Οι Αιγές στους αιώνες
Στα νότια του ποταμού Αλιάκμονα, στη «Μακεδονίδα γη» του Ηροδότου, στους πρόποδες των Πιερίων, του αρχαίου «Μακεδονικού όρους», βρίσκονται αι Αιγεαί, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων, που το όνομά της σημαίνει “ο τόπος με τα πολλά κατσίκια”.
«Αι Αιγεαί» ήταν μια πόλη «κατά κώμας», ένα ‘ανοιχτό’ πολεοδομικό μόρφωμα με το «άστυ» στο κέντρο και πολλούς μικρούς και μεγάλους οικισμούς ολόγυρα, ο αριθμός των οποίων δικαιολογεί τον πληθυντικό του ονόματος, όπως συμβαίνει με πολλές άλλες αρχαίες πόλεις, όπως αι Αθήναι, αι Θήβαι, αι Φεραί κ.λ.π. Tο μόρφωμα αυτό που αναπτύχθηκε οργανικά στο χρόνο αποτυπώνει στο χώρο το αρχαιότροπο μοντέλο μιας κοινωνίας στηριγμένης στην αριστοκρατική δομή των γενών με σημείο αναφοράς και πόλο συνοχής τη βασιλική εξουσία.
Στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ο Περδίκκας Α΄, ένας Δωριέας από το Άργος, απόγονος σύμφωνα με την παράδοση της γενιάς του Ηρακλή, γίνεται βασιλιάς των Μακεδόνων. Οι Αιγές γίνονται το λίκνο των Τημενιδών, της δυναστείας που θα βασιλέψει για τρισήμισυ αιώνες στη Μακεδονία και θα δώσει στην ανθρωπότητα τον Φίλιππο Β΄ και τον Μέγα Αλέξανδρο, που ξεκινώντας από τις Αιγές άλλαξαν την ιστορία της Ελλάδας και του κόσμου.
Η ιστορία του Μακεδονικού βασιλείου
Οι Μακεδνοί ή Μακεδόνες, το όνομα των οποίων παράγεται, όπως και το επίθετο μακρύς, από τη ρίζα μακ- και σημαίνει ‘ψηλός’ ή πιο ελεύθερα ‘αυτός που έρχεται από ψηλά’ ήταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ένα φύλο ταυτόσημο με τους Δωριείς, το οποίο αρχικά κατοικούσε στην Πίνδο.
Στις αρχές της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας οι Μακεδόνες, που ήταν κατ’ εξοχήν κτηνοτρόφοι, βρίσκονται εγκατεστημένοι στην βόρεια πλευρά του Ολύμπου και στις πλαγιές και τις κοιλάδες του Μακεδονικού όρος (σημερινά Πιέρια).
Εδώ, στα νότια του Αλιάκμονα, στην «Μακεδονίδα γη» του Ηρόδοτου, στους πρόποδες του «Μακεδονικού όρους» βρίσκονται «αι Αιγεαί», ο «τόπος με τα πολλά κατσίκια», η πρώτη πόλη των Μακεδόνων. Χτισμένες στην αφετηρία του δρόμου που διασχίζοντας τα βουνά, οδηγούσε από την μακεδονική λεκάνη προς τον νότο, οι Αιγές ήταν ένα σημαντικότατο κέντρο με κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή ήδη από τον 10ο-8ο αι. π.Χ.
Το χρονικό της ανακάλυψης του τάφου του Φιλίππου Β’ στη Βεργίνα από τον Μανόλη Ανδρόνικο
Το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στον λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…) »Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά.
»Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες.
»Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη.
Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. »Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας.
»Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…)
»Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. »Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου:
“Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε»