Του Δημήτρη Ρομποτή*
Όσο σιχαίνομαι τις κηδείες, άλλο τόσο σιχαίνομαι τις νεκρολογίες, για να μην πω περισσότερο. Διότι οι πρώτες είναι κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτες, οι δεύτερες όμως όχι!
Όπως έλεγα παλαιότερα, οι επικήδειοι και οι μεγαλόστομες σαχλαμάρες που εκστομίζονται ή γράφονται αφειδώς σε τέτοιες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι για τον μεταστάντα πρόγευση της …Κολάσεως!
Ωστόσο, κανένας «κανόνας» ή νόμος δεν στέκει χωρίς εξαιρέσεις, αυτές είναι που επιβεβαιώνουν «μπάι ντιφώλτ» την ισχύ του και απ΄ αυτές εξαρτάται η λειτουργικότητά του ως οροθετικός ευταξίας και όχι ισοπέδωσης.’Eχω λοιπόν και εγώ το δικαίωμα να κάνω αυτό που σιχαίνομαι γιατί αισθάνομαι ότι η περίπτωση το καλεί και είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρέωσης μου …
Προ ημερών μας άφησε ο Δημήτρης Δημητρίου, γνωστός στην ομογένεια της Νέας Υόρκης ως Τζέι Τζέι (από τα αρχικά του ονόματός του στα αγγλικά), ένα γεγονός το οποίο τάραξε όλους εμάς που τον γνωρίσαμε και είχαμε τη χαρά, αλλά και την τιμή θα έλεγα, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, να απολαύσουμε, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, την παρέα του.
Πρώτη φορά τον είχα δει το 1988, στη δεξίωση για την ελληνική παρέλαση, όταν μεταξύ πολύ πιο διάσημων (και αγγλόφωνων) ομιλητών ενθουσίασε τους πάντες λέγοντας στο μικρόφωνο το απλό έως κοινότυπο: «Κυρίες και κύριοι, είμαστε Έλληνες»! Αν το έλεγε οποιοσδήποτε άλλος, μάλλον θα πέρναγε απαρατήρητο.
Πληθωρικός πάντα, αλλά όχι βαρετός, ευφυέστατος μα όχι πονηρός, αρκετά υπέρβαρος και μονίμως σε δίαιτα, με εξαιρετικά προχωρημένη αίσθηση του χιούμορ και μοναδικό τρόπο να λέει ανέκδοτα, παρών σε όλες σχεδόν τις πτυχές του οργανωμένου ομογενειακού βίου, εκλογομάγειρας στην Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων μα και ακάματος εργάτης (που όπως και αρκετοί άλλοι άφηνε τη δουλειά του ή έκλεβε χρόνο από την οικογένειά του για τα ομογενειακά) ο Τζέι Τζέι ήταν πάνω από όλα ένα ζωντανό σύμβολο που ακριβώς λόγω της ζωντάνιας του δεν μπορούσες να διακρίνεις το μνημειώδες του μεγέθους του (και δεν εννοώ του σωματικού, κακεντρεχείς)!
Πάντα ενθουσιώδης Έλληνας, όχι αφελής όμως, αισιόδοξος αλλά όχι χαζοχαρούμενος, περίεργος και λάτρης του παρασκηνίου χωρίς κουτσομπολίστικη διάθεση ή ρουφιανιά, ο Δημήτρης Δημητρίου ήταν όπως θα θέλαμε την ομογένεια της Αστόριας να είναι: εμμέτρως παραδοσιακός, εγκάρδιος, ενθουσιώδης, ελληνοπρεπής (στη βάση γνώσης κι’ όχι σλόγκαν), χαρούμενος, συντηρητικός μα ανοιχτόμυαλος.
Ο Τζέι Τζέι είχε όλα αυτά τα χαρίσματα και πολλά ακόμα και δεν ήταν μίζερος! Κοινωνούσε την καλοπροαίρετη ενέργειά του σε όλη την παρέα, σε όποιον χώρο βρισκόταν. Ακόμη κι όταν νευρίαζε θύμιζε χαρακτήρα ταινίας του καλού ελληνικού κινηματογράφου, ήταν από τη φύση του «περφόρμερ» χωρίς να υποκρίνεται. Και όταν έψαχνε πληροφορίες, επί παντός επιστητού, επειδή δεν ήταν κομπλεξικός δεν είχε πρόβλημα να πάει στον καλύτερο!
Δεν είχε επίσης κανένα πρόβλημα να παραδεχτή όπου ήταν λάθος ή να διορθώσει την άποψή του στη βάση νέων πληροφοριών.
Δεν ήταν δήθεν, ούτε «το έπαιζε». Δεξιός, με την παραδοσιακή έννοια του όρου, δεν έκρυψε ποτέ τις απόψεις του τις οποίες υπερασπιζόταν και προωθούσε με πάθος. Ωστόσο, συζητούσε τα πάντα, με οποιονδήποτε, κι’ αυτό επίσης τον ξεχώριζε. Πίστευε ό,τα ι πίστευε αλλά δεν ήταν φανατικός, απλά ενθουσιώδης. Και διάβαζε πολύ, ιδιαίτερα ιστορία και ό, τι σχετιζόταν με κατασκοπεία, μυστικές υπηρεσίες, πράκτορες κλπ.
Ήταν το πάθος του και ως σύγχρονος Δον Κιχώτης (χωρίς αυταπάτες, όμως) δεν δίσταζε να πηγαίνει στα βαθιά.
Με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ενεργοποιήθηκε στη Ρωσία, εισάγοντας και εξάγοντας είδη ρουχισμού. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να ταξιδέψει σε διάφορα μέρη της χώρας και να γνωρίσει ανθρώπους από ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, νόμιμων και παράνομων, χωρίς να μπλέκει ο ίδιος.
Ήταν η συναρπαγή τέτοιων ευκαιριών που τον έφερε να συναντήσει και να συμφάει με τον τότε Πρόεδρο της επαναστατημένης Τσετσενίας Ντουντάγιεφ, με τον οποίο έχει φωτογραφίες στο κρησφύγετο του. Μία από τις αγαπημένες ιστορίες που διηγιόταν αργά το βράδυ στον Λευκό Πύργο, όταν οι περισσότεροι πελάτες είχαν φύγει και απέμενε μόνο μια μεγάλη παρέα, ήταν η έκπληξή του όταν ο Ντουντάγιεφ άρχισε να του μιλιά σπαστά ποντιακά επειδή οι παιδικοί φίλοι του ήταν Ελληνόπουλα που είχαν εξοριστεί οικογενειακώς στα πλαίσια των διωγμών του Στάλιν. ‘Η το πώς διέσχισε όλες σχεδόν τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες με την ασφάλεια που του παρείχε η ελληνική του καταγωγή (και το αμερικανικό του διαβατήριο).
Η περιέργεια και το ενδιαφέρον του για την κατασκοπεία παραλίγο να τον οδηγήσει στη φυλακή όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 συνελήφθη έπειτα από ειδική επιχείρηση των μυστικών υπηρεσιών του αμερικανικού τελωνείου. Είδαμε τη φωτογραφία του στην πρώτη σελίδα των «Τάιμς» της Νέας Υόρκης και όλοι νομίζαμε πως είχε τελειώσει.
Ο πράκτορας που τον παγίδεψε μιλούσε θριαμβευτικά στην εφημερίδα για μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της υπηρεσίας (η οποία κόστισε αρκετά εκατομμύρια στον Αμερικανό φορολογούμενο). Αμ δε! Με το που βγήκε έξω με εγγύηση, ο Τζέι Τζέι άρχισε τον αγώνα.
Η κατηγορία ήταν ότι προσπάθησε να πουλήσει ζιρκόνιο, ένα μέταλλο από το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα αλλά μπορεί να χρησιμεύσει και ως υλικό για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, από τη Ρωσία στο Ιράκ (επί εμπάργκο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν).
Ο πράκτορας είχε εμφανιστεί ως αγοραστής, ο Τζέι Τζέι όμως, πάντα υποψιασμένος ουδέποτε στις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες είπε ότι πουλάει το υλικό στο Ιράκ. Ωστόσο, ήταν μόνος εναντίον του πανίσχυρου αμερικανικού τελωνείου.
Του δώσανε δύο επιλογές: να δηλώσει ένοχος, να καρφώσει συνεργάτες του και να πάει μερικά χρόνια φυλακή ή να πάει σε δίκη με τον κίνδυνο τα χρόνια της φυλακής να γίνουν πολύ περισσότερα.
Ο Δημήτρης δεν λύγισε (όπως κάποιοι συνεργάτες του)! Έχοντας επικοινωνήσει με τον Πλάτωνα Κατσέρη από την Ουάσινγκτον, τον δικηγόρο που έκανε τη συμφωνία για να καταθέσει η Μόνικα Λιουίνσκι στην Ειδική Επιτροπή του Κογκρέσου, ο οποίος του είπε κατηγορηματικά να το παλέψει, αποφάσισε να πάει σε δίκη. Και την κέρδισε πετυχαίνοντας το ακατόρθωτο!
Μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου Δαυίδ και Γολιάθ μπορεί να πη κανείς, μια ιστορία που δείχνει ότι ένας άνθρωπος (ή ένας λαός) μπορεί να ξεπεράσει τον ίδιο του τον εαυτό άμα καταφέρει να πιστέψει στον ίδιο του τον εαυτό και να εργαστεί μεθοδικά σε έναν η περισσότερους στόχους!
Οι «Τάιμς» της Νέας Υόρκης αναγκαστικά δημοσίευσαν την είδηση της αθώωσής του, αλλά σε μια μικρή γωνία, σε εσωτερική σελίδα, το θριαμβευτικό πρωτοσέλιδο της σύλληψής του είχε γίνει μπούμερανγκ για την εφημερίδα που βιάστηκε να τον καταδικάσει!
Πολλές φορές μιλούσαμε για αυτή την ιστορία, μάλιστα είχαμε πει να τον μαγνητοφωνήσω με όλες τις λεπτομέρειες και να κάνω ένα πρόχειρο σενάριο γιατί είχε όλα τα χαρακτηριστικά να γίνει ταινία, αλλά όπως και σε πολλά ακόμη μείναμε στα λόγια. Ίσως κάποια στιγμή, με βάση τις σημειώσεις μου και μαρτυρίες άλλων που έχουν ακούσει τις διάφορες πτυχές της υπόθεσης, να το καταφέρω.
Θα είναι το καλύτερο αφιέρωμα στη μνήμη του επειδή θα υπάρχει ως «ρέκορντ» για τις τωρινές και μελλοντικές γενιές, να καταδεικνύει πόσο μεγάλοι είναι οι «απλοί» άνθρωποι, οι λιγότερο ή καθόλου διάσημοι, από τους οποίους χτίζεται η συλλογική ιστορία.
Ο Τζέι Τζέι ήταν μόνο 58 χρονών που σημαίνει, για όσους τον γνώριζαν, ότι βρισκόταν …στην ύστερη εφηβεία. Είχε ενέργεια δέκα ατόμων και βάλε, δεν καταλάβαινε τίποτα! Το …πετρωμένων όμως φυγείν αδύνατον, η μεγάλη του καρδιά τον πρόδωσε! Πλέον έχει περάσει στο «πάνθεον» της ομογένειας, πλάι σε μορφές όπως του Κελαράκου, του Σερέτη, του Αλεξανδρόπουλου, του Ντίνου Μπακάκου και του Καστανά (κατά κάποιον τρόπο) που επίσης μας άφησαν πρόσφατα, και πολλών άλλων οι οποίοι έβαλαν τη σφραγίδα τους εξ ονόματος του Ελληνισμού στον χώρο όπου βρέθηκαν κατά τύχη, κατ’ επιλογήν, εξ ανάγκης ή όλα αυτά μαζί.
Δημήτρης Ρομποτής
δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού ΝΕΟ με έδρα τη Νέα Υόρκη (neomagazine.com).
ΥΓ: Ο Δημήτρης Δημητρίου θα ταφή στη γενέτειρά του Χαλκιδική. Αντί της απαίσιας νεκροφόρας θα έπρεπε η σορός του να μεταφερθεί επί κιλλίβαντος πυροβόλου. Το αξίζει, και ο ίδιος θα το έβρισκε χαριτωμένο με το απαράμιλλο χιούμορ του!