Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης
Το άρθρο σκοπεύει να αφυπνίσει το λογικό υπόβαθρο πίσω από τη λήψη μίας θέσης. Να αναρωτηθούμε αν συμβαίνει για συναισθηματικούς λόγους, ποιες προτεραιότητες αποκαλύπτει κλπ.
Πρώτη διαπίστωση η συσχέτιση της ευφυίας με το πόσο συχνά παρατούμε τη νοητή μας θέση, ώστε να βλέπουμε όσο περισσότερο μπορούμε τα πράγματα από διαφορετικές γωνίες. Δεύτερη διαπίστωση ότι είναι σχεδόν αδύνατο για τον άνθρωπο να δεχθεί ένα νέο δεδομένο χωρίς να το εντάξει αυτομάτως σε κάποιο ευρύτερο σκεπτικό· είμαστε δηλαδή κατασκευασμένοι να καταχωρούμε μία πληροφορία που πέφτει στην αντίληψή μας σε ένα εκ των προτέρων επεξεργασμένο πλαίσιο αναφοράς.
Αν συνδυάσουμε τις δύο αυτές διαπιστώσεις, ανοίγουν οι πόρτες ερμηνείας για ασυνέπειες και προκαταλήψεις. Όχι μόνο μεταξύ λόγων και έργων, αλλά και εντός υποτιθέμενων κλειστών συστημάτων ιδεών. Η αξιολόγηση του σημασιολογικά υπέρτερου κατά την κρίση ενός ανθρώπου, αποκαλύπτει την ιεράρχηση κριτηρίων, άρα και του τρόπου σκέψης του. Αξίζει λοιπόν να σταχυολογηθούν ορισμένες ασυνέπειες, ώστε να γίνει κατανοητή η προτεραιότητα, άρα η διαφορετική οπτική στα πράγματα. Έτσι δομεί, αλλά και αμβλύνει κανείς τη σκέψη του.
Πρώτο παράδειγμα η επίκαιρη περίπτωση του Φιντέλ Κάστρο. Μία θετική κρίση λογικά δεν ιεραρχεί πολύ ψηλά τη δημοκρατικότητα ενός καθεστώτος (διενέργεια εκλογών). Διότι δεν μιλάμε για τα πρώτα χρόνια μετά την ανατροπή του Μπατίστα, αλλά για μία περίοδο μισού αιώνα με διαδόχους τα μέλη της οικογένειάς του: αδερφό και ίσως ανηψιό. Το κριτήριο της Δημοκρατίας ή εφαρμόζεται παντού ή πουθενά. Όχι κατά περίπτωση.
Τι μπορεί να σταθεί ως υπέρτερο από το πολίτευμα; Ας πούμε: τα «έργα για τον λαό». Αυτομάτως υπεισέρχονται υποκειμενικοί παράγοντες. Δεδομένου του αμερικανικού εμπάργκο, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς τα εξαιρετικά επιτεύγματα της Κούβας στην παιδεία και υγεία. Με το ίδιο κριτήριο όμως δεν θα έπρεπε να αξιολογηθεί ομοίως και η Σιγκαπούρη; ένα ακραιφνώς καπιταλιστικό κράτος (με κοινοβουλευτική δημοκρατία, ενός όμως κόμματος!). Για όσους απέμειναν να αξιολογούν διαφορετικά την Κούβα και τη Σιγκαπούρη, μένει το κριτήριο του ιδεολογικού στρατοπέδου: οι δικοί μας είναι πάντα καλοί, δημοκράτες ή όχι, με έργο ή όχι. Οι αντίπαλοι πάντα κακοί. Κάπου εδώ παύει και η συζήτηση.
Προχωρώ σε άλλα παραδείγματα. Δεν αντιλαμβάνομαι τη θέρμη με την οποία κάποιος είναι υπέρμαχος των αμβλώσεων και ταυτόχρονα αρνητής της θανατικής ποινής. Ισχύει και το ανάποδο για κάποιον που είναι ταυτόχρονα κάθετος εναντίον των αμβλώσεων, αλλά υπέρ της θανατικής ποινής. Δεν στέκει, διότι ο τρόπος προσέγγισης του φαινομένου της ζωής θα πρέπει να έχει συνέπεια εφαρμογής.
Δεν αντιλαμβάνομαι τη θέρμη με την οποία κάποιος είναι υπέρ του ατομικού σεξουαλικού προσανατολισμού, ενώ είναι ταυτόχρονα εναντίον της ατομικής οικονομικής ελευθερίας. Ομοίως και το αντίστροφο. Ο τρόπος προσέγγισης της ατομικότητας και των επιλογών που απορρέουν από αυτήν, θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα πεδία του βίου. Όχι στα μισά.
Δεν αντιλαμβάνομαι τη θέρμη με την οποία ένας αντιτιθέμενος με την πολιτική της Θάτσερ για την εγκατάλειψη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από «βρώμικα καύσιμα» (λιθάνθρακα), εμφανίζεται ταυτόχρονα ως υπέρμαχος της οικολογίας.
Τέλος, δεν στέκει με τίποτα άθεοι να ζητούν τη δημιουργία τζαμιού!
Ας είμαστε συνεπείς με τον εαυτό μας, δεκτικοί της σχετικότητας και πολυχρωμίας του κόσμου, και ας μην υιοθετούμε μανιχαϊστικά σχήματα.