Δικαιοσύνη στα μέτρα των πολυεθνικών
Μπορεί όλη η φιλοσοφία της κριτικής στην περίφημη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-ΕΕ να εντοπίζεται στην ποιότητα ζωής και στον περιορισμό των δικαιωμάτων των ευρωπαίων καταναλωτών αλλά ελάχιστα έχουν λεχθεί για τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα έχει στην δυνατότητα των ευρωπαϊκών κρατών να ενισχύσουν συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, του πολιτισμού και της απασχόλησης και να λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες της αγοράς και της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα , η συμφωνία παραδίδει τις κοινωνίες στους επενδυτές.
Για παράδειγμα , μία τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να εξαφανίσει τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και να τον παραδώσει στο Χόλλυγουντ. Ανάλογες επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει στο θέατρο ακόμα και στην προσπάθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να ενισχύσουν μέσω επιδότησης της εργασίας συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού ή και -ακόμα- δραστηριότητες μέσω επιδοτούμενων δράσεων.
Στην ουσία αυτή διατλαντική εταιρική σχέση, θέτει ένα σχεδόν δικτατορικό περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων των κυρίαρχων εθνών.
Στην πραγματικότητα, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η κατάργηση των τελωνειακών δασμών ή η απαγόρευση των εισαγωγών ορισμένων προϊόντων. Επίσης , δεν είναι ούτε οι πολιτικές που εφαρμόζονται από τα κράτη για να προστατεύσουν τις οικονομίες τους ή τους καταναλωτές.
Το κυρίαρχο είναι ότι μία τέτοια συμφωνία δίνει όπλα στις πολυεθνικές αλλά και στους κάθε λογής επενδυτές να επιτεθούν στις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις κατηγορώντας τους για παρέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία της αγοράς.
Εξετάστε ένα παράδειγμα στον τομέα του πολιτισμού:
Φανταστείτε ένα Αμερικανό παραγωγό ταινιών που θα στραφεί ενάντιο στον επιδοτούμενο ευρωπαϊκό ( γερμανικό ή γαλλικό ή και ακόμα ελληνικό) κινηματογράφο. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας , θα δικαιούται να απαιτήσει είτε την καταβολή ανάλογων επιδοτήσεων με τους ευρωπαίους είτε να ζητήσει να επιστραφούν τα χρήματα των επιδοτήσεων που έχουν δοθεί για ένα ευρωπαϊκό φιλμ.
Έτσι, τα δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια που έχουν αποφασίσει να στηρίξουν την κινηματογραφική βιομηχανία τους θα καταργηθούν από τη Συνθήκη . Η προοπτική αυτή , τουλάχιστον στον πολιτισμό έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων.
Για παράδειγμα , η Γαλλία πέτυχε να γίνει δεκτό το αίτημα της , ο πολιτισμός να εξαιρεθεί προσωρινά από τις διαπραγματεύσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα επηρεαστεί μακροπρόθεσμα. Σε κάθε περίπτωση Πολιτισμός και Εκπαίδευση θα βρεθούν υπο διαρκή απειλή .
Αλλά αυτή δεν είναι η χειρότερη απειλή. Η συμφωνία μπορεί να οδηγήσει σε κατάργηση των περισσότερων πολιτικών ενίσχυσης πχ στην γεωργία με επιχείρημα ότι παρεμποδίζει τις ξένες επενδύσεις. Μάλιστα δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι η συνθήκη στην πραγματικότητα δεν ευνοεί ούτε τις ΗΠΑ ούτε την ΕΕ αλλά τις πολυεθνικές οι οποίες θα μπορούν να ανατρέπουν , στον όνομα της ελευθερίας του εμπορίου , ακόμα και αποφάσεις των κοινοβουλίων.
Για παράδειγμα , οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα μπορούσαν να ζητήσουν να καταργηθούν οι κανονισμοί που έχουν θεσπίσει οι ΗΠΑ για τον έλεγχο των τραπεζών και του χρηματιστηρίου με επιχείρημα την καταστρατήγηση των όρων του διεθνούς εμπορίου.
Το ίδιο θα μπορούσε να κάνουν πολυεθνικές των ΗΠΑ για τους κανόνες ασφάλειας των τροφίμων ή για τις επιδοτήσεις στην ευρωπαϊκή γεωργία. Μάλιστα καποιοι ευρωπαίοι συνδικαλιστές έλεγαν πρόσφατα ότι αν η συμφωνία ίσχυε την περίοδο που καταργήθηκε το απαρτχάιντ, τότε οι επενδυτές θα μπορούσαν να απαιτήσουν απο την Νότια Αφρική να πληρώσει αστρονομική αποζημίωση για παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης των μαύρων εργαζομένων .
Ομοίως, εάν οι διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα ανεβάζει τους μισθούς τότε ο επενδυτής θα πρέπει να αποζημιώνεται και πάλι.
Εν ολίγοις: ο φορολογούμενος θα γίνει θυσία της κερδοφορίας της αλλοδαπής εταιρείας ή τον άλλο τρόπο.
Δικαιοσύνη στα μέτρα των πολυεθνικών
Η πρόβλεψη για εξωδικαστικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών, στον οποίο θα μπορούν να προσφεύγουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, παρακάμπτοντας ουσιαστικά την τακτική δικαιοσύνη στη χώρα, που προβλέπει η συμφωνία για ζώνη ελεύθερου εμπορίου Ευρώπης- ΗΠΑ ουσιαστικά θέτει τους ευρωπαίους καταναλωτές σε ομηρία απο τις πολυεθνικές.
Τα εσωτερικά διαιτητικά δικαστήρια στα οποία θα μπορούν οι μεγάλοι όμιλοι να προσφεύγουν όταν δεν είναι σύμφωνοι με τις εθνικές νομοθεσίες παρέχουν την δυνατότητα σε ένα εξωδικαστικό σώμα να αποφασίζει και οι αποφάσεις αυτού του σώματος θα επιβάλλονται λίγο-πολύ στις κυβερνήσεις.
Ένα πολύ κλασικό παράδειγμα είναι αυτό που έγινε στην Ουρουγουάη, όπου η Φίλιπ Μόρις μήνυσε την κυβέρνηση, γιατί θέλησε να βάλει στα πακέτα των τσιγάρων προειδοποίηση ότι ο καπνός κάνει κακό στην υγεία».
Αντίστοιχες προσφυγές «απειλούν» ακόμα και τις ισχυρές οικονομίες της ευρωζώνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη προσφυγή της σουηδικής εταιρίας Vattenfall κατά της Γερμανίας σε διαιτητικό σώμα στην Ουάσιγκτον.Αναφέρονται επίσης στην προσφυγή του πετρελαϊκού ομίλου Lone Pine σε βάρος του Καναδά, επειδή η καναδική κυβέρνησή ήθελε να απαγορεύσει τη μέθοδο Fracking.
Ειδικά για την Ελλάδα, το άνοιγμα της διατλαντικής αγοράς εγκυμονεί κινδύνους για τα αγροτικά προϊόντα και ιδιαίτερα για τις παραδοσιακές «ονομασίες προέλευσης» (ΠΟΠ. Ήδη γίνεται αυτό σε πολύ μεγάλη κλίμακα στη Γαλλία με τα ‘μικρά κρασιάʼ.
‘Εχουν ποικιλίες κρασιών, τις οποίες δεν μπορούν να διατηρήσουν με την ιδιαίτερη ονομασία τους, γιατί υπάρχει ένας ‘οδοστρωτήραςʼ από μεγάλες εταιρίες, που αγοράζουν τις μικρότερες ή επιβάλλουν άλλου είδους προϊόντα ή τα κυκλοφορούν με δικό τους όνομα και παραβιάζουν τη νομοθεσία, η οποία θέλει τον σεβασμό στην apellation contrôlée, στην ‘ονομασία προέλευσηςʼ. Οι Γάλλοι έχουν εξεγερθεί, γίνονται σχετικές εκδηλώσεις.
Κριτική ασκούν πολλοί ευρωβουλευτές και στη σχεδιαζόμενη αμοιβαία αναγνώριση των προδοαγραφών ποιότητας και ελέγχου τροφίμων, που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ελεύθερη εισαγωγή ορμονούχων τροφίμων ή προϊόντων που έχουν υποστεί επεξεργασία με χημικές ουσίες.
Η «βιομηχανοποιημένη» αγροτική παραγωγή των Αμερικανών με οικονομίες κλίμακας και υψηλή παραγωγικότητα δεν προκαλεί ανησυχία μόνο στους Ευρωπαίους καλλιεργητές που επιμένουν σε πιο παραδοσιακά μέσα παραγωγής, αλλά και στις οργανώσεις που έχουν εξειδικευθεί στο δίκαιο και αλληλέγγυο εμπόριο (fair trade).
Οι οργανώσεις αυτές προσφέρουν διέξοδο σε διέξοδο σε μικρούς παραγωγούς και οικογενειακές επιχειρήσεις από αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, που έχουν τη δυνατότητα να εμπορεύονται τα προϊόντα τους χωρίς την ασφυκτική πίεση του ανταγωνισμού και με εγγυημένο ένα αξιοπρεπές ποσοστό κέρδους που τους επιτρέπει να ζουν από την εργασία τους.
Τα πιο δημοφιλή προϊόντα «δίκαιου εμπορίου» είναι ο καφές, το τσάϊ, το κακάο, εξωτικά φρούτα και άλλα τρόφιμα, ρούχα ή ακόμη και χειροποίητα έπιπλα.Οι μικροί παραγωγοί στις αναπτυσσόμενες χώρες ανησυχούν ιδιαίτερα για τις διαπραγματεύσεις Ευρώπης- ΗΠΑ με στόχο μία κοινή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (ΤΤΙP), που θα καταργεί τους εμπορικούς δασμούς για αμερικανικά αγροτικά προϊόντα στην Ευρώπη και αντιστρόφως.
Εάν συμβεί αυτό, τότε θα καταργηθούν και τα όποια προνόμια παραχωρούσε μέχρι σήμερα η Ευρώπη στις αναπτυσσόμενες χώρες για να διευκολύνει τις εξαγωγές τους στις ευρωπαϊκές αγορές
paratiritis