Ακόμη και την εκποίηση θυγατρικών στα Βαλκάνια είναι πλέον υποχρεωμένες να εξετάσουν οι διοικήσεις των μεγάλων ελληνικών τραπεζών, καθώς αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή βάση τους, χωρίς να χρειασθεί να προσφύγουν στην ταπεινωτική διαδικασία άντλησης κεφαλαίων από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που συνεπάγεται έμμεση κρατικοποίηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών, κ. Γ. Παπακωνσταντίνου δεν εξέφρασε τυχαία την αισιοδοξία του, στην πρόσφατη συνέλευση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ότι τελικά οι τράπεζες δεν θα χρειασθεί να αντλήσουν κεφάλαια από τα 10 δις. ευρώ που θα έχει ως «οπλοστάσιο» το υπό σύσταση Ταμείο. Ο υπουργός Οικονομικών έχει τη διαβεβαίωση των τραπεζικών διοικήσεων, ότι θα εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες εναλλακτικής άντλησης κεφαλαίων, πριν προσφύγουν στο Ταμείο.
Αυτή την περίοδο, για παράδειγμα, η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας αναζητεί φόρμουλα συνεργασίας με παθητικό μέτοχο από το εξωτερικό και ήδη λέγεται ότι έγινε σχετική κρούση σε μεγάλο fund πετρελαιοπαραγωγού χώρας, από την οποία εκδηλώνεται επενδυτικό ενδιαφέρον και για άλλες μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα. Ενδιαφέρον για συμμετοχή στην Εθνική είχε εκδηλώσει και το κινεζικό sovereign wealth fund το περασμένο φθινόπωρο, με πρόταση που μεταφέρθηκε στην κυβέρνηση από την Goldman Sachs.
Όμως, κάθε προσπάθεια των μεγάλων τραπεζών για άντληση νέων κεφαλαίων από ιδιωτικές πηγές προσκρούει αυτή την περίοδο στις πολύ χαμηλές αποτιμήσεις των μετοχών τους. «Όταν με 11 δις. ευρώ αγοράζει κανείς σήμερα τις μετοχές και των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών, πώς μπορούν να προχωρήσουν αυξήσεις κεφαλαίου για την είσοδο νέων επενδυτών», διερωτάται χαρακτηριστικά τραπεζικό στέλεχος.
Μια εναλλακτική λύση για δημιουργία πιστωτικών ιδρυμάτων με ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση, που θα αντιμετωπίσουν από καλύτερη θέση την αναμενόμενη αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση κατά 4% φέτος (σύμφωνα με εκτιμήσεις της Unicredito) θα ήταν οι συγχωνεύσεις, τις οποίες φαίνεται γενικά να «πριμοδοτεί» και η κυβέρνηση.
Όμως, ο «πατριάρχης» των Ελλήνων τραπεζιτών, ο κ. Γ. Κωστόπουλος της Alpha Bank, διέψευσε πριν από λίγες ημέρες ότι υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. Και, πράγματι, όπως αναγνωρίζουν τα περισσότερα τραπεζικά στελέχη σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, η συγχώνευση αδύναμων κεφαλαιακά ελληνικών τραπεζών θα δημιουργήσει απλώς γιγάντιες τράπεζες με μεγάλες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης, αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χαμηλής κεφαλαιακής επάρκειας.
Και όλα αυτά, χωρίς να υπολογίζεται στην εξίσωση το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους με «κούρεμα» των πιστωτών, που θα προκαλούσε τεράστια διάβρωση στην κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών.
Μια λύση που ίσως θα έδινε κάποια πρόσθετα κεφάλαια στις μεγάλες τράπεζες για να αντέξουν αυτή τη δύσκολη συγκυρία θα ήταν μια βαλκανική αναδίπλωση. Παρότι ο πρόεδρος της ΕΕΤ, κ. Β. Ράπανος δήλωσε πρόσφατα με υπερηφάνεια, ότι το βαλκανικό άνοιγμα έχει μετατρέψει τις ελληνικές τράπεζες σε πολυεθνικές, αρκετοί αναλυτές τονίζουν, ότι σήμερα οι τράπεζες δεν θα πρέπει εκ προοιμίου να απορρίπτουν την ιδέα της πώλησης κάποιων θυγατρικών στην Ν.Α. Ευρώπη.
Όπως τόνιζε η Unicredito σε πρόσφατη ανάλυσή της, «όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν δραστηριότητες στην Ανατολική Ευρώπη, τις οποίες ξένες τράπεζες, όπως η HSBC και η Societe Generale βρίσκουν ελκυστικές». Ιδιαίτερα για την Εθνική, η ιταλική τράπεζα ανέφερε, ότι «θα μπορούσε να πουλήσει τη Finansbank».
Πάντως, κάθε κίνηση «ακρωτηριασμού» των διεθνών δραστηριοτήτων, για να σωθούν οι μητρικές τράπεζες στην Ελλάδα, θα ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για τις ελληνικές τράπεζες. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Finansbank: η τουρκική τράπεζα, που αγοράσθηκε το 2006 έναντι συνολικού τιμήματος που ξεπέρασε τα 4 δις. ευρώ, σήμερα θα ήταν αδύνατο να πουληθεί ακριβότερα από 2 δις. ευρώ και η Εθνική θα ήταν υποχρεωμένη να διαγράψει μεγάλες υπεραξίες από τον ισολογισμό της.
Αντίστοιχα επώδυνες θα ήταν οι πωλήσεις θυγατρικών και για τις άλλες μεγάλες ελληνικές τράπεζες, αφού αγόρασαν σε «χρυσές» εποχές και καλούνται να πουλήσουν στη δυσκολότερη συγκυρία…