Λίγα λόγια για τον δικό μας Λευτέρη. Το τραγούδι, τα ποιήματα, τα χρώματα και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ο Λευτέρης που ελευθερώνει τις λέξεις, την αγάπη , το χάδι του ανθρώπου. Ο Λευτέρης στο Παρίσι να ακουμπά ένα μπουζούκι. Ο Λευτέρης της εφημερίδας, της δουλειάς. Τον ξέρουνε οι τίτλοι, η άσφαλτος, ο Άγιος Γεώργιος του Καρύτση τον προστατεύει και τον πάει βόλτα για να ξεχαστεί και του λέει έτσι είναι ο κόσμος, τι να κάνουμε; Είμαστε πολλά χρόνια πριν, ένας έφηβος δεν άκουγε, αλλά κοίταζε τα πρώτα τραγούδια του Λευτέρη και πάθαινε κάτι. Σαν όλα τα απογεύματα όλα τα κορίτσια να με περικυκλώνουν και να μου χορεύουν. Το χρώμα να είναι βαθύ κόκκινο και εγώ να κλαίω, να κλαίω, να πηγαίνω στην άκρη του γκρεμού, αλλά να μην πέφτω, αλλά να πετάω και κάτω όχι χάος, αλλά θάλασσες.
Λίγα λόγια για τον δικό μας Λευτέρη. Το τραγούδι, τα ποιήματα, τα χρώματα και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ο Λευτέρης που ελευθερώνει τις λέξεις, την αγάπη , το χάδι του ανθρώπου. Ο Λευτέρης στο Παρίσι να ακουμπά ένα μπουζούκι. Ο Λευτέρης της εφημερίδας, της δουλειάς. Τον ξέρουνε οι τίτλοι, η άσφαλτος, ο Άγιος Γεώργιος του Καρύτση τον προστατεύει και τον πάει βόλτα για να ξεχαστεί και του λέει έτσι είναι ο κόσμος, τι να κάνουμε; Είμαστε πολλά χρόνια πριν, ένας έφηβος δεν άκουγε, αλλά κοίταζε τα πρώτα τραγούδια του Λευτέρη και πάθαινε κάτι. Σαν όλα τα απογεύματα όλα τα κορίτσια να με περικυκλώνουν και να μου χορεύουν. Το χρώμα να είναι βαθύ κόκκινο και εγώ να κλαίω, να κλαίω, να πηγαίνω στην άκρη του γκρεμού, αλλά να μην πέφτω, αλλά να πετάω και κάτω όχι χάος, αλλά θάλασσες.
Ο Λευτέρης είναι από τους λίγους που μιλάει πολύ σοβαρά για το τραγούδι, τους μουσικούς, και όλους τους άλλους που αποτελούν την φάρα του ωραίου, του μοιραίου, του χρωματιστού κόσμου, όταν μέσα είναι ο Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Χιώτης, Καλδάρας, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, η αποδώ και από εκεί πλευρά του Αιγαίου, και το πλήθος οι καλλιτέχνες που παίζουν, συνθέτουν, τραγουδούν, και μοσχοβολούν τον αέρα της πατρίδας μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο πάλλεται από ομορφιά γραφής και η αγάπη και ο σεβασμός του συγγραφέα προς την υπέροχη αυτήν γυναίκα, αυτήν την ποιήτρια που χάραξε την ζωή μας. Το βιβλίο είναι πλούσιο με αποτέλεσμα αίρεται της μελέτης και της απίστευτης προσωπικής ματιάς του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Η γλώσσα της γραφής είναι απλή, αιχμηρή, κουβεντιαστή, όμορφή γλώσσα που μόνο οι ποιητές χειρίζονται επιδέξια. Είναι μια αλυσίδα τα τραγούδια της Παπαγιαννοπούλου και του Παπαδόπουλου είναι ο πολιτισμός μας, είναι τα άνθη της συγγραφής του πόνου και του έρωτα μας.
Το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου μυθολογεί την ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ταυτόχρονα υπάρχει μια τρομακτική ακρίβεια. Ακρίβεια όσον αφορά τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τους χρόνους, τις ημερομηνίες.
Λευτέρης Παπαδόπουλος: Κανονικά εγώ δεν έπρεπε να μιλήσω, άκουσα τόσο σπουδαία πράγματα, με έξοχο και σπουδαίο τρόπο από τους φίλους μου, σημαντικούς ποιητές Γιάννη Κοντό και Θανάση Νιάρχο, που ότι και να πω εγώ είναι παραπανίσιο.
Είναι λοιπόν μια τρέλα αυτοί οι άνθρωποι, παρατάνε τα πάντα σήμερα μια βροχερή μέτρα και έρχονται για ένα 24ωρο εδώ για να μιλήσουν για το βιβλίο μου.
Την Ευτυχία την γνώρισα όταν ήμουν 25 χρονών. Η Ευτυχία ήταν 64 και φαινόταν 100. Όλοι την λέγανε γριά. Είχα γράψει τότε με τον Ξαρχάκο που ήταν πιο ωραίος από μένα, δύο τραγούδια την “Άπονη ζωή” και την “Φτωχολογιά”, τα έλεγε ο Γ. Μπιθικώτσης, ο Σ. Καζαντζίδης, τα έλεγε τότε όλος ο κόσμος, ήταν κάτι απίστευτο, τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις.
Θα σας πω γιατί το έλεγα αυτό, γιατί τότε πολιορκούσα την γυναίκα μου, η οποία έμενε εδώ στην παραλία. Της έλεγα παραμύθι λοιπόν γατί στον έρωτα όλα τα παραμύθια πρέπει να τα λες και όλα καθαγιάζονται, και αυτό το λέω για τους νεότερους, για να λέτε όσα περισσότερα παραμύθια. Γιατί και οι άνδρες και οι γυναίκες θέλουμε να μασήσουμε, αλλιώς η ζωή δεν προχωράει.
Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου όπως πολύ ωραία τα είπανε οι φίλοι μου εδώ οι ποιητές, την
Αυτή λοιπόν αράζει συνέχεια στην κουζίνα του σπιτιού της, όπου εκεί είναι μια πόντια μαγείρισσα, η οποία της μαθαίνει να ρίχνει τα χαρτιά. Έχει παντρευτεί εν τω μεταξύ έναν πάμπλουτο κατά 20 χρόνια μεγαλύτερο της και κάνει μαζί του δύο παιδιά.Το 1911 γίνεται μια σφαγή Ελλήνων από τους Τούρκους και ο άνδρας της φεύγει για να πάει στην Αθήνα. Μετά δε ακολουθεί η μεγάλη σφαγή το 1922,μ οπότε με χίλια βάσανα κατάφερε να πάρει τα δύο παιδιά και την μάνα της, και να προχωρήσει στο εσωτερικό της Τουρκίας. Οπότε τι κάνει;; Επειδή ξέρει γράμματα και είχε σπουδάσει δασκάλα και εδώ οι Τούρκοι νόμιζαν ότι το να μάθουν τα παιδιά τους Ελληνικά είναι σπουδαίο, αρχίζει να διδάσκει Ελληνικά, αλλά βγάζει ελάχιστα λεφτά.
Η Ευτυχία δεν μπορούσε να κριθεί με τα συνήθη μέτρα. Εγκατέλειψε την οικογένεια της, κράτησε το ένα παιδί, και τον ακολούθησε σε περιοδείες. Έγινε ξαφνικά γιατί ερωτεύθηκε τον ηθοποιό, και τον ακολουθεί παντού και μέσω αυτού καταφέρνει να φτάσει σε ένα ανεκτό επίπεδο. Επειδή ήταν ωραία, εντυπωσιακή, με μπλε μάτια, εγώ την θυμάμαι αν και τα μάτια δεν αλλάζουν στις μεγάλες γυναίκες. Φτάνει να παίξει εξαιτίας του φίλου της, ο οποίος ήταν θεατρίνος ονόματι Αλεξίου, με την Κοτοπούλη. Κατάφερε να παίξει σε τραγωδία η Ευτυχία, πέντε χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή στο Παναθηναϊκό στάδιο. Πρόκειται για μια ιστορική παράσταση στην οποία παίζει ως κορυφαία του χορού, αλλά επειδή ήταν όπως είπαμε γυναίκα του πάθους, βαριέται την ηθοποιία και τον Αλεξίου και πάει για άλλες πολιτείες.
Η Λύρα λοιπόν είχε έναν διευθυντή ιστορικό πρόσωπο που λεγόταν Αλέκος Πατσιφάς. Ήταν ένας τύπος με άσπρα μαλλιά, γεμάτα λεύκη. Πάω λοιπόν μια μέρα να τον δω και με πάει στο γραφείο του και μου δείχνει επτά ποιήματα του Ελύτη. Το κάθε ποίημα κρατάει μια ώρα. Μου λέει λοιπόν ο Πατσιφάς πάρε το μολύβι σου και άρχισε να κόβεις. Παίρνω το μολύβι και αρχίζω να κόβω και του αλλάζω τα φώτα, και έτσι βγήκε ένας δίσκος που την μουσική είχε κάνει ο Λίνος Κόκοτος.
Μόνο λίγα χρόνια πριν από μένα ο Βίρβος ο ονομαστός και σπουδαίος, και ο Κολοκοτρώνης ύστερα από πολλούς αγώνες καταφέρνουν και βάζουν το όνομα τους στους δίσκους, οπότε υπάρχει ένας δρόμος στρωμένος. Κατόπιν έρχεται ο Χατζιδάκις, ο οποίος επειδή συνεργάζεται με τον Γκάτσο που είναι ισότιμος του, και βέβαια και εγώ επιβάλλουμε με την παρουσία μας στο εξώφυλλο το όνομα μας. Το τραγούδι είναι μισό – μισό και στα δικαιώματα και στα πάντα. Αλλά οι συνθέτες εξακολουθούν και μέχρι σήμερα να κάνουν τις λαδιές τους.
Σιγά – σιγά εξανεμίζονται τα λεφτά της, και φτάνει σε ένα σημείο απίστευτης φτώχιας. Αυτή δε πάλι είναι συνέχεια στις λεγόμενες τραβηχτικές. Παίρνει συνέχεια δανεικά και αγύριστα. Φτάνει σε σημείο να μην έχει φράγκο