Παρασκευή, 18 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΒιογραφικάΚωνσταντίνος Δ. Ρακτιβάν:...

Κωνσταντίνος Δ. Ρακτιβάν: «φαινόμενο Ρακτιβάν»

nomos.jpgΟ εξέχων Μακεδόνας  Νομικός, Κωνσταντίνος Δ. Ρακτιβάν θεωρείται ως «Καινοτόμος θεμελιωτής του κράτους δικαίου»

Αν και σπουδαίος, από τους σπουδαιότερους του Ελληνικού Κράτους, ο Κ. Ρακτιβάν είναι σήμερα άγνωστος στους πολλούς.

 Ζει όμως στη μνήμη των ιστορικών, των φιλιστόρων Ελλήνων και, φυσικά, όλων των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του οποίου υπήρξε ο οργανωτής, ο πρωτεργάτης και ο πρώτος πρόεδρος.

 Για ένα λαό, του οποίου η μνήμη δε διακρίνεται για τη δύναμή της και που η ιστορική του συνείδηση τρέφεται περισσότερο από τη ρηχή προγονολατρία παρά από την ιστορική γνώση, η αναφορά σε προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, ενδείκνυται, αν δεν επιβάλλεται. Η ζωή του Κ. Ρακτιβάν υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα.

Ας την παρακολουθήσουμε, λοιπόν.

ξεκίνησε με την αθόρυβη εργασία του σπουδαστηρίου και, περνώντας από τη μαχόμενη δικηγορία, την ενεργό διοίκηση, την εθνική πολιτική και την ακαδημαϊκή ανάδειξη, τον οδήγησε, κατά το τέρμα του βίου του, ιδρυτή και κορυφαίο της διοικητικής δικαιοσύνης . . .» (Κ. Κεραμεύς).

 Ο Κ. Ρακτιβάν γεννιέται το 1865 στο Μάντσεστερ, όπου είχε επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα ο πατέρας του Δημήτριος Ρακτιβάν, εύπορος έμπορος από τη Βέροια, αλλά εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου γενναιόδωρα χρηματοδότησε την ανέγερση σχολείων στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Μητέρα του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν ήταν η Μαρία Ισμηρίδου από την Κωνσταντινούπολη, η οποία από το γάμο της με τον Δημήτριο Ρακτιβάν απέκτησε και τη θυγατέρα Σμαράγδα, τη μητέρα, από το γάμο της με το Θησέα Δημαρά, των Ιωάννη, Δημητρίου και -του μεγάλου των ελληνικών γραμμάτων- Κωνσταντίνου.

Ο Κ. Ρακτιβάν σπουδάζει νομικά στην Αθήνα, όπου και εγκαθίσταται ως δικηγόρος το 1885. Μόλις είκοσι δύο ετών δημοσιεύει την πρώτη νομική του μελέτη, υπό τον τίτλο «Μελέτη επί του νόμου 963 ΞΕ της 22 Μαΐου 1885 περί τόκου υπερημερίας και τόκου τόκων».

Το 1888 δημοσιεύει μελέτη υπό τον τίτλο «Τινά περί προκαταρκτικών συμβάσεων» και το αυτό έτος διορίζεται πρωτοδίκης στη Σύρο. Ακολουθεί η δημοσίευση νέας μελέτης, υπό τον τίτλο «Ζητήματα τινά σχετικά προς την δικαστικήν παράστασιν των ανηλίκων». Το επόμενο έτος παραιτείται από το δικαστικό Σώμα, για να στραφεί στην «από περιωπής μαχόμενη δικηγορία», κατά την εικοσιπενταετή άσκηση της οποίας

«(. . .) τίποτε δεν εστάθη ικανόν να εκτρέψη τον Ρακτιβάν της αυστηράς ευθύτητος και δικαιοσύνης. Είτε δικηγορών είτε γνωμοδοτών, ουδ’ επί στιγμήν μετεχειρίσθη την νομικήν του σοφίαν εις την αμαύρωσιν ή συσκότισιν της αληθείας (. . .)» (Γ. Μπαλής).

 Ως δικηγόρος συνέδεσε το όνομά του τόσο με την ίδρυση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών όσο και με την εν γένει λειτουργία του από τις πλέον υπεύθυνες θέσεις : του αντιπροέδρου (1909) και, επί τρία συναπτά έτη (1910, 1911, 1912), του προέδρου του.

Το 1892 δημοσιεύει περισπούδαστη μονογραφία υπό τον τίτλο «Περί της μετά την λύσιν του γάμου τύχης της προικός κατά το εν Ελλάδι κρατούν ρωμαϊκόν και βυζαντινόν δίκαιον».

Η επανάσταση του 1909 σημαίνει νέα αρχή και για τη ζωή του Κ. Ρακτιβάν. Εισέρχεται στην πολιτική ως ένας εκ των επιλέκτων συνεργατών του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Το 1910, «(. . .) χωρίς ουδέποτε, ουδέ και ένα, άνευ καμμίας υπερβολής, να γνωρίση ή να χαιρετήση εκλογέα, ουδέ και αμεσώτερον να επικοινωνήση διά τινος των εν χρήσει τρόπων είτε γράφων είτε αγορεύων, προς μεγάλας λαϊκάς μάζας, πάντοτε όμως παρακολουθούμενος από του μεγαλυτέρου του κομματάρχου, την Φήμην, εκλέγεται πρώτος του πρώτου του Κράτους νομού βουλευτής» (Π. Θηβαίος).

Το επόμενο έτος ορίζεται μέλος και εισηγητής της κοινοβουλευτικής επιτροπής επί της αναθεωρήσεως του Συντάγματος. Από τη θέση αυτή θέτει ανεξίτηλα την προσωπική του σφραγίδα επί του νέου Συντάγματος, του 1911, καθώς υπήρξε ο βασικός εισηγητής των μεταρρυθμίσεων που αυτό εισήγαγε στο νομικό και πολιτικό βίο της χώρας, θέτοντας, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τις βάσεις θεσμών του κράτους δικαίου, μεταξύ των οποίων και το Συμβούλιο της Επικρατείας

Εξέχουσα πλέον μορφή και του πολιτικού βίου στεριώνει στις προτιμήσεις των εκλογέων της Αττικής, που κατ’ επανάληψιν (1912, 1915) του χαρίζουν την εμπιστοσύνη τους. Το 1912 διαδέχεται τον Ν. Δημητρακόπουλο στο υπουργείο Δικαιοσύνης (έως το 1913), οπότε

«(. . .) την επαύριον της ορκωμοσίας του ως υπουργού (κλείονται) ερμητικώς αλλά και διά παντός αι θύραι του μεγάλου εν οδώ Ακαδημίας δικηγορικού του γραφείου και (καλούνται) οι πελάται προς παραλαβήν των δικογραφιών των! Το γεγονός τούτο υπήρξε βεβαίως φαινόμενον διά τα δικηγορικά χρονικά της χώρας μας και μαρτυρεί πόσην ηθικήν ευθιξίαν ενέκλειεν η ψυχή του Ρακτιβάν» (Γ. Μπαλής).

Ως υπουργός Δικαιοσύνης κατέλιπε έργο σπουδαίο, του οποίου μερικές μόνο εκδηλώσεις είναι η σύνταξη, από αυτόν τον ίδιο, των σχεδίων νόμων περί δικαστηρίου συγκρούσεως καθηκόντων, περί ανώτατου πειθαρχικού συμβουλίου και περί δικαστηρίου αγωγών κακοδικίας.

 Τον Οκτώβριο του 1912, ο Κ. Ρακτιβάν λαμβάνει εντολή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, «όπως ως αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως κανονίση τα της προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών χωρών» (βλ. Β.Δ. της 31.10.1912, ΦΕΚ Α΄ 337). Έτσι, εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη μέχρι τον Ιούνιο του 1913, οπότε απεχώρησε από την πόλη ο βουλγαρικός στρατός και ανέλαβε τα καθήκοντά του ο οριστικός Διοικητής της Στέφανος Ν. Δραγούμης.

Ποια ήταν, όμως, η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη;

Αξίζει να θυμηθούμε μόνο ότι, σύμφωνα με την «κατά οικογενείας και φυλάς» γενομένη απογραφή του πληθυσμού της, την οποία είχε διατάξει ο Κ. Ρακτιβάν, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 39.956, οι Οθωμανοί σε 45.867, οι Ισραηλίτες σε 61.439, οι Βούλγαροι σε 6.263 και οι λοιποί ξένοι σε 4.364

• ότι οι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού κυκλοφορούσαν ένοπλοι στους δρόμους της

 • ότι η γαλλική τράπεζα «Regie» και η Οθωμανική Αυτοκρατορική Τράπεζα εισέπρατταν φόρους που απέδιδαν στο Σουλτάνο

• ότι η οθωμανική χωροφυλακή ασκούσε ακόμα, ενόπλως και αυτή, τα καθήκοντά της

 • ότι βουλγαρικός στρατός ήταν εγκατεστημένος στην πόλη με αξιώσεις συγκυριαρχίας

• ότι οι πρόξενοι των ξένων Δυνάμεων συμπεριφέρονταν ασύδοτα

 • ότι οι υπαίθριες ένοπλες συγκρούσεις ήταν καθημερινές

 • ότι οι περισσότεροι δήμαρχοι και κοινοτάρχες στην ύπαιθρο ήταν Οθωμανοί και ότι η Σερβία, κυρίως όμως η Βουλγαρία, επεδίωκαν την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης. Υπό τις χαώδεις αυτές συνθήκες και με εντελώς αβέβαιο αν η Θεσσαλονίκη θα παρέμενε στα ελληνικά χέρια,

 «(. . .) ο Ρακτιβάν προσανατολίστηκε από την αρχή στη διατήρηση της διοικητικής και κοινωνικής υποδομής της νέας χώρας, στο ποσοστό που δεν παρέβλαπταν την άσκηση της ελληνικής κυριαρχίας. Δεν θεώρησε τη μεταβολή της κρατικής εξουσίας ως λόγο ανατροπής και της καθημερινής ζωής (. . .) απέκρουσε κατηγορηματικά και αυστηρά οποιονδήποτε περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της ελληνικής διοικήσεως που απέρρεαν από το διεθνές δίκαιο του πολέμου», έχοντας ως κύριο μέλημα την «ανεπίληπτη, αδιάκοπη και απεριόριστη άσκηση της ελληνικής κατοχής ως αποφασιστικό όπλο στη διεθνή διελκυστίνδα, που διεξαγόταν τότε για την οριστική επιδίκαση της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης» (Κ. Κεραμεύς).

 ‘Ολα αυτά ο Κ. Ρακτιβάν τα κατόρθωσε λαμβάνοντας αποτελεσματικά διοικητικά και νομοθετικά μέτρα, με ευφυείς, λεπτούς, μα και δυναμικούς, διπλωματικούς χειρισμούς και επιδεικνύοντας ανυποχώρητη αποφασιστικότητα. Σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, εξακολουθεί να είναι αξιομνημόνευτη η προκήρυξη, την οποία απηύθυνε στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης στις 31.10.1912 :

 «Ελάβομεν πάντες από κοινού τα όπλα κατά του τουρκικού κράτους, διά να καταλύσωμεν την τυραννίαν και κακοδιοίκησιν, αίτινες ήσαν απ’ αιώνων συμφυείς προς αυτό, και να φέρωμεν τ’ αγαθά της ελευθερίας εις πάντας αδιακρίτως τους κατοίκους της χώρας, διότι αληθής ελευθερία δεν δύναται να νοηθή άνευ τελείας ισότητος των υπό την σκέπην της αυτής πολιτείας διαβιούντων λαών», χωρίς την «απόλυτον αμεροληψίαν και πατρικήν εν γένει συμπεριφοράν προς τους διοικουμένους» και χωρίς την «παρά των πολιτών των διαφόρων εθνικοτήτων, και εν συνόλω και κατ’ ιδίαν, ειλικρινή σύμπνοιαν, αμοιβαίον σεβασμόν και ομόνοιαν, εν τη πεποιθήσει ότι υπό το νέον ελεύθερον καθεστώς ουδείς δύναται να πλεονεκτή του άλλου, αλλά πλήρης κρατεί ισότης και δικαιοσύνη».

 Μετά το επιτυχές πέρας της αποστολής του στη Μακεδονία και με βαθιά γνώση των προβλημάτων της περιοχής, δημοσιεύει, το 1916, μελέτη υπό τον τίτλο «Τα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των νέων χωρών». Αργότερα, ο Ελ. Βενιζέλος αναθέτει στον Κ. Ρακτιβάν, όντα υπουργό των Εσωτερικών (1918 – 1920), την εγκατάσταση της Ελληνικής Διοικήσεως στην Ανατολική Μακεδονία (φθινόπωρο 1918) και στη Δυτική Θράκη (1920).

Μετά την πολιτικά ταραγμένη περίοδο των ετών 1920 – 1922 και την εθνική τραγωδία, ο Κ. Ρακτιβάν επανέρχεται στην πολιτική ζωή της Χώρας : το 1923 εκλέγεται βουλευτής στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση, ενώ το 1924 πρόεδρός της μέχρι του πέρατος των εργασιών της (1925). Το 1926 διορίζεται, διά συντακτικής αποφάσεως, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

 • απέχει, όμως, εκουσίως από τις εργασίες της, αναμένων τον εκ νέου διορισμό του (1929) από νομίμως εκλεγείσα κυβέρνηση.

 Το 1930 διορίζεται μέλος της αναθεωρητικής επιτροπής του Αστικού Κώδικα, πλην αποποιείται το διορισμό του. Το 1933 διατελεί Πρόεδρος της Ακαδημίας, στην από 28.12.1933 πανηγυρική συνεδρίαση της οποίας αναπτύσσει το θέμα της «συνταγματικής προστασίας της εργασίας» – ένα ακόμα δείγμα της λεπτής και βαθιάς νομικής του σκέψης, που γνωρίζει να στηρίζεται εδραία στο κοινό θετικό δίκαιο, να εμπνέεται από το συνταγματικό, να εφαρμόζει με δεξιότητα τις πλέον σύγχρονες μεθόδους ερμηνείας του δικαίου και να προσβλέπει, με πλήρη επίγνωση «της κοινωνικής αποτολής της επιστήμης του», σε λύσεις κοινωνικά πρόσφορες, πρακτικά σκόπιμες και νομικά στέρεες, αφού,

 όπως ο ίδιος είχε πει, «[ο] νόμος εν γένει – κανών του δικαίου – δεν πρέπει να λαμβάνηται ως άψυχον τι μέτρον, προς ο, δίκην κλίνης Προκρούστου, προσαρμόζονται αι κατ’ ιδίαν σχέσεις ή αμφισβητήσεις του τε κράτους και των ατόμων, αλλ’ ως ζώσα βάσις συνειδητής ρυθμίσεως, προνοίας και θεραπείας των πολιτειακών και κοινωνικών αναγκών».

  Το 1928, η μέχρι τότε λαμπρή σταδιοδρομία του Κ. Ρακτιβάν στέφεται με το διορισμό του, από τον Ελ. Βενιζέλο, στη θέση του Προέδρου του νεοπαγούς Συμβουλίου της Επικρατείας. Ήδη το 1910, ως εισηγητής της κοινοβουλευτικής επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος, είχε εισηγηθεί επιτυχώς την επανίδρυση του, δύο φορές (1844, 1865) καταργηθέντος, Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου και είχε συντάξει, μάλιστα, τον οργανικό του νόμο.

Η προσπάθεια, όμως, αυτή προσέκοψε στην πολεμική συγκυρία της εποχής, ανελήφθη δε εκ νέου, τελεσφόρα αυτή τη φορά, το 1928, οπότε και πάλι ο Κ. Ρακτιβάν καλείται να συντάξει το νέο οργανικό νόμο του Ανώτατου Δικαστηρίου και, εν συνεχεία, να αναλάβει τα επίπονα και κρίσιμα καθήκοντα του προέδρου του.

 Εδώ, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε τις «δύο κρίσεις χωρίς προηγούμενο για την εθνική ενότητα, την κοινωνική συνοχή και τον πολιτικό ανταγωνισμό στη χώρα : τον εθνικό διχασμό από το 1915 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, με το κύμα του ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων που προκάλεσε».

Εδώ, είναι αναγκαίο να αναλογισθούμε ότι «[υ]πό την πίεση αυτών των δύο πολυσήμαντων γεγονότων – και πολύ προτού η Χώρα ενδώσει σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, το 1936 – οι φιλελεύθεροι συνταγματικοί θεσμοί της υπέστησαν διαρκείς ρωγμές σε τουλάχιστον δύο επίπεδα : στο επίπεδο του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών εν πρώτοις, με την υιοθέτηση ανελεύθερων νομοθετικών μέτρων για την εξουδετέρωση του πολιτικού αντιπάλου».

Εδώ, τέλος, εν όψει όλων αυτών, είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε «[. . .] πώς αποφασίσθηκε η ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας στη χώρα μας σε μιαν εποχή που κάθε άλλο παρά ευνοούσε την απαρέγκλιτη τήρηση του νόμου και, ακόμη λιγότερο, το σεβασμό του συντάγματος; Η ύπαρξή του καθ’ εαυτήν δεν ερχόταν σε αντίθεση προς τη διάχυτη τάση των χρόνων του Μεσοπολέμου για έκπτωση του κοινοβουλευτισμού και των αξιών του φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους;» (Ν. Κ. Αλιβιζάτος).

 Το καινοφανές, για την ελληνική ιστοριογραφία, των ερωτημάτων αυτών και το νεαρό της πρώτης προσπάθειας να απαντηθούν, δεν εμποδίζουν να αντιληφθούμε το μέγεθος του πολιτικού θάρρους και πολιτειακού ήθους του ανθρώπου που κατόρθωσε την οριστική, επιτέλους, ίδρυση Συμβουλίου Επικρατείας στην Ελλάδα – του Ελευθερίου Βενιζέλου, και να θαυμάσουμε τη διοικητική δεινότητα και επιστημονική εγκράτεια εκείνου που ανέλαβε το βαρύ έργο να διοικήσει και να καθοδηγήσει πρώτος, με μια λέξη :

να καθιερώσει, το νεοπαγές Συμβούλιο της Επικρατείας – του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, ο οποίος και εδώ επανέλαβε τον έξοχο εαυτό του. Ίσως να μην υπάρχει άλλος θεσμός του Ελληνικού Κράτους που να φέρει τόσο βαθιά και για τόσο πολύ χρόνο τα χαρακτηριστικά ενός και μόνο ανθρώπου, και άλλος, πλην του διοικητικού δικαίου, κλάδος της νομικής επιστήμης στην Ελλάδα, του οποίου την αφετηρία να μπορούμε να ψηλαφήσουμε στην προσωπικότητα, την ευφυΐα και τη μόρφωση ενός και μόνο θεράποντά της.

 Με διαρκή επαγρύπνηση, μέχρις εξαντλήσεως προσωπική εργασία, διαρκή και άοκνη επικοινωνία με τους συναδέλφους του, τους διαδίκους και τους δικηγόρους, με ενδελεχή και γόνιμη μελέτη της αλλοδαπής νομολογίας και επιστήμης του δημοσίου δικαίου κατόρθωσε, από κοινού με τα ευστόχως επιλεγέντα μέλη της πρώτης συνθέσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, να «μεταποιήσει» σε νομολογιακά διαπλασμένους κανόνες δικαίου, σε αριστοτεχνικό σύστημα γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και σε ζώσα πραγματικότητα την προγραμματικού χαρακτήρα δήλωσή του κατά την έναρξη των δημόσιων συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας :

«ότι προς τον υπό νέους εν πολλοίς όρους (εν σχέσει προς τα παρ’ ημίν προγενέστερα) και οιωνούς αισιωτέρους επανιδρυθέντα θεσμόν του Συμβουλίου της Επικρατείας συνδέεται η πλήρης εξασφάλισις της νομιμότητος εν ταις ενεργείαις της Διοικήσεως, υπό την διπλήν όψιν της προλήψεως υπερβασιών και της καταστολής ενδεχομένων τοιούτων. Ο επιδιωκόμενος ούτος σκοπός λίαν ευγλώττως και εν δυσυπερβλήτω λακωνισμώ συνοψίζεται εις την φράσιν : να καταστήσωμεν την ημετέραν χώραν κράτος δικαίου ή πολιτείαν δικαίου, ειδικώς δε εις ό,τι αφορά την Διοίκησιν».

Ο Κ. Ρακτιβάν αποχώρησε από το Συμβούλιο της Επικρατείας το 1935, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του, το ίδιο έτος.

Στο πρόσωπο του Κ. Ρακτιβάν, στο «φαινόμενο Ρακτιβάν» όπως έχει λεχθεί, απαντά η εξαιρετικά σπάνια περίπτωση τόσο ευρείας, καθολικής θα λέγαμε, αποδοχής δημοσίου ανδρός. Από ποικίλες γραφίδες που προσπάθησαν να αποδώσουν πτυχές της προσωπικότητάς του, διαβάζουμε ότι τον χαρακτήριζε :

«ακατάβλητος πνευματική ζωτικότης»,

 «εις το έπακρον ανεπτυγμένη αντίληψις του καθήκοντος»,

«εργατικότης μέχρι ελαττώματος»,

 «ηθική ευθιξία»,

 «κατασταλαγμένη σοφία και έμπειρη οξυδέρκεια»,

«χρηστότης ατομική και πολιτική μέχρις ελαττώματος»,

 «άκρα αγαθότης της ψυχής του»,

«γλυκεία και ήρεμος φυσιογνωμία».

 Διαβάζουμε ότι ο Κ. Ρακτιβάν ήταν «ήρεμος, συζητητικός, συνδιαλλακτικός, κατά το φαινόμενον υποχωρητικός,»,

«στοργικός, ήπιος αλλ’ άκαμπτος», «γεννηθείς νομικός όπως άλλος γεννάται ποιητής ή μαθηματικός»,

«αναμφισβητήτως μία από τις φωτεινοτέρας νομικάς διανοίας της νεωτέρας Ελλάδος»,

«ο κορυφαίος των συγχρόνων Ελλήνων νομικών»,

«σύμβολο της ευθυδικίας και της αγαθότητος».

 Εκφραστικά και ευθύβολα ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς έγραψε :

«Στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν τιμούμε όλους εκείνους, τους ανώνυμους και τους επώνυμους, που αρχίζοντας από τον Ιωάννη Καποδίστρια, με μόχθο καθημερινό και πολύ συχνά άφωνο συνετέλεσαν στη δημιουργία του κράτους και την ανύψωσή του σε κράτος δικαίου. Η υπόμνηση προσλαμβάνει σήμερα εξιδιασμένη επικαιρότητα».

 

Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ)

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, είναι γνωστό ότι προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1911 και δεν άρχισε να λειτουργεί παρά το 1929

 Προς συζήτησιν των σπουδαιοτέρων του Κράτους υποθέσεων και λύσιν διοικητικών αμφισβητήσεων θέλει συστηθή Συμβούλιον της Επικρατείας”.

Με την διάταξη αυτή του άρθρου 15 του από 3/15-4-1833 διατάγματος “Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του” (φ. 12) εισάγεται για πρώτη φορά στην νεοελληνική ιστορία ο θεσμός του Συμβουλίου της Επικρατείας 

 Ωστόσο, ο νέος αυτός θεσμός δεν λειτούργησε αμέσως.

Χρειάσθηκε να περάσουν δύο περίπου έτη για να εκδοθεί, μετά την ενηλικίωση του Όθωνος, το από 18/30-9-1835 διάταγμα με τον τίτλο “Οργανικόν Διάταγμα περί συστάσεως Συμβουλίου της Επικρατείας” 

 Όπως στο προοίμιό του αναφέρει ο Όθων “Σκοπόν έχοντες να περιστοιχίσωμεν τον Ημέτερον Θρόνον από άνδρας εξόχους, και να κάνωμεν χρησίμους εις το Κράτος τας γνώσεις και την πολυπειρίαν των, επιθυμούντες να δώσωμεν ενταυτώ και εις τους Ημετέρους υπηκόους νέον δείγμα της προς αυτούς αγάπης και εμπιστοσύνης Ημών, μετά την γνωμοδότησιν του Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν την σύστασιν του Συμβουλίου της Επικρατείας και διατάττομεν τα εξής …”.

 Με το διάταγμα αυτό καθορίζονται οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας που ήταν αφ’ ενός μεν συμβουλευτικές

(“Το συμβούλιον της Επικρατείας είναι η ανωτάτη συμβουλευτική Αρχή, εντός της οποίας και μεθ’ ης ο Βασιλεύς συζητεί τας σπουδαιοτέρας … υποθέσεις του Κράτους”, παρ. 1), αφ’ ετέρου δε αποφασιστικές (“Το αυτό είναι συγχρόνως η ανωτάτη αποφασίζουσα Αρχή ως προς τ’ αντικείμενα τα ενδιαλαμβανόμενα ιδίως εις τους παρ. 47-52”, παρ2.)

 

 Απόσπασμα απο την ομιλία Ελ. Βενιζέλου κατά την πρώτη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1929

“..Σας ομολογώ, κύριοι, ειλικρινώς ότι αποδίδω μεγίστην σημασίαν εις τον αγαθοποιόν ρόλον τον οποίον θα παίξη το συμβούλιον της επικρατείας εις την όλην ζωήν της πατρίδος μας. Πιστεύω αδιστάκτως ότι «ήδε η ημέρα» δια να μεταχειρισθώ τους λόγους του μεγάλου μας ιστορικού, αλλ΄ εις εναντίαν εντελώς περίστασιν, θα είναι η απαρχή πλουσιοτάτων αγαθών εις όλας τας εκδηλώσεις της κρατικής και κοινωνικής ζωής, ένας αληθινός ιστορικός σταθμός με καθολικήν την ευεργετικήν του επίδρασιν.

… Δυστυχώς, κύριοι, ο ελληνικός λαός ζήσας τόσους αιώνας υπό ξένην δουλείαν εσυνήθισε να θεωρή το κράτος εχθρικόν, όπως πράγματι ήτο, ο δε αιών της ελευθερίας δεν κατώρθωσε να του μεταβάλη εντελώς την ψυχολογίαν αυτήν.

.. Εάν κατορθώσωμεν και είμαι βέβαιος ότι θα το κατορθώσωμεν δια του συμβουλίου της επικρατείας να εμπνεύσωμεν και εις τον τελευταίον πολίτην που κατοικεί εις τα απώτατα του κράτους ότι «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας» που προστατεύουν κάθε πολίτην αδικούμενον από οιονδήποτε διοικητικόν όργανον και από την κυβέρνησιν αυτήν χωρίς να έχη ανάγκην ο πολίτης να προσφεύγη εις πλάγια μέσα και εις την υποστήριξιν των ισχυρών της ημέρας δια να εύρη το δίκαιόν του, βεβαιωθήτε ότι εγκαινιάζομεν ένα σταθμόν ιστορικόν, τον ιστορικώτερον ίσως σταθμόν της ζωής μας από αιώνος….”

πηγή:ΣτΕ

spot_img

Τώρα ζωντανά! Web Radio από το Ελληνικό Φαινόμενο!

 

 

Τελευταία νέα

Μεγάλη Παρασκευή Την ημέρα αυτή γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος, Ἡ ζωή ἐν τάφῳ

Η Μεγάλη Παρασκευή Την ημέρα αυτή γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος https://youtu.be/cQJRvRbrKNU

FORUM ΔΕΛΦΩΝ: “ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΕΘΝΟΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ”, ΟΠΩΣ ΛΕΜΕ FORUM DAVOS ΚΑΙ ΛΕΣΧΗ BILDERBERG

“Τι γυρεύει η αλεπού (Πάιατ) στο παζάρι” …για άλλη μια φορά; Του Παναγιώτη Αποστόλου Πολιτικού αναλυτή – αρθρογράφου egerssi@otenet.gr www.egerssi.gr Η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ ή Ομάδα Μπίλντερμπεργκ, είναι μια ανεπίσημη ετήσια διάσκεψη 130 περίπου ατόμων, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι άτομα επιρροής στους τομείς της πολιτικής, των...

Η Μεγάλη Πέμπτη σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία αφιερώνεται στην ανάμνηση τεσσάρων γεγονότων τα οποία περιγράφονται στα Ευαγγέλια.

Η Μεγάλη Πέμπτη σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία αφιερώνεται στην ανάμνηση τεσσάρων γεγονότων τα οποία περιγράφονται στα Ευαγγέλια και τα οποία συνέβησαν σύμφωνα με τις ευαγγελικές αναφορές λίγο πριν τη Σταύρωση: Ο Μυστικός Δείπνος, το ιερό δείπνο του Ιησού Χριστού...

Αστυνομική επιχείρηση αποκάλυψε κύκλωμα παράνομης αναπαραγωγής βιβλίων στο Κολωνάκι.

Αστυνομική επιχείρηση αποκάλυψε κύκλωμα παράνομης αναπαραγωγής βιβλίων στο Κολωνάκι Στη «σκιά» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, πίσω από τις βιτρίνες καταστημάτων εκτυπώσεων, εκτυλίσσεται τα τελευταία χρόνια ένα γνωστό αλλά συχνά αποσιωπημένο φαινόμενο που λίγοι έχουν το θάρρος να κατονομάσουν: η μαζική και...