπορεί να ξέρει. Ο Οιδίπους του λέει «το μόνο που άλλαξε ήταν πως συνεννοήθηκε κρυφά μαζί σου για να με κατηγορήσει και να γίνεις βασιλιάς». Ο Κρέων υποστηρίζει ότι έτσι κι αλλιώς ως αδελφός της Ιοκάστης ζει βασιλικά και θα ήταν ανόητος να θέλει να χάσει τον ύπνο του και να κυβερνά με φόβο -παρά όπως τώρα, που απολαμβάνει βασιλικές τιμές και παράλληλα κοιμάται ήσυχος. «Μη με κατηγορείς άδικα» λέει. «Αν θέλεις πήγαινε στο μαντείο να δεις αν διαστρέβλωσα τον χρησμό κι αν πράγματι το διαπιστώσεις, τότε σκότωσέ με, όχι με μια ψήφο την δική σου, αλλά με δύο -πάρε και τη δική μου» Ο Οιδίπους του λέει ότι πρέπει να θανατωθεί γιατί κρυφά συνωμότησε εναντίον του και τότε έρχεται η Ιοκάστη.
(Ικεσία Ιοκάστης και Χορού)
«Η χώρα υποφέρει κι εσείς λογομαχείτε» τους μαλώνει και τους δύο. Ο Κρέων αντιδρά γιατί ο Οιδίπους θέλει να τον σκοτώσει και ο Οιδίπους αντιλέγει ότι το κάνει επειδή πρώτος ο Κρέων τον παγίδευσε. Η Ιοκάστη τους εκλιπαρεί να δείξουν ψυχραιμία Ο χορός παρεμβαίνει και ζητά από τον Οιδίποδα να ξανασκεφτεί όσα είπε και να δείξει επιείκεια και λογική και να μην εκτοξεύει άδικες κατηγορίες εναντίον ορκισμένου φίλου. «Τότε είναι σαν να καταστρέφω τον εαυτό μου» λέει ο βασιλιάς. «Η χώρα δυστυχεί και στα παθήματά της δεν πρέπει να προστεθεί άλλο», λέει ο χορός, οπότε ο Οιδίπους υποχωρεί. «Ας φύγει ελεύθερος κι αν εξοριστώ εγώ ατιμασμένος…», λέει ο Οιδίποδας και διώχνει τον Κρέοντα.
(Αντιστροφή)
Η Ιοκάστη μένει με τον Χορό θέλοντας να μάθει τί συνέβη. Ο Οιδίπους νιώθει αμήχανα που υποχώρησε στη συναισθηματική πίεση του Χορού. Ο Χορός του απαντά ότι υπήρξε μέχρι τώρα πολύ καλός βασιλιάς για την αγαπημένη τους πατρίδα και πρέπει για άλλη μια φορά να δείξει πόσο καλός κυβερνήτης είναι.
Ο Οιδίποδας με τα μάτια του Alexandre Cabanel.
(Ο Οιδίποδας αρχίζει να αγωνιά)
Η Ιοκάστη ζητάει να μάθει τί συνέβη και ο Οιδίπους της λέει ότι ο Κρέων έβαλε τον Τειρεσία να τον κατηγορήσει για φονιά του Λαΐου. Εκείνη για να τον καθησυχάσει του λέει:
“Ανοησίες. Δεν υπάρχουν αληθινοί μάντεις και θα στο αποδείξω.
Είχαν δώσει χρησμό στον Λάιο ότι θα τον σκοτώσει ο γιος του
κι όμως τον σκότωσαν ληστές στη διασταύρωση τριών οδών.
Όσο για τον γιο μας, ο ίδιος του έδεσε τα πόδια σαν ήταν τριών ημερών
και έβαλε να τον πετάξουν στα βουνά.” .
Ο Οιδίπους αρχίζει να συνειδητοποιεί την φρικτή αλήθεια επειδή η Ιοκάστη μίλησε για διασταύρωση τριών οδών. Ζητάει να μάθει πότε έγινε αυτό ακριβώς και πού ήταν το σημείο συνάντησης τριών οδών και καθώς εκείνη του λέει, αναλογίζεται το σημείο στο οποίο την ίδια εποχή είχε σκοτώσει εκείνος κάποιους άνδρες, δίχως να ξέρει ότι επρόκειτο για τον Λάιο και την συνοδεία του. Ρωτάει για πρώτη φορά να μάθει το παρουσιαστικό του Λαΐου και η Ιοκάστη του λέει «είχαν μόλις αρχίσει να ασπρίζουν τα μαλλιά του και έμοιαζε λίγο με εσένα». Ζητά να μάθει πόσοι ήταν, ελπίζοντας να ακούσει ότι ο Λάιος είχε μεγάλη συνοδεία, αλλά η Ιοκαστη του λέει ότι ήταν όλοι κι όλοι πέντε, με μια άμαξα που έφερε τον Λάιο. «Και ποιος σου εξιστόρησε όσα έγιναν» ρωτάει πλέον με μεγάλη αγωνία ο Οιδίπους. «Ένας υπηρέτης, που έζησε» απαντά εκείνη. «Είναι εδώ;» ζητά να μάθει ο Οιδίπους. «Όχι» απαντά εκείνη. «Όταν ήρθε και είδε ότι είχες γίνει εσύ βασιλιάς, άγγιξε τα χέρια μου και παρακάλεσε να τον στείλω στους αγρούς για να βλέπει μόνον από μακριά την πόλη». Ο ΟΙδίποδας ζητάει να τον δει όσο γρηγορότερα γίνεται. Η Ιοκάστη συμφωνεί αλλά θέλει να μάθει γιατί αγωνιά.
Της λέει ότι πατέρας του ήταν ο Πόλυβος της Κορίνθου, αλλά σε μια ταβέρνα ένας μεθυσμένος είπε ότι ο Οιδίπους δεν ήταν γνήσιο βασιλόπουλο. Εκείνος θύμωσε και όταν γύρισε στα ανάκτορα ζήτησε εξηγήσεις από τους γονείς του, που βρήκαν γελοίο να δίνει σημασία στα λόγια μεθυσμένων. Ο ίδιος όμως δεν ησύχαζε και πήγε στους Δελφούς, που του έδωσαν έναν φοβερό χρησμό, ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μητέρα του. Αποφάσισε τότε να μην ξαναγυρίσει στην Κόρινθο, ακριβώς για να αποφύγει το πεπρωμένο που όριζε ο χρησμός.
«Καθώς ταξίδευα έφθασα» λέει στην Ιοκάστη, «στο σταυροδρόμι που ανέφερες ότι σκότωσαν τον βασιλιά Λάιο. Εκεί προσπάθησαν να με πετάξουν έξω από τον δρόμο με τη βία και θύμωσα, οπότε χτύπησα τον ηνίοχο. Ο γέροντας από την άμαξα το είδε αυτό και όταν πλησίασε πιο κοντά μου το αμάξι, με χτύπησε στο κεφάλι με το μαστίγιο. Τον χτύπησα τότε κι εγώ με τη ράβδο μου και έπεσε από το αμάξι και μετά χτύπησα και φόνευσα και τους άλλους… Και αν αυτός ήταν ο Λάιος τότε εγώ ο τρισκατάρατος πρέπει να φύγω με τον νόμο που εγώ θέσπισα, και θα αναγκαστώ να βρω καταφύγιο μονάχα στην Κόρινθο, όπου όμως φοβάμαι μήπως σκοτώσω τον πατέρα μου Πόλυβο και παντρευτώ τη μητέρα μου.»
Ο Χορός τον παρηγορεί να μη βγάζει τρομερά συμπεράσματα μέχρι να έρθει ο βοσκός. Όντως ο Οιδίπους έχει μια ισχνή ελπίδα ότι αν ο βοσκός είδε παραπάνω από έναν ληστή, τότε δεν ήταν εκείνος ο φονιάς. Αν όμως πει ότι ένας σκότωσε και τους τέσσερις άνδρες, τότε το πιθανότερο είναι πια ο δράστης να είναι ο Οιδίπους. Η Ιοκάστη λέει ότι ο βοσκός και πρώην υπηρέτης δεν μπορεί να ανακαλέσει όσα είπε (για τους πολλούς δράστες) και ότι επιπλέον ο χρησμός μιλούσε για τον γιο του βασιλιά Λαΐου, οπότε δεν μπορεί να αληθεύει κι ας μη στενοχωριούνται άδικα με ανόητους χρησμούς που δεν ευσταθούν.
Β΄ Στάσιμο
(Ο λαός θεωρεί ότι η ασέβεια πρέπει να τιμωρηθεί)
Ο ναός το Απόλλωνα σήμερα.
Ο Χορός δεν συμμερίζεται την περιφρόνηση της Ιοκάστης για τους χρησμούς των ιερών μαντείων. Έμμεσα απειλεί τον θεό ότι αν δεν επαληθευτεί ο χρησμός και αν δεν τιμωρηθούν οι βέβηλοι, τότε για ποιόν λόγο να πιστεύουν οι θνητοί στον θεό; Εύχεται να έχουν κακή μοίρα οι ασεβείς και να μη ξεφύγουν
“Η αλαζονεία γεννάει τυράννους και όταν παραφουσκώσει,
φτάνει σε μεγάλα ύψη και από εκεί γκρεμοτσακίζεται…
Δία παντοδύναμε, αν σωστά σε αποκαλούν έτσι,,
εφ᾽ όσον λένε πως οι χρησμοί για τον Λάιο δεν αληθεύουν,
κανένα σεβασμό δεν δείχνουν στον θεό, χάνεται η λατρεία προς τα θεία”.
Γ΄ Επεισόδιο
(Τα νέα από την Κόρινθο)
H Ιοκάστη, είτε επειδή κατά βάθος είναι θρήσκα, είτε για τυπικούς λόγους, πηγαίνει ως ικέτης στον βωμό του Απόλλωνος να ικετεύσει για να βρεθεί μια λύση, επειδή βλέπει ότι ο σύζυγός της και βασιλιάς του τόπου δεν λειτουργεί με ψυχραιμία και κατά την γνώμη της παραφέρεται. Εκείνη την ώρα έρχεται χαρούμενος ένας αγγελιοφόρος από την Κόρινθο και λέει στην Ιοκάστη ότι ο Οιδίποδας θα στεφθεί βασιλιάς γιατί ο Πόλυβος είναι νεκρός. Η Ιοκάστη χαίρεται διπλά, γιατί βγαίνει αληθινή που οι χρησμοί του Τειρεσία αποδεικνύονται κενοί -αφού ο Πόλυβος είναι νεκρός, αποκλείεται να τον σκοτώσει πια ο γιος του ο Οιδίπους. Μόλις το μαθαίνει ο βασιλιάς της Θήβας ανακουφίζεται κι αυτός, «ο Πόλυβος πήρε μαζί τους χρησμούς στον τάφο του» αναφωνεί. Όμως απομένει να τον απασχολεί βαθιά το δεύτερο σκέλος του χρησμού, για τον γάμο με τη μητέρα του.
O Απόλλωνας και ο χρησμός, σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τον Οιδίποδα
“Όλα η τύχη τα κυβερνά και τίποτα δεν μπορεί ο θνητός να προβλέψει” του λέει η Ιοκάστη
Γι αυτό καλύτερα είναι κανείς να ζει όπως μπορεί
και όπως του έρχονται,
κι εσύ να μη φοβάσαι πια ότι θα παντρευτείς την μητέρα σου,
Πολλοί είδαν στον ύπνο τους ότι κοιμήθηκαν τάχα με την μητέρα τους•
Όποιος δεν σκέφτεται τέτοια, περνάει πιο εύκολη ζωή.
Ο αγγελιοφόρος καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά αφού κανονικά το ζευγάρι έπρεπε να πανηγυρίζει και ρωτά να μάθει. Όταν ο Οιδίπους του λέει για τον τρομερό χρησμό ότι θα παντρευτεί τη μάνα του, την βασίλισσα της Κορίνθου Μερόπη, τη χήρα του Πολύβου, και ότι μάλλον σκέφτεται να μην αναλάβει το θρόνο της πόλης εξαιτίας αυτού του φόβου του, ο αγγελιοφόρος του αποκαλύπτει ότι άδικα αγωνιά, γιατί η Μερόπη δεν είναι η μητέρα που τον γέννησε. Του εκμυστηρεύεται, επειδή τον αγαπά και θέλει να απαλύνει την αγωνία του, ότι ο Πόλυβος τον υιοθέτησε κι ότι αυτός ο ίδιος, ο αγγελιοφόρος, ήταν εκείνος που τον βρήκε νεογέννητο, παρατημένο στα βουνά, τον λυπήθηκε και τον πήγε στο βασιλιά της Κορίνθου που ως τότε δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει παιδιά.
Όταν ο Οιδίπους τον ρωτάει σε ποιο βουνό τον είχε βρει, ο αγγελιοφόρος του λέει “στον Κιθαιρώνα, όπου τότε τριγυρνούσα ως βοσκός”. “Και γιατί με λυπήθηκες;” ρωτά να μάθει ο Οιδίποδας. “Κοίτα τις αρθρώσεις στα πόδια σου και θα καταλάβεις” του απαντά . “Στα πόδια σου είχαν περασμένη περόνη. Από αυτό το γεγονός σε έβγαλαν και Οιδίποδα.” Ο Οιδίποδας ρωτά τον αγγελιοφόρο αν αυτό το έπαθε από την μητέρα ή τον πατέρα του. Εκείνος του λέει ότι αυτά τα ξέρει καλύτερα εκείνος που τον άφησε εκεί, ένας δούλος του Λαΐου. Ο Οιδίπους θέλει να βρει τον υπηρέτη του Λαΐου, γιατί προβληματίζεται αν είναι παιδί κάποιας δούλας, όμως θέλει να μάθει για την καταγωγή του όσο ταπεινή κι αν είναι. Πληροφορείται ότι ο υπηρέτης του Λαΐου που τον είχε εγκαταλείψει στον Κιθαιρώνα είναι ο ίδιος με εκείνον που ούτως ή άλλως ψάχνει ως αυτόπτη μάρτυρα στον φόνο του Λαΐου. Στρέφεται στην Ιοκάστη, που προσπαθεί να τον καθησυχάσει: «μάταια λόγια, μη δίνεις σημασία».
Στην επιμονή του η Ιοκάστη που έχει συνειδητοποιήσει την αλήθεια, τον παρακαλεί να μη δώσει συνέχεια: «φτάνει που υποφέρω εγώ, μην τα σκαλίζεις άλλο αν ενδιαφέρεσαι για την ζωή σου. Δυστυχισμένε, μακάρι να μη μάθεις ποτέ ποιος είσαι» λέει. «Δυστυχισμένε… άλλη λέξη δεν μπορώ πια να βρω για σένα αποχαιρετώντας σε και μετά από αυτή, ποτέ τίποτα» και μπαίνει στο ανάκτορο φανερά ταραγμένη.
Ο Χορός αναρωτιέται γιατί η Ιοκάστη έφυγε σχεδόν κλαίγοντας και ορμητικά και σκέφτεται μήπως από τη σιωπή της αυτή, ξεσπάσουν κι άλλα κακά. Ο Οιδίπους λέει αποφασιστικά: «Ας ξεσπάσει ό,τι θέλει! Εγώ θα μάθω ποιός είμαι! Εκείνη μπορεί να νοιώθει άσχημα για την ταπεινή ίσως καταγωγή μου, αλλά εγώ όχι. Θεωρούσα πάντα ότι ήμουν παιδί της Τύχης που μου χάρισε μεγάλη ευτυχία».
Γ΄ Στάσιμο
O Louis Bouwmeester ως Οιδίπους στην Ολλανδία, 1896
(Οι φρούδες ελπίδες, η αποκάλυψη) Η Στροφή και Αντιστροφή μελετάνε με ελπίδα να αποδειχτεί ότι μητέρα του Οιδίποδος είναι κάποια νύμφη και πατέρας κάποιος θεός, ο Διόνυσος ή ο Ερμής. Έρχεται όμως ο βοσκός, που είναι πια ηλικιωμένος. Ο Οιδίποδας ρωτάει τον Κορίνθιο αγγελιαφόρο αν αναγνωρίζει στο πρόσωπο του βοσκού τον υπηρέτη του Λαΐου που είχε παρατήσει το βρέφος. Ο Κορίνθιος τον αναγνωρίζει με βεβαιότητα. Τότε ο Οιδίπους ρωτά τον βοσκό αν γνωρίζει τον αγγελιαφόρο κι εκείνος αρνείται. Όμως ο αγγελιαφόρος είναι κατηγορηματικός, ότι ο βοσκός ψεύδεται, γιατί βοσκούσαν μαζί τα κοπάδια τους μήνες ολόκληρους και γνωρίζονταν πολύ καλά. Ο βοσκός επιμένει αλλά τον πιέζουν τόσο πολύ που λέει στον Κορίνθιο «άντε χάσου πια από εδώ». Όταν ο Οιδίπους αποφασίζει να τον βασανίσει για να πει την αλήθεια για το βρέφος, εκείνος σπάει και ομολογεί ότι όντως παρέδωσε το νεογέννητο στον Κορίνθιο. Ο Οιδίποδας θέλει να μάθει που το είχε βρει, αν ήταν παιδί δούλας ή από το ανάκτορο. «Μη με ρωτάς βασιλιά μου» λέει ο βοσκός.
“Πώς έφτασα ο δύστυχος στο σημείο να το λέω αυτό το τρομερό πράμα”
κλαίει σχεδόν ο γέροντας.
“Κι εγώ ο δύστυχος στο σημείο να το ακούω λέει ο Οιδίπους.
“Όμως πρέπει να ακουστεί κι αυτό…”
“Ήταν παιδί του βασιλιά, όμως η γυναίκα σου μέσα τα ξέρει καλύτερα”,
“Εκείνη σου το έδωσε; Με τι εντολή;”
“Να το σκοτώσω”
“Παρότι η σκληρόκαρδη το είχε γεννήσει;”
“Ναι, λόγω των χρησμών, ότι αυτό θα σκότωνε μια μέρα τον πατέρα του”.
Στη συνέχεια εξηγεί ότι το έδωσε τελικά στον Κορίνθιο βοσκό επειδή το λυπήθηκε και επειδή ο φτωχός που θα το υιοθετούσε ήταν από άλλη χώρα, οπότε το αγοράκι δεν θα αναθρεφόταν στη Θήβα και δεν θα σκότωνε τον Λάιο.
“Αν είσαι εκείνος, να ξέρεις ότι είσαι δύσμοιρος από γεννησιμιού”
λέει στον Οιδίποδα. Κι εκείνος απαντά
“Αλίμονο, όλα εκπληρώθηκαν λοιπόν, ας δω το φως για τελευταία φορά,
γεννήθηκα από εκείνους που δεν έπρεπε να γεννηθώ,
έζησα με εκείνους που δεν έπρεπε να ζήσω μαζί,
σκότωσα εκείνους που δεν έπρεπε να σκοτώσω”.
Δ΄Στάσιμο
(Η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ζωής)
Στη Στροφή και στην Αντιστροφή Α, εκφράζεται οίκτος για τους ανθρώπους που δίνουν μεγάλη σημασία στη μικρή ζωή τους:
“Γενιές θνητών, η ζωή σαν είναι ίσες με το μηδέν,
γιατί ποιος από εσάς ευδαιμονεί;
ποιος χαίρεται παραπάνω από τόσο δα,
ίσα για να νομίζει ότι χαίρεται και ύστερα να το χάσει;
Και απευθυνόμενος στον Οιδίποδα του λέει ότι πέταξε το βέλος του με υπερβολή και πέτυχε τη δόξα και την ευτυχία, έβγαλε από τη μέση την Σφίγγα, και προστάτης ορθώθηκε, σαν κάστρο, στην όμορφη Θήβα ο ίδιος,
“αλλά τώρα ποιος είναι αθλιότερός σου;”
“Σε φανέρωσε ο χρόνος που όλα τα βλέπει άθελά σου
και καταδικάζει τον άπρεπο γάμο,
που σε γέννησε και γέννησες από τον ίδιο κι εσύ,
πώς έγινε να σε κρατήσει τόσον καιρό το πατρικό κρεβάτι,
εκεί να ζήσεις σαν πατέρας, σύζυγος, εκεί και σαν παιδί,
καλύτερα να μη σε γνώριζα ποτέ, γιατί -να πω την αλήθεια-
από εσένα ανάπνευσα κι εσύ μου έκλεισες τα μάτια και κοιμήθηκα».
Ο Οιδίπους εμπιστεύεται τα παιδιά του στο Θεό, έργο του Bénigne Gagneraux, 1784.
Έξοδος
(Η κάθαρση)
Ο Εξάγγελος ανακοινώνει ότι «πέθανε η σεβαστή Ιοκάστη, γεμάτη απόγνωση μπήκε με μιας στη κρεβατοκάμαρη και άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της και να ουρλιάζει στον Λάιο ότι την άφησε να αποκτήσει άνδρα από τον άνδρα της, και να γεννάει παιδιά απ’ τα παιδιά της». Μπαίνει σαν τρελός στο ανάκτορο, συντετριμμένος αλλά και ωρυόμενος ο Οιδίποδας που τα έχει πια χαμένα και ρωτάει να μάθει «που είναι η γυναίκα μου» και μετά «που είναι η μητέρα, η μητέρα μου και μητέρα των παιδιών μου». Ύστερα ορμάει στην κρεβατοκάμαρη σπάζοντας την πόρτα που είχε κλείσει η Ιοκάστη και τη βρήκε κρεμασμένη. Την ελευθερώνει από την αγχόνη βογκώντας και κραυγάζοντας και ύστερα βγάζει τις χρυσές καρφίτσες που εκείνη είχε στους ώμους του ρούχου της και τις μπήγει στα μάτια του λέγοντας:
“δεν θα ξαναδούν ούτε όσα παθαίνω,
ούτε όσα κακά παθαίνουν οι άλλοι από εμένα”,
και “στο σκοτάδι πια θα βλέπω εκείνους που δεν πρέπει ,
(ίσως τα παιδιά του μιαρού γάμου) ,
και δεν θα γνωρίσω εκείνους που έχω ανάγκη”(ίσως τους γονείς).
Από την ευτυχία τους τίποτα δεν έμεινε παρόν,
κανένα δεν έλειπε από όλα τα κακά του κόσμου πού χουν όνομα.
Όπως περιγράφεται, ψάχνει μετά κάποιον να τον βγάλει έξω από την πόλη, αποκαλώντας τον εαυτό του τρισκατάρατο, που τον μισούν θεοί και άνθρωποι «που καλύτερα να πέθαινα στον Κιθαιρώνα βρέφος, να μη γινόμουν ό,τι έγινα, αν υπάρχει κάτι χειρότερο απ΄ όσα έπαθα, θα με βρει κι αυτό». Και πάλι παρακαλεί κάποιον να τον οδηγήσει έξω από τη Θήβα ή να τον ρίξει στη θάλασσα και:
“ας μη φοβηθεί να με αγγίξει, γιατί τα δικά μου βάσανα
κανείς δεν μπορεί να τα υποφέρει εκτός από εμένα”.
Τέλος αποχαιρετά τις κόρες του με την αγωνία του τί ζωή τις περιμένει ως παιδιά τόσο άνομου γάμου και απομακρύνεται από τη Θήβα, που πλέον ελέγχεται από τον Κρέοντα.
Βασικά μοτίβα
Η τραγωδία θίγει πολλά υπαρξιακά ζητήματα, όπως και η Αντιγόνη: τη σύγκρουση του θεϊκού νόμου και του ανθρώπινου, την σύγκρουση του κράτους με τον πολίτη, της κοινωνίας με το άτομο, την εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στο επιθυμητό και το ορθό, την ανάγκη του ανθρώπου να βλέπει μόνον όσα θέλει και να εθελοτυφλεί για τα δυσάρεστα ή όσα ξεπερνούν την αντοχή και τη δύναμή του να υπομείνει, την ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει στον θεό αλλά και να αναιρεί αυτήν την πίστη ζητώντας αποδείξεις, την αγωνία του ανθρώπου να ορίσει τη μοίρα του και να ξεφύγει από το πεπρωμένο.
Σε μια σύγχονη ανάγνωση (που όμως είναι πιθανό να είχε απασχολήσει και το Σοφοκλή, απλώς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε) τίθεται και το ζήτημα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας όπου το άτομο υπό το βάρος της δικής του πεποίθησης ή της κοινωνικής πίεσης και πίστης για την ορθότητα της προφητείας, ουσιαστικά νιώθει την ανάγκη να την εκπληρώσει (π.χ. όταν τυφλώνεται ο Οιδίποδας, μπορεί να θέλει να ολοκληρώσει απλώς την προφητεία του Τειρεσία και αν δεν την γνώριζε, ίσως να μην έβγαζε τα μάτια του).
Η ελευθερία της βούλησης είναι στο επίκεντρο του έργου και υπάρχουν δύο αναγνώσεις: ότι ο άνθρωπος είναι δούλος της μοίρας του, αλλά και η αντίθετη, ότι είναι στο χέρι του να την αποφύγει.
Με την πρώτη συνηγορεί όλο το έργο από την αρχή έως το τέλος, αφού ο Οιδίπους δεν μπορεί παρά να κάνει τις επιλογές που έκανε, σαν να ήταν όλες μονόδρομος. Δεν μπορεί να μην αναζητήσει τις ρίζες του, δηλαδή τους βιολογικούς του γονείς, δεν μπορεί να μη φύγει μακριά από τον πατέρα που αγαπά αφού του λένε οι ιερείς ότι μπορεί να τον σκοτώσει, δεν μπορεί να αποφύγει τη συνάντηση με τον Λάιο αφού το φέρνει η τύχη να διασταυρωθούν οι άμαξές τους, δεν μπορεί να μην αμυνθεί αφού του επιτίθενται οι συνοδοί του Θηβαίου βασιλιά, δεν μπορεί να τους αφήσει ζωντανούς ίσως γιατί θα τον κατατρέξουν, δεν μπορεί να σωπάσει και να αυτοκτονήσει στην Σφίγγα αλλά ούτε και σαν φυσιολογικός άνθρωπος να αρνηθεί μετά την τιμή να γίνει βασιλιάς σε μια χώρα.
Βαθύτερα όμως το ίδιο έργο δείχνει και προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν α) ο Οιδίποδας δεν πήγαινε στους Δελφούς να μάθει ποιοι είναι οι πραγματικοί γονείς του, αφού ήταν κουβέντα μέθυσου και οι γονείς του, το απέκλεισαν ή αν β) έστω και τότε, παίρνοντας τον χρησμό δεν εφησύχαζε (γιατί ο χρησμός του είπε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του, εκείνος όμως δεν είχε ρωτήσει αυτό -είχε ρωτήσει ποιός ήταν ο πατέρας του). Μόλις όμως παίρνει το χρησμό αποφασίζει να ξεχάσει την βαθιά, αρχική απορία του για τους αληθινούς γονείς του και εστιάζεται στο πώς δεν θα σκοτώσει τον πατέρα του, οπότε φεύγει από τον Κόρινθο. Αν γ) δεν αποφάσιζε να λογομαχήσει για θέμα προτεραιότητας στη διασταύρωση της Δαυλείας οδού και υποχωρούσε, αν δ) έστω δεν επιτίθετο φονικά στους τέσσερις άνδρες, αλλά τους τραυμάτιζε και έφευγε, γιατί ένας άντρας δεν σκοτώνει τέσσερις χωρίς να μαίνεται, αν τέλος ε) ο Οιδίποδας δεν είχε τη φιλοδοξία να γίνει βασιλιάς, αφού και στην Κόρινθο βασιλόπουλο ήταν κι έφυγε και θα μπορούσε θεωρητικά να αρκεστεί σε μια σεμνή μοίρα.
Η μοίρα επίσης έχει διπλή ανάγνωση: α) ο θεατής και ο Σοφοκλής βέβαια, γνωρίζει ότι ο Οιδίπους θα πέθαινε μωρό στον Κιθαιρώνα αφού τον πέταξε εκεί δεμένο η ίδια η μάνα και ο πατέρας του. Το γεγονός ότι έζησε ήταν ήδη ένα θαύμα, όπως διπλό θαύμα ήταν πως η μοίρα τον έστειλε να γίνει βασιλόπουλο στην Κόρινθο επειδή ήταν άτεκνοι οι βασιλείς κι έψαχναν μυστικά για διάδοχο από άλλη μάνα. β) Από την άλλη βέβαια, η μοιρολατρική άποψη (που είναι και η επικρατέστερη) τεκμηριώνεται με πολύ απλό τρόπο: έπρεπε να βγει αληθινός ο χρησμός και να ακολουθήσει ο Οιδίποδας το γραμμένο ή το πεπρωμένο του, γι’ αυτό και κρατήθηκε ζωντανός, κι έγινε βασιλόπουλο, και τα έβγαλε πέρα με την Σφίγγα, ώστε τελικά να σκοτώσει τον πατέρα του και να νυμφευτεί την μητέρα του.
Παραστάσεις
Πρόκειται για μια από τις πλέον πολυανεβασμένες τραγωδίες σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ταινίες
Μια ταινία του 1957 παίχτηκε στο Καναδέζικο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και οι ηθοποιοί φορούσαν μάσκες κατά τα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας, με το κείμενο να είναι μεταφρασμένο ή σε απόδοση του Ουίλιαμ Γέιτς. Επίσης σημαντικές κινηματογραφικές παραγωγές του έργου ήταν του 1968 στις ΗΠΑ και του 1967 από τον Παζολίνι. Στο πρώτο Οιδίπους ήταν ο Κρίστοφερ Πλάμερ, Ιοκάστη η Λίλι Πάμερ, Τειρεσίας ο Όρσον Γοτυέλςκαι επικεφαλής του χορού ο Ντόναλντ Σάδερλαντρ . Η ταινία είχε τολμήσει τότε να δείξει τον Οιδίποδα και την Ιοκάστη να ερωτοτροπούν στο κρεβάτι τους . Έπαιζαν επίσης μετέχοντας στο Χορό οι Δήμος Σταρένιος, ο Μίνως Αργυράκης, οΜανώλης Δεστούνης, ο Γιώργος Διαλεγμένος. Την μουσική είχε γράψει ο Γιάννης Χρήστου. Το έργο του Παζολίνι, με τίτλο «Edipo re» ήταν κάπως παραλλαγμένο στις αρχικές σκηνές. Ένα νεαρό ζευγάρι αποκτά γιο στην προπολεμική Ιταλία , αλλά ο άντρας από ζήλεια παίρνει το αγοράκι και το εγκαταλείπει στο δάσος, οπότε αλλάζει το σκηνικό και ο χρόνος και ο Παζολίνι μας μεταφέρει στην ελληνική αρχαιότητα. Το βρέφος υιοθετείται από τον Πόλυβο και τη Μερόπη (Αλίντα Βάλι). Η ιστορία ακολουθεί πιστά το Σοφοκλή και ο Οιδίπους παντρεύεται την Ιοκάστη(Σιλβάνα Μαγκάνο). Ακόμα μεγαλύτερη προσαρμογή είχε η ιστορία στην Κολομβία, όμως από τα χέρια και το μυαλό του Γκαρσία Μάρκες για την ταινία του Χόρχε Τριάνα το 1996, με τίτλο «Edipo Alcalde»(Οιδίπους Κυβερνήτης ή δήμαρχος). Εκεί ο Οιδίπους όπως τον έπλασε ο Μάρκες και δυο βοηθοί του, είναι ένας νεαρός ειρηνιστής που εκλέγεται δήμαρχος σε μια σπαρασσόμενη περιοχή και προσπαθεί να συμβιβάσει αντάρτες και στρατό. Σε ανταλλαγή πυρών σκοτώνει κάποιους δίχως να ξέρει ποιους και φεύγει για να γλιτώσει τη ζωή του. Μαθαίνει μετά κάποια στιγμή ότι σκοτώθηκε ο Λάιος, ένα σημαντικό στέλεχος των ανταρτών, αλλά δεν συνδέει τα γεγονότα με το δικό του περιστατικό και το ξεχνάει. Γνωρίζεται τότε με την αρκετά μεγαλύτερή του Ιοκάστη, μια γυναίκα που ζει αρκετά μόνη, και που πριν από 30 χρόνια είχε συνευρεθεί με τον Λάιο και είχε γεννήσει έναν γιο.
Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα
Ο 17χρονος Σίγκμουντ Φρόιντ με τη δική του μητέρα το 1873
Την εποχή που η αρχαία ελληνική τραγωδία ήταν στις δόξες της και έκανε διεθνή σταδιοδρομία, ο Αυστριακός ψυχίατρος Σίγκμουντ Φρόιντ παρακολούθησε την τραγωδία του Σοφοκλέους και εμπνεύσθηκε όχι μόνο την ονομασία αλλά και την ουσία της θεωρίας του για το ομώνυμο σύμπλεγμα. Θεώρησε ότι το σύμπλεγμα αυτό ήταν παγκόσμιο φαινόμενο από καταβολής κόσμου και ευθυνόταν για μεγάλο μέρος του αισθήματος ενοχής που διακατέχει τον άνθρωπο. Στήριξε την θεωρία του στις δικές του παρατηρήσεις κατά την παρακολούθηση του δράματος, στις παρατηρήσεις του επάνω σε άλλους θεατές, στις έρευνές του σε νευρωτικά αλλά και φυσιολογικά παιδιά αλλά κυρίως στο γεγονός ότι ο Οιδίπους Τύραννος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής τραγωδία τόσο στον αρχαίο όσο και στον σύγχρονο κόσμο -το ίδιο θεωρούσε και για τον Άμλετ, ως κλασικό, διαχρονικό θέμα. Έγραφε σχετικά στην Ανάλυση των ονείρων:
“ίσως είναι μοίρα όλων μας να κατευθύνουμε την πρώτη ερωτική μας επιθυμία προς την μητέρα
και το πρώτο μίσος ή την πρώτη δολοφονική μας επιθυμία εναντίον του πατέρα.
Τα όνειρά μας, μας πείθουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα
Άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο κάποια στιγμή από το 1897, μετά τον θάνατο του πατέρα του και αφού είδε την τραγωδία στο θέατρο, μέχρι το 1909. Τότε πρότεινε την λίμπιντο του Οιδίποδος προς τη μητέρα ως «πυρηνικό σύμπλεγμα» όλων των νευρώσεων. Μέχρι το 1918 φαίνεται να επεξεργάζεται το θέμα της αιμομιξίας και το 1919 ολοκληρώνει τη θεωρία του
Παραπομπές
- μόνον εικασίες γίνονται, του τύπου κυρίως ότι η:
- · οταν μια πόλη μαστιζόταν από θεομηνία, γινόταν πάνδημη ικεσία, προσεύχονταν όλοι μαζί
- · δηλαδή η μόνη δύναμη της πόλης, κατά γη η οχυρωμένη ακρόπολη και κατά θάλασσα, ο στόλος
- · ο υπηρέτης ή φρουρός είχε πει ψέματα για να δικαιολογήσει τη δειλία του προ πλήθους ληστών και όχι μόνον εναντίον ενός άνδρα, ο δε Σοφοκλής το αφήνει μετέωρο, γιατί έτσι το μυαλό του Οιδίποδα δεν πάει στον εαυτό του, ως δράστη, αφού ξέρει βέβαια ότι την ίδια εποχή είχε σκοτώσει κάποιους αλλά μόνος του
- · έπαιρναν με δαδί άγιο φως από το βωμό και το βύθιζαν, το έσβηναν στο νερό, με τ οποίο καθάριζαν μετά τα χέρια τους για καθαρμό αλλά και προτού φάνε, και δεν έδιναν χέρνιβες στους φονιάδες
- · η Ερινύα, η ψυχή του δολοφονημένου, εξ ου κατά πάσα πιθανότητα και “‘Αρειος Πάγος” για τις δίκες φόνου
- · μπορεί από αυτή τη φράση να πήρε και τον τίτλο η τραγωδία, ως υπαινιγμό ότι δεν επρόκειτο για βασιλιά που βρέθηκε στο θρόνο με το κληρονομικό δίκαιο, αλλά σαν λαοπλάνος που έπεισε τους πολίτες να του εκχωρήσουν απόλυτη εξουσία
- · ο όρκος είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στα δικαστήρια, όπου θεωρείτο σχεδόν αποδεικτικό στοιχείο
- · εδώ μπορείτε να δείτε το σημείο στο google map: · · χνοάζων : γύρω στα 50
- · οι ικέτες άγγιζαν τα χέρια, τα γόνατα ή το γένι εκείνου που ικέτευαν
- · ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο σημείο αυτό του είχαν δείξει τον τάφο του Λάιου και των ακολούθων του. Απέχει 3 ώρες από τους Δελφούς και πρόκειται για το σημείο συνάντησης της οδού που έρχεται από τους Δελφούς και καταλήγει στη Θήβα και της οδού Δαυλείας (από τη Δαύλεια) προς Δελφούς μεταξύ του όρους Κίρφης και του Παρνασσού
- · και στην Αντιγόνη: “Πάντα η τύχη μας ορθώνει και τύχη μας γκρεμίζει
- · δεν έραβαν ακόμα τα μανίκια στον ώμο και στερέωναν το ρούχο με είδος καρφίτσας
-
- Η Ανάλυση των Ονείρων, κεφάλαιο 5, Το Υλικό και η Πηγή των Ονείρων