Θα καλύπτει τραπεζικά δάνεια και ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς εφορία, Ταμεία, προμηθευτές. Διαφωνίες για κριτήρια ένταξης και ποσοστά κουρέματος
Δυστοκία παρατηρείται στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για τη διαμόρφωση του πλαισίου διευθέτησης των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, που θα επιτρέψει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε κινήσεις εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους και παράλληλα θα δώσει «ανάσα ζωής» σε δεκάδες χιλιάδες μικρές και μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η λύση πρέπει να είναι συνολική και πέραν των τραπεζικών δανείων να καλύπτει όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των επιχειρήσεων προς Δημόσιο/εφορία, ασφαλιστικά Ταμεία και διάφορους πιστωτές/προμηθευτές.
Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφωνίες, οι οποίες επιδιώκεται να εξομαλυνθούν στις διαβουλεύσεις που συνεχίζονται σήμερα σε συναντήσεις Τσακαλώτου-Σταθάκη- εκπροσώπων των Θεσμών, παρουσία εκπροσώπων του ΤΧΣ και της ΤτΕ.
Το πλέον ακανθώδες θέμα είναι ο βαθμός ελευθερίας αποφάσεων και η νομική προστασία των αρμοδίων υπαλλήλων (τραπεζικών, εφοριακών, στελεχών ασφαλιστικών Ταμείων) που θα καλούνται να αποφασίσουν το ύψος του κουρέματος στις «κόκκινες» οφειλές.
Πλήρης ελευθερία αποφάσεων εγκυμονεί κινδύνους «υπόγειων» συναλλαγών και διαφθοράς, ενώ χωρίς επαρκή νομική διασφάλιση-προστασία των υπαλλήλων το σύστημα δεν πρόκειται να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Εξίσου σημαντικά ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο διαφωνιών στις συζητήσεις με τους εκπροσώπους των Θεσμών είναι:
– Το ποσοστό κουρέματος των χρεών – αν θα είναι ενιαίο για κάθε κατηγορία οφειλών, ή αν θα αποφασίζεται κατά περίπτωση για κάθε επιχείρηση, ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση, τις δυνατότητες και τις προοπτικές της.
– Με ποιά κριτήρια θα χαρακτηρίζεται μια επιχείρηση βιώσιμη ή μη, ώστε να ενταχθεί στη συνολική ρύθμιση, να οδηγηθεί σε εκκαθάριση ή να αφεθεί στην τύχη της.
Ανοιχτό θέμα προς συζήτηση είναι και το ποιες οφειλές προς Δημόσιο/εφορία- ασφαλιστικά Ταμεία θα υπόκεινται σε «κούρεμα». Δανειστές και ΥΠΟΙΚ συγκλίνουν στην άποψη ότι το κούρεμα πρέπει να αφορά μόνο πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Οσον αφορά τα κριτήρια με τα οποία μία επιχείρηση θα χαρακτηρίζεται βιώσιμη ή μη, οι δανειστές προτείνουν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα οικονομικά κριτήρια.
Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι για την ένταξη μιάς επιχείρησης στο νέο καθεστώς διευθέτησης ληξιπρόθεσμων οφειλών – διάσωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και κοινωνικά κριτήρια, όπως λογουχάρη οι θέσεις απασχόλησης που συντηρεί, η συμβολή της στην τοπική οικονομία κλπ.
Διαφωνία υπάρχει και για το αν η μελέτη βιωσιμότητας θα είναι τυποποιημένη, δηλαδή θα προκύπτει αυτόματα με την υποβολή των οικονομικών δεδομένων σε ηλεκτρονικό σύστημα, ή αν θα συντάσσεται από ανεξάρτητο εκτιμητή.
Οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η διευθέτηση των χρεών μικρών επιχειρήσεων θα γίνεται με τυποποιημένες διαδικασίες, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη ενασχόληση από πλευράς τραπεζών και οφειλετών.
Η διαδικασία για τις μεγάλες θα ανατίθεται σε ειδικό διαμεσολαβητή, πιστοποιημένο από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Όταν υποβληθεί ή αίτηση από την επιχείρηση, ο διαμεσολαβητής θα καλεί τα δύο μέρη (επιχείρηση και πιστωτές) σε διαβουλεύσεις για να διαμορφωθεί φόρμουλα διευθέτησης των χρεών αν η επιχείρηση κρίνεται βιώσιμη από την πλειοψηφία των πιστωτών, ή να οδηγηθεί σε εκκαθάριση.