Τελετή Ενθρονίσεως Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστοδούλου Αθήναι, 9 Μαίου 1998
Τα μηνύματα των καιρών ζητούν από την Εκκλησία και σήμερα να στηρίξει το Γένος, όπως το έπραξεν επί αιώνες. Από σήμερα και έως το 2004 μ.Χ. η χώρα μας θα γνωρίσει θεαματικές αλλαγές. Οι πόλεις και τα χωριά, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες, το νόμισμα και η ανάπτυξη, η υποδομή και η εκπαίδευση, οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές θα αλλάξουν ριζικά. Τα αυτονόητα αποχωρούν, δεν ισχύουν πια. Όμως το έθνος πρέπει να ζήσει. Μέσα στον συνεχώς μεταβαλλόμενο τούτο κόσμο το πρόβλημα της ιστορικής διάρκειας του Ελληνισμού προβάλλει απειλητικό και αγωνιώδες.
Στην ιστορική του διαδρομή το έθνος μας από νωρίς συνταυτίσθηκε με την Ορθοδοξία και έμεινε μέχρι σήμερα μ’ αυτήν στενά συνυφασμένο. Η έννοια του Γένους αναδύθηκε μέσα από την υπόδουλη Πατρίδα, την κοινή ορθόδοξη πίστη και την κοινή ελληνική μας γλώσσα. Και σήμερα ακόμη έννοιες, όπως ομογενής και ομογένεια δεν νοούνται έξω από την ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι άραγε τυχαίο το ότι η γλώσσα του Ευαγγελίου “έβαψε” κατά τους λόγους του Κοραή, την ελληνική γλώσσα. Και ποιος μπορεί να πείσει τον απλό Έλληνα ότι η πίστη του στο Χριστό χωρίζεται από την ταυτότητά του ως Έλληνα.
Γνωρίζω ότι η ταύτιση αυτή Ελληνισμού και Ορθοδοξίας ενοχλεί μερικούς συνέλληνες, που ισχυρίζονται ότι έτσι παραβιάζονται συνταγματικά δικαιώματα της θρησκευτικής μειονότητας στη χώρα μας. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να δηλώσω κατηγορηματικά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία παντού, αλλά και στην Ελλάδα, ουδέποτε παρήγαγε, ενίσχυσε ή υπέθαλψε διακρίσεις σε βάρος αλλοθρήσκων ή ετεροδόξων πολιτών.
Αντίθετα υπήρξε στο παρελθόν και εξακολουθεί και σήμερα ενίοτε να είναι το θύμα άσκησης σε βάρος της προσηλυτισμού από μέρους αιρετικών και παραθρησκευτικών κινήσεων, πού δρουν καταλυτικά για την ενότητα του λαού και παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματά του. Η ιστορική ωστόσο αλήθεια μαρτυρεί ότι θεμελιώδης παράγων ενότητας του λαού μας είναι η Ορθοδοξία. Η Ορθοδοξία, νοούμενη όχι μόνο ως μέγεθος πνευματικό και θείο για τις ψυχές, αλλά και ως δημιουργός πολιτισμού με οικουμενικές διαστάσεις, πού νοηματοδοτεί τη ζωή και αξιολογεί τους διαχρονικούς στόχους του λαού μας.
Για την Ελλάδα, χθες και σήμερα, η Ορθοδοξία είναι όρος επιβίωσης και κεντρικός άξονας πολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα, πού ο λαός μας συνειδητά αποδέχεται Η Εκκλησία διέσωσε το Γένος ως πνευματικότητα και όχι ως ιδεολογία. Αυτό το αναγνωρίζουν και οι μη ορθόδοξοι άλλωστε
Έτσι κάθε απόπειρα αποσύνδεσης Ορθοδοξίας και Ελληνισμού συνιστά απειλή για την ενότητα του έθνους. Και είναι καθήκον όλων μας να ενισχύσουμε και όχι να χαλαρώσουμε τους δεσμούς πού μας συνδέουν με την Ορθοδοξία, να χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο της αυτοσυντήρησης για να αξιολογήσουμε την ανάγκη να αναχαιτίσουμε, όσο είναι καιρός, τη σταδιακή υπονόμευση της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας, υπερασπιζόμενοι κατά αλήθειαν όχι μόνο την εκκλησιαστική Ορθοδοξία, αλλά και το πολιτιστικό θεμέλιο της εθνικές ενότητας και ομοψυχίας.
Θέματα όπως η γλώσσα μας, η διδαχή του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, η καθοδήγηση της νεολαίας μας, η συγκρότηση της παραδοσιακής μας οικογένειας, η εξασφάλιση πρόσβασης των νέων μας προς τα ιδεώδη του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, όλα αυτά αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επιβίωσή μας. Και όπως είναι αδιανόητο να τελειώνει ένα ελληνόπουλο την εγκύκλιο εκπαίδευσή του χωρίς να μαθαίνει ποια μεταφυσική γέννησε τον Παρθενώνα και την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, έτσι είναι το ίδιο αδιανόητο το να αγνοεί ποια θεολογία ύψωσε την Αγια-Σοφιά και γέννησε την ποίηση, τη βυζαντινή εικόνα, τη λατρευτική δραματουργία της ορθόδοξης λατρείας, πού προκαλούν τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Είναι καιρός να αντιληφθούμε όλοι πώς η Ορθοδοξία δεν είναι υπόθεση με την οποίαν ασχολούνται μόνο οι θρησκευόμενοι Έλληνες, πού δεν είναι λίγοι, αλλά και καθένας πού οραματίζεται τη ζωή του ασφαλισμένη μέσα στην προστατευτική αγκάλη της. “Για να μη καταντήσουμε οι Έλληνες ολότελα ξεγυμνωμένοι και παρατρεχάμενοι του ενός και του αλλουνού μέσα στο σημερινό αδυσώπητο κόσμο” (Ζήσιμος Λορεντζάτος,”Διόσκουροι”).
Οι τοποθετήσεις μας αυτές προσλαμβάνουν επίκαιρη σημασία αν συνδυασθούν με τη θέση πού η χώρα μας έχει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρώπη, ως γνωστόν, και κατά το όνομα και κατά τον πολιτισμό της είναι γέννημα κυρίως του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Στην Ελλάδα βρίσκεται η καρδιά της Ευρώπης και χωρίς Ελλάδα δεν νοείται Ευρώπη. Η πνευματική κληρονομιά του Ελληνισμού συνιστά πολύτιμο μαργαρίτη όχι μόνο για μας αλλά και για τον ευρωπαϊκό κόσμο. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά όλοι, για να αποβάλουμε το αίσθημα μειονεξίας πού συχνά μας συνοδεύει όταν συναντούμε τους ευρωπαίους αδελφούς μας.
Σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει οξύ πνευματικό υπαρξιακό πρόβλημα με επιπτώσεις στην ενότητά της. Έχει γραφεί ότι “η Ευρώπη αναζητά την ψυχή της”. Ο ειδήμονες αναγνωρίζουν ότι δεν μπορεί να σταθεί επί πολύ κόμη χωρίς ενιαίο πνευματικό προσανατολισμό, χωρίς κάποιο είδος κοινής κοσμοθεωρίας (Μητροπ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, Μαρτυρία και διακονία της ορθόδοξης γυναίκας μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, Αθήναι 1994 σελ. 6). Και εδώ ανακύπτει το πρόβλημα της παρουσίας της Ορθοδοξίας στην Ενωμένη Ευρώπη.
Είμαστε μέλη ισότιμα της Ε.Ε. και κανείς εχέφρων διανοείται να το αμφισβητήσει. Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα πού είναι αμιγώς ορθόδοξη. Παληές ιστορικές συγκυρίες, ήδη από τον 11ον αιώνα, διεχώρισαν -είναι αλήθεια- Ανατολή και Δύση σε πεδίο αντιπαράθεσης δύο κόσμων.
Τι λοιπόν πρέπει να κάνουμε; Ως ενεργοί ευρωπαίοι πολίτες οφείλουμε να καταστήσουμε αισθητή την παρουσία της Ορθοδοξίας στη γηραιά ήπειρό μας. Άλλωστε ιστορικά η Ευρώπη οφείλει στην Ορθοδοξία την ίδια την υπόσταση και επιβίωση της. Χωρίς τη Ρωμηοσύνη η Ευρώπη είναι αδιανόητη. Όμως στην Ευρώπη σήμερα διαμορφώνεται το νέο πλαίσιο ζωής του ευρωπαϊκού κόσμου, το νέο πλαίσιο ζωής του εντός και εκτός Ελλάδος Έλληνος.
Και ήδη μπροστά στην έσχατη αντοχή πού δείχνει σήμερα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο ρόλος της Ελλάδας ως ορθόδοξης χώρας και της ορθόδοξης Εκκλησίας της μέσα στην Ε.Ε. είναι μια ουσιαστική ελπίδα διαφυγής από τα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγηθεί η Ευρώπη. Ακόμη και η επιστήμη σήμερα δείχνει να κινείται προς μια διαφορετική θεώρηση το κόσμου, εγκαταλείποντας τη μηχανιστική, νοησιαρχική και ατομοκρατική προσέγγιση των φαινομένων.
Είναι η ώρα της Ορθοδοξίας. Και καθώς είναι βέβαιο ότι κυοφορείται ένας νέος πολιτισμός πού θα κρίνει την πορεία της Ευρώπης, η ευθύνη μας, ελληνικής Πολιτείας και ελληνικής Εκκλησίας για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι πελωρία. Η Εκκλησία οφείλει να διαθέτει ευρεία αντίληψη του διεθνούς περίγυρου, κατανόηση των διαδικασιών της Ευρωπ. Ενοποίησης και να έχει θετική συμβολή για την υλοποίηση των στόχων της. Ως Εκκλησία στηρίζουμε τις προσπάθειες του λαού μας, της κυβέρνησής του και της ηγεσίας του για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε.
Όμως αυτό δεν σημαίνει απάρνηση της ταυτότητάς μας, της ελληνορθοδοξίας μας. Η ένωσή μας με την Ευρώπη δεν καταργεί την πολυμορφία. Αντιθέτως, η εμμονή και η προστασία της πνευματικής ταυτότητας κάθε ευρωπαϊκού λαού, αποτελεί το κύριο γνώρισμα του ευρωπαϊκού κόσμου. Γι’ αυτό -ναι- μένουμε στην Ευρώπη όχι όμως ως φτωχοί συγγενείς, μακρινοί Ανατολίτες, ξένοι προς το ευρωπαϊκό πνεύμα, αλλ’ ως οικείοι μέσα στο μεγάλο ευρωπαϊκό μας σπίτι. Όταν αναστήματα διεθνούς κύρους αναγνωρίζουν την διαφαινόμενη διάρκεια και επιβίωση της Ορθοδοξίας στον επόμενο αιώνα, πώς είναι δυνατόν εμείς οι ίδιοι να απαρνιόμαστε τη διαχρονική ζωοδότρα δύναμή μας. Κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν δέχεται να απαρνηθεί τα ιδιαιτέρα στοιχεία πού οριοθετούν την πνευματική και πολιτισμική του ταυτότητα. Γιατί τάχα πρέπει μόνο εμείς οι Έλληνες να αποτελέσουμε εξαίρεση όταν μάλιστα κανείς δεν μας αναγκάζει να το πράξουμε; Οι συνθήκες για την Εκκλησία μας έχουν πια ωριμάσει.
Η Εκκλησία μας πρέπει να ηγηθεί του αγώνα να μείνουμε μέσα στο νέο αυτό κόσμο Έλληνες. Οι Έλληνες δεν είμαστε μικρός λαός, είμαστε ολιγάριθμος. Είναι ευθύνη κυρίως της Εκκλησίας να καταστήσει αυτό το λαό, την “μικράν ζύμην” της Ευρώπης, η οποία όλον το φύραμα θα ζυμώσει. Γι’ αυτό εκ των πρώτων μελημάτων μας θα είναι η παρουσία της στην καρδιά της Ευρώπης, στίς Βρυξέλλες και η αναβάθμιση των σχετικών Υπηρεσιών στο κέντρο μας, ώστε σύντομα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κάθε τι που μας ενδιαφέρει και να συμμετέχουμε, όσο αυτό είναι εφικτό, έστω και εμμέσως, στις αποφασιστικές διαδικασίες των οργάνων της Ένωσης.
Μας ταιριάζει να διεκδικήσουμε, σε συνεργασία και με την ελληνική Κυβέρνηση, την ενεργό συμμετοχή μας στη διαμόρφωση της μετα-νεωτερικής εποχής, του νέου κόσμου πού κυοφορείται ως πανανθρώπινο αίτημα μέσα στο ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον, με τη συνείδηση ότι μας χρειάζονται στην Ευρώπη και εκτιμούν αυτό πού μπορούμε να τους προσφέρουμε, το πνεύμα της ενότητας και της καταλλαγής. Η Εκκλησία ανοίγει την αγκαλιά της στις δρώσες δυνάμεις του Ελληνισμού πού είναι η ευρύτερη πολιτική ηγεσία, ο κόσμος των Γραμμάτων και των Τεχνών, ο επιχειρηματικός κόσμος, οι εργαζόμενοι, και ζητά τη βοήθειά των για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας.
Και έρχομαι τώρα στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας.
Η ορθόδοξη Εκκλησία παντού, και στην Ελλάδα, ουδέποτε διεξεδίκησε το ρόλο κράτους εν κράτει. Δεν υπήρξε ποτέ Εκκλησία του νόμου, αλλά της Ανάστασης. Δεν έζησε ποτέ από τα δικαιώματά της, αλλά από τα θαύματά της. Και τα δικά της ερείσματα είναι οι άγιοί της. Σ’ αυτό τον τόπο οι ιστορικές συγκυρίες την έδεσαν σφικτά με το λαό και τη θεσμική εκπροσώπηση του. Έτσι διαμορφώθηκε ένα σχήμα σχέσεών της με την Πολιτεία, πού ο λαός όχι μόνο εγκρίνει, αλλά και χαίρεται να βλέπει τους δύο κορυφαίους θεσμούς του έθνους να αλληλοσυμπληρώνονται και να συνεργάζονται για το καλό το Τόπου.
Η Εκκλησία πάντοτε επεδίωξε σχέσεις συνεργασίας, συναλληλίας σε βάση ισοτιμίας με την ελληνική Πολιτεία. Και η ελληνική Πολιτεία από τη μεριά της κατανοεί την ανάγκη ειρηνικής συμβίωσης με την Εκκλησία. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η αμετάθετη απόφαση τόσο της κυβέρνησης, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μη θέσουν καν θέμα αναθεώρησης του άρθρου 3 το Συντάγματος κατά την προκείμενη σχετική διαδικασία. Βέβαια υπάρχουν κάποιοι πού με χαρά θα έβλεπαν μια σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, για να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί πού θέλουν.
Εμείς είμαστε αταλάντευτα προσηλωμένοι στο ιδεώδες της στενής συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας, γιατί βλέπουμε ότι αυτό συμφέρει στο έθνος και αυτό θέλει και ο λαός μας. Δεν αντιδικούμε επομένως με κανένα, δεόμεθα για σύνολη την ηγεσία το έθνους, και προσευχόμαστε να είναι ευλογημένοι οι αγώνες της για την προκοπή του Γένους. Παραλλήλως όμως δεν χαρίζουμε σε κανένα το ακριβό μας προνόμιο να έχουμε άποψη επί των καιριότερων ζητημάτων το τόπου και να την εκθέτουμε ελεύθερα, όπως τέτοιο δικαίωμα έχει σήμερα και ο τελευταίος πολίτης αυτού του τόπου. Η τέτοια παρέμβασή μας δεν συνιστά αντιδικία ούτε αμφισβήτηση. Παρεμβαίνουσα η Εκκλησία βοηθά την ηγεσία, τις δυνάμεις και το λαό στη συνειδητοποίηση των πνευματικών διαστάσεων ορισμένων επιλογών ή τάσεων. Γι’ αυτό και ο λόγος της είναι μητρικός, παραμυθητικός, συμβουλευτικός και ουδέποτε πολιτικός. Ματαιοπονούν επομένως όσοι επιδιώκουν να δημιουργήσουν τριβές μεταξύ μας και να επωφεληθούν από αυτές, ναρκοθετώντας τη νέα πορεία μας για ευνόητους λόγους.
Η Εκκλησία ενωμένη αντιμετωπίζει τις προκλήσεις και ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Συμφέρον έχουμε όλοι να συνεργασθούμε για το κοινό καλό και για την προώθηση των καλώς νοουμένων συμφερόντων το Τόπου μας. Και είμαι βέβαιος ότι με αυτό συμφωνεί και η ελληνική Κυβέρνηση, πού επιμελώς όχι μόνο έχει αποφύγει, προς τιμήν της, κάθε παρέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησίας, αλλά και συνεχίζει την διαμορφωμένη ήδη παράδοση της προηγούμενης συνεννόησης με την Ι. Σύνοδο προκειμένης της λήψεως οιουδήποτε μέτρου πού αφορά στην Εκκλησία.
Είναι μεγάλη ανάγκη για την Εκκλησία, αφού νοικοκυρέψει πρώτα τα του οίκου της, να αποκαταστήσει αμέσως την επαφή της με την κοινωνία, να ενεργοποιήσει τις πνευματικές της δυνάμεις, να σκύψει ως Καλός Σαμαρείτης προς τον “περιπεσόντα εις τους ληστάς” σύγχρονο άνθρωπο, να του χαρίσει την εικόνα μιας Εκκλησίας με φιλάνθρωπο πρόσωπο, Μάνας και όχι Μητρυιάς. Στα πλαίσια αυτής της πανστρατιάς αποβλέπουμε με εμπιστοσύνη στην ακαδημαϊκή Θεολογία, που πλουτίζει πνευματικά το λαό μας.
Ο δύο Θεολογικές μας Σχολές και οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι κατέχουν κεντρική θέση στην καρδιά μας. Γνωρίζουμε ότι καμία ενέργεια μας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει αν δεν έχει θεολογικό υπόβαθρο και πατερική συναίνεση. Γι’ αυτό και προσδοκούμε με ενδιαφέρον τη συμμετοχή και των Σχολών μας αυτών στην ανανεωτική μας προσπάθεια.
Τα κοινωνικά μας εξ άλλου προβλήματα πολλαπλασιάζονται κάθε μέρα. Η ανεργία κτυπάει την πόρτα εκατομμυρίων ανθρώπων και μάλιστα νέων, ρατσισμός και ξενοφοβία απειλουν με αλλοτρίωση την παράδοσή μας, πολλοί νέοι μας παραδίδονται βορά στη χρησιμοθηρία και στον καιροσκοπισμό. Χρειάζεται μια τολμηρή προσέγγιση των προβλημάτων των νέων και μια συνειδητή επαφή με τον κόσμο, χωρίς να διατρέξουμε τον κίνδυνο της εκκοσμίκευσης του λαϊκισμού. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα κινηθούμε, με τη βοήθεια του Θεού, προς 5 βασικούς άξονες:
α) Εσωτερική αναδιοργάνωση πνευματική, διοικητική, ποιμαντική, ιεραποστολική της Εκκλησίας. Πρόκειται για μια μεγάλη προσπάθεια αναβάθμισης της θ. λατρείας, ενίσχυσης της ιεραποστολής, καθιέρωσης της επιμόρφωσης, αποστήριξης της εκκλ. εκπαίδευσης, εξασφάλισης στελεχών, καλλιέργειας της επικοινωνίας με χρήση των σύγχρονων μέσων της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, υιοθέτηση συστημάτων εγγυήσεων χρηστής διαχείρισης, καλλιέργειας των εκκλ. Τεχνών, αναδιοργάνωσης της ενορίας και αναδιάρθρωσης της στα μεγάλα αστικά κέντρα.
β) Νεολαία και προβλήματά της. Με ρωμαλεότητα και τόλμη οφείλουμε να καταπιασθούμε ουσιαστικά με τα προβλήματα της Νεολαίας μας. Δείχνοντας αγάπη στα παιδιά μας, τα πλησιάζουμε με ταπείνωση, “μή παροργίζοντές” τα, αλλά μιλώντας τους με ειλικρίνεια, με πίστη, με πειθώ, με ενάργεια, με επίγνωση. Τα μεγάλα προβλήματα της νεολαίας μας, τα ναρκωτικά, το ΑΙDS, ο αλκοολισμός, ο παρασιτισμός, η ανεργία, η βία, το έγκλημα, η έλλειψη στοργής, η απουσία της οικογενειακής θαλπωρής, η ανάγκη για ψυχαγωγία, όλα αυτά απαιτούν προσευχή, προσοχή, συναντίληψη, αγάπη, επιμονή. Και πέραν τούτων εκπαίδευση των ελληνοπαίδων. Η Μητέρα Εκκλησία έχει τα μέσα, θεία και ανθρώπινα, για να επιληφθεί και επιτύχει.
γ) Πατρίδα και Γένος. Η Εκκλησία αισθάνεται να έχει από την ιστορία το ρόλο να συντρέχει το έθνος. Χωρίς να αμφισβητεί κανενός το ανάλογο ενδιαφέρον δικαιούται, χάρις στις περγαμηνές πού διαθέτει, να ενδιαφέρεται για το μέλλον αυτού του λαού, πού είναι λαός της. Η γλώσσα, η παιδεία, οι αλησμόνητες Πατρίδες, η ιστορία, η οικογένεια, οι θεσμοί, το δημογραφικό πρόβλημα, οι πολύτεκνες οικογένειες, τα ιδανικά, οι αξίες, οι ξένοι πού ζουν στην πατρίδα μας, οι πρόσφυγες, αποτελούν πεδίο δράσεως και της Εκκλησίας πού όχι μόνο αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, αλλά και συντρέχει ανάλογες προσπάθειες του κράτους ή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η προστασία του περιβάλλοντος και η εξασφάλιση ευφορίας της γης, ώστε και οι επόμενες γενηές να μπορούν να απολαμβάνουν τα αγαθά της γης, είναι από τις εκρηκτικές προτεραιότητες.
δ) Κοινωνική μέριμνα. Είναι ο μεγάλος τομέας της αγάπης, στον οποίον η Εκκλησία ήδη τώρα μεσουρανεί, με ποιότητα προσφοράς, με ανιδιοτέλεια, με ιδρύματα προστασίας ανθρώπων κάθε κατηγορίας, με παροχές οικονομικές και άλλες, με ποιμαντική μέριμνα για αναξιοπαθούντες, για τη στήριξη ενός συστήματος κοινωνικής δικαιοσύνης, για την εξυπηρέτηση των εργαζομένων, των ατόμων με εδικές ανάγκες, για την επέκταση του θεσμού των ενοριακών ιδρυμάτων, για την προστασία των κοινωνικά αποκλεισμένων.
ε) Νεώτερες επιστημονικές κατακτήσεις. Θέματα βιοηθικής και γενετικής τεχνολογίας, η ευθανασία, η τεχνητή γονιμοποίηση, η κλωνοποίηση, οι μεταμοσχεύσεις κλπ. είναι νέα θέματα με ηθικές παραμέτρους. Η Εκκλησία καλείται ήδη να διατυπώσει την άποψη της. Όλοι θέλουν να την ακούσουν. Πρέπει να ανταποκριθούμε.
Σεβαστοί και αγαπητοί μου,
Με όσα σας είπαμε περιεγράψαμε με κάθε δυνατή συντομία τους κύριους άξονες περί τους οποίους θα θελήσουμε να κινηθούμε, συν Θεώ, κατά την άσκηση των Πρωθιεραρχικών μας καθηκόντων, με την συμπαράσταση των αγίων αδελφών Αρχιερέων. Παρακαλούμε τους ακροατές των λόγων μας να θελήσουν να μας συναγωνισθούν με τις προσευχές τους και με την παροχή της ευπρόσδεκτης συναντίληψής των. Αναγνωρίζουμε την προσωπική μας σμικρότητα αλλά και το μέγεθος εκείνου πού ως Εκκλησία εκπροσωπούμε.
Ο λαός μας δικαιούται να ελπίζει. Φέρνουμε το μήνυμα της άνοιξης και της αυτοπεποίθησης. Μπορούμε να ζήσουμε και να προκόψουμε. Μπορούμε να δώσουμε το πνευματικό μας στίγμα. Δικαιούμεθα να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον. Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία αξίζουν και μπορούν το καλύτερο. Κάτω από την προστατευτική ομπρέλα των ας κινήσουμε ως λαός για μια νέα προσπάθεια καταξίωσης. Μακρυά μας τα συμπλέγματα μειονεξίας.
Η Ορθοδοξία είναι Ανάσταση. Η νεολαία μας αξίζει την αγάπη και την προσοχή μας. Η ανατολή της νέας χιλιετίας, η συμπλήρωση δηλ. 2000 χρόνων από τη Γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού, πού είναι ένα ορόσημο στην ιστορία του κόσμου, μας βρίσκει όλους προσηλωμένους με το βλέμμα της ψυχής προς το μέλλον. Ο εορτασμός της επετείου εδώ στην Ελλάδα, θα πρέπει να είναι λαμπρός και ξεχωριστός για το μήνυμα πού κομίζει και που μας αφορά όλους.
Καθώς δε πλησιάζει και το έτος 2004 με την Ολυμπιάδα στην Αθήνα, θα επιληφθούμε κι εμείς ως Εκκλησία για την προβολή σε παγκόσμιο επίπεδο της πνευματικής κληρονομιάς μας και της πανανθρώπινης πρότασης για ζωή πού ως Ελληνορθόδοξοι εκπροσωπούμε.