176 υγειονομικοί, πουτέθηκαν σε αναστολή επί μήνες επειδή αρνήθηκαν να εμβολιαστούν, προσέφυγαν κατά 22 ανώτατων δικαστών.. Που τους δικάζουν για κακοδικία.. Και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στα Ελληνικά χρονικά… Σχεδόν είμαστε σίγουροι ότι δεν έχει ξαναγίνει…
Πρώτη φορά 22 ανώτατοι δικαστές θα βρεθούν στο… «εδώλιο», έπειτα από προσφυγή 176 πολιτών που θεωρούν ότι αδικήθηκαν από την κρίση τους. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις -αν όχι η μοναδική- που ολόκληρη η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δικάζεται για κακοδικία.
Η υπόθεση αφορά προσφυγή 176 υγειονομικών που μπήκαν σε αναστολή επί μήνες επειδή αρνήθηκαν να εμβολιαστούν. Οι προσφεύγοντες, παρότι δικαιώθηκαν εν τέλει με την υπ’ αρ. 2332/2022 απόφαση της Επταμελούς Συνθέσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της ΠΟΕΔΗΝ και έκρινε ότι η παράταση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των ανεμβολιάστων υγειονομικών ήταν αντισυνταγματική, δεν αρκέστηκαν στη δικαίωση και στην επιστροφή στην εργασία τους, όπως οι σχεδόν 7.000 συνάδελφοί τους.
Αντίθετα, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη εναντίον των δικαστών της Ολομέλειας του ΣτΕ, οι οποίοι με προγενέστερη απόφασή τους είχαν κρίνει συνταγματικό το μέτρο της αναστολής εργασίας, που είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν άνεργοι περισσότεροι από 7.000 συνάδελφοί τους υγειονομικοί, μεταξύ των οποίων και 240 γιατροί, οι οποίοι δεν εμβολιάστηκαν.
Η υπόθεση αναμένεται να εκδικαστεί στις 7 Νοεμβρίου σε Ειδικό δικαστήριο που -στη συγκεκριμένη περίπτωση- συγκροτείται από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα και από έναν αντιπρόεδρο ΑΠ, έναν αρεοπαγίτη, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας και δύο δικηγόρους, μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μέλη, που ορίζονται με κλήρωση.
Βάσει νόμου, στο συγκεκριμένο Ειδικό Δικαστήριο θα έπρεπε να προεδρεύει η πρόεδρος του ΣτΕ και να μετέχει στη σύνθεση και ένας σύμβουλος Επικρατείας. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση, επειδή δικάζονται μέλη του ΣτΕ, εν ενεργεία και συνταξιούχοι, για λόγους αμεροληψίας στο δικαστήριο θα ανέβουν αρεοπαγίτες στη θέση των δικαστών του ΣτΕ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι 176 ανεμβολίαστοι ζητούν καθένας αποζημίωση 50.000 ευρώ από κάθε δικαστή του ΣτΕ εναντίον του οποίου έχουν στραφεί. Μάλιστα, στην ιστοσελίδα ΙΣΟΝΟΜΙΑ, που τους υποστηρίζει δικαστικά, αναφέρεται ότι έχει κατατεθεί «ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ομαδική αγωγή αποζημίωσης κατά αυτών που δίκασαν και υπέγραψαν τις αποφάσεις ΣτΕ 1400/2022 και 1684/2022 και κατά αυτών που γνώριζαν για το έγκλημα και αδράνησαν, οι οποίοι με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους συνεχίζουν την άκρατη ανομία, λόγω της επικαλούμενης πανδημίας Covid-19. Ζητάμε ελάχιστο αναγνωριστικό ποσό 50.000 ευρώ έκαστος».
Το θέμα της αγωγής κακοδικίας προκάλεσε σύγκρουση και διάσταση απόψεων και ανάμεσά τους, καθώς η πλειονότητα των υγειονομικών (περίπου 7.000) δεν συμμετείχε στην ομαδική αγωγή κακοδικίας κατά της Ολομέλειας του ΣτΕ. Ωστόσο διεκδικούν τα αναδρομικά τους, που αφορούν το διάστημα από τον Απρίλιο του 2022 μέχρι τον Ιανουάριο του 2023, τα οποία δεν έχουν λάβει.
Η δικηγόρος Μαρία Τσίπρα, που εκπροσώπησε την ΠΟΕΔΗΝ (το συνδικαλιστικό τους όργανο) και κέρδισε τη δίκη της αντισυνταγματικότητας της αναστολής εργασίας τους, δήλωσε στη στήλη:
«Με την υπ’ αρ. 2332/2022 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της ΠΟΕΔΗΝ, κρίθηκε ότι η παράταση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των ανεμβολιάστων υγειονομικών ήταν αντισυνταγματική. Με το δεδομένο αυτό, η κυβέρνηση όφειλε άμεσα τον Νοέμβριο του 2022 να σταματήσει την αναστολή και να καταβάλει στους εργαζομένους τις αποδοχές που αντιστοιχούσαν στο διάστημα από 14/4/2022 μέχρι και την ημέρα που καθένας εξ αυτών επέστρεψε στη θέση εργασίας του.
Το τελευταίο, δυστυχώς, δεν έχει συμβεί μέχρι και σήμερα, με αποτέλεσμα να οφείλονται αποδοχές 10 και πλέον μηνών σε εργαζομένους που παρέμειναν απλήρωτοι για διάστημα περίπου δύο ετών, σωρεύοντας υπέρογκα χρέη προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωση των οικογενειών τους. Αποτελεί θεσμική υποχρέωση της κυβερνήσεως να επιλύσει το θέμα, αφού τούτο επιβάλλεται όχι μόνο από τις ανάγκες των εργαζομένων αλλά πρωτίστως από την υποχρέωση σεβασμού της Δικαιοσύνης, η οποία απεφάνθη αμετακλήτως επί του θέματος».
Οψόμεθα…