Οι γλωσσολόγοι Ν. Ανδριώτης Μ. Τριανταφυλλίδης υιοθετούν με επιφύλαξη την παραγωγή της λέξης από τον αρχαίο κόρυμβον (= κορυφή), ουσ. από το οποίο σχηματίστηκε το μεταγενέστερο καρύμβαλος, από την αιτιατική του οποίου προέρχεται ο νεοελληνικός καρούμπαλο(ς). Το Λεξικό της Πρωΐας αναφέρει ως παράλληλο τύπο του το ουσ. καρούμπα (η).