Απόψεις, Λαμπρινή Θωμά
Ο Ι.Φ. Στόουν, από τους σοφούς αντάρτες παππούδες της δημοσιογραφίας, συνήθιζε να λέει πως υπάρχουμε, εμείς, οι δημοσιογράφοι, γιατί οι κυβερνήσεις ψεύδονται.
Και υπάρχουμε όχι μόνο για να ξεσκεπάσουμε αυτό το ψέμμα, όπως ονειρευόμασταν οι περισσότεροι όταν μπαίναμε στο επάγγελμα, αλλά και γιατί η κάθε κυβέρνηση χρειάζεται ντουντούκες για να περάσει το ψέμμα ως αλήθεια.
Είναι μια διαμάχη παλιά όσο και ο Τύπος. Τις δυο πλευρές της συνόψισαν, πριν περίπου έναν αιώνα, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ουώλτερ Λίπμαν και ο φιλόσοφος Τζων Ντιούι.
Ο δημοσιογράφος είναι ένας διαμεσολαβητής, που ρόλο έχει το να μεταφέρει απλουστευμένες τις θέσεις και τις απόψεις της εξουσίας, στον απλοϊκό και ανίκανο να κρίνει από μόνο του πολίτη, λέει ο Ντιούι.
Οχι, απαντάει ο Λίπμαν, ακριβώς το αντίθετο: ο δημοσιογράφος οφείλει να αποκαλύπτει τα παρασκήνια των αποφάσεων, να μεταδίδει την γνώμη του απλού πολίτη, και να τον βοηθήσει, μέσω της πληροφόρησης, να ελέγξει την εξουσία.
Από τη μια ο δημοσιογράφος «γραφείο τύπου» της εξουσίας, και από την άλλη ο δημοσιογράφος ο οποίος την ελέγχει. Όποιος από εμάς μιλάει με κόσμο εκτός επαγγέλματος, ή παρακολουθεί τα σχολιά του σε ιστολόγια και αλλού, γνωρίζει ήδη ότι επικρατεί η άποψη ότι το δεύτερο είδος δημοσιογραφίας υποεκπροσωπείται.
Δεν είναι αλήθεια, όσο κατανοητός και αν είναι ο δρόμος που οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα: καθώς τα «πρώτα τραπέζια πίστα» τα επιφυλλάσει το σύστημα για όσους το υπηρετούν καλύτερα, τα φερέφωνα ταυτίζονται στη συνείδηση του κόσμου ως ο «έλληνας δημοσιογράφος».
Και αυτό δεν περνά ως απλή παρατήρηση – είναι παράπονο, άγχος και απογοήτευση. Αρκεί κανείς να επισκεφτεί, υποτιτλισμένα στα ελληνικά, βίντεο με αξιόλογους ξένους συναδέλφους και αντικείμενο την κρίση – χαρακτηριστικό παράδειγμα η συνέντευξη που πήρε ο Ιρλανδός συνάδελφος Βίνσεντ Μπράουν από τραπεζίτη της ΕΚΤ.
Το θαραλλέο και κριτικό ύφος του δημοσιογράφου σχολιάζεται από τον κόσμο ( https://www.youtube.com/watch?v=nxkBR_f_q4Y ) με την μόνιμη επωδό πως είναι κρίμα που δεν υπάρχουν τέτοιοι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα.
Σε δεκάδες αντίστοιχα βίντεο συναντάς το ίδιο πάντα παράπονο στα σχόλια. Και, όμως, είναι άδικο.
Είναι πολλοί, πάρα πολλοί οι αξιόλογοι δημοσιογράφοι, που εργάζονται, παρασκηνιακά ή και λιγότερο παρασκηνιακά, για την ενημέρωση των πολιτών, δημοσιογράφοι που μετράνε στο ενεργητικό τους συγκλονιστικά ρεπορτάζ, αποκαλύψεις που ενοχλούν, στήλες γνώμης που προφήτευαν και προειδοποιούσαν για την σημερινή κρίση από δεκαετίες.
Συνάδελφοι που πλήρωσαν και πληρώνουν για αυτά με λογοκρισία, απολύσεις, εκβιασμούς, προπηλακισμούς.
Όπως ακριβώς δεν τα φάγαμε «όλοι μαζί» ―και ας λένε οι πρωτεργάτες στο φαγοπότι των ολίγων―, έτσι και ποτέ δεν είπαμε όλοι οι δημοσιογράφοι ψέμματα.
Οι περισσότεροι τιμήσαμε το επάγγελμά μας και τον κοινωνικό μας ρόλο. Όσο για τις απολαβές μας, τις απολαβές του μέσου δημοσιογράφου ―αν βέβαια είναι τυχερός ώστε να εργάζεται ακόμα―, αυτές είναι ίδιες ή και χαμηλότερες με του μέσου χτυπημένου από την κρίση εργαζόμενου.
Τηλεπαρουσιαστές, εκδότες και μηντιακές προσωπικότητες με πιπεράτα αυτοκίνητα και καταθέσεις στην Ελβετία δεν αντιπροσωπεύουν τον κλάδο περισσότερο από ό,τι ο μάνατζερ των δεκάδων χιλιάδων ευρώ το μήνα αντιπροσωπεύει τον μέσο ιδιωτικό υπάλληλο. Αυτοί που μας φυλάσσουν από τους φύλακες
Η δημοσιογραφία, όπως την ξέρουμε, γεννήθηκε και ανδρώθηκε ταυτόχρονα με την σύγχρονη δημοκρατία. Μαζί άνθισαν και μαζί μάτωσαν.
Πρώτη προτεραιότητα κάθε εξουσίας είναι να ελέγξει τον Τύπο, στη δικτατορία με λογοκρισία και συλλήψεις, στην ―πάντα αιτούμενη― δημοκρατία με παραπληροφόρηση και προπαγάνδα, άρτο και θεάματα, Βέφα και Παπακαλιάτη.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό εν μέσω Κρίσης – μιας βαθιάς οικονομικής, κοινωνικής και αξιακής κρίσης – η εξουσία να καταφεύγει ανοικτά και συχνά σε λογοκριτικές ενέργειες ―αρκετά κρούσματα μετρήσαμε μόλις τον περασμένο μήνα και είχα την «τύχη» να αποτελώ θύμα του ενός από αυτά.
Είναι επίσης ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι ολόκληρα συγκροτήματα ενημέρωσης εμφανίζονται να ακολουθούν μια και μόνη «γραμμή», στο βαθμό που να προκαλούν μάλλον την περιφρόνηση και το σαρκασμό του κόσμου.
Η κρίση, η οποία ζορίζει και τα κόμματα εξουσίας, ρίχνοντας τα ποσοστά τους σε ιστορικά χαμηλά νούμερα, τα οδηγεί να απαιτούν «σιδερένια πειθαρχία» από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και δυστυχώς αυτό οφείλαμε να αναμένουμε.
Όταν ―σε μια εποχή που η κυβέρνηση ήταν παντοδύναμη και μπορούσε να το παίξει μεγαλόψυχη― κυνήγησαν και «έκοψαν» ακόμα και την Μαλβίνα, περίμενε κανείς ότι σήμερα ―σε μια τόσο κρίσιμη φάση― δεν θα κατέφευγαν ανοικτά στις παρεμβάσεις και την λογοκρισία;
Η κρίση, άλλωστε, βοηθάει τους εκβιασμούς. Καλείσαι να προσέχεις τι θα πείς και τι θα γράψεις γιατί η ανεργία παραμονεύει. Σε αυτό το πλαίσιο παίζουν οι απειλές για κλείσιμο ή απολύσεις στα ιδιωτικά και δημόσια ΜΜΕ: την δημιουργία φόβου για να «φυλάει τα έρημα».
Και είναι ειδικά στα δημόσια μέσα που πρέπει να ενσταλακτεί ο φόβος, τόσο γιατί σε αυτά, λόγω νομοθετικής προστασίας, περνάνε πιο δύσκολα οι απειλές και οι εκβιασμοί, όσο και γιατί, σε ένα δημοσιογραφικό τοπίο που ολοένα συρρικνώνεται, είναι αυτά που θα κληθούν να σηκώσουν το μεγάλο βάρος της ενημέρωσης στο κοντινό μέλλον.
Κάθε κρίση, λέει το ρητό, είναι και μια ευκαιρία. Η σημερινή κρίση όμως δίνει δύο: από τη μια την ευκαιρία να ελεχθούν τα ΜΜΕ και να στηθεί ένα «νέο τοπίο» όπως το επιθυμούν τα σημερινά μεγάλα συμφέροντα, και από την άλλη την ευκαιρία για μια δημοσιογραφία που θα τιμά το ρόλο της, απέναντι σε ένα πολίτη που είναι, και δικαίως, περισσότερο καχύποπτος και απαιτητικός από ποτέ.
Ορισμένοι, με ατζέντα ή χωρίς, θεωρούν την δημοσιογραφία τελειωμένη υπόθεση. Ιδιωτικά ή δημόσια ΜΜΕ, τα πετάνε στον κάλαθο των αχρήστων, ως «πολυτέλεια» στον καιρό της Κρίσης.
Το αντίθετο συμβαίνει: η κρίση δεν οδηγεί στο «θάνατο της δημοσιογραφίας» αλλά στην ανάγκη επανατοποθέτησής μας απέναντι στην ευθύνη της ενημέρωσης.
Ήδη, είναι η καθαρή δημοσιογραφία που τραβάει τον κόσμο στις εφημερίδες και τις δημοσιογραφικές ιστοσελίδες, και όχι τα πάλαι ποτέ παρελκόμενα CD του Πάριου και DVD του Τσάκι Τσάν.
Αν κάτι έχει τελειώσει, είναι η δημοσιογραφία του είδους «γραφείο τύπου». Ο κόσμος σήμερα, μέσω και του διαδικτύου, διαβάζει περισσότερο από ποτέ. Βιώνοντας από πρώτο χέρι την κρίση ψάχνει απαντήσεις και διεξόδους, και ανταμοίβει την ειλικρινή και μαχόμενη ενημέρωση στο πολλαπλάσιο.
Ηδη είναι ορατά τα πρώτα σημάδια νίκης μιας δημοσιογραφίας που δεν είναι η «Τέταρτη Εξουσία», η οποία συνδιαλέγεται και διαπλέκεται προς ίδιον όφελος με τις άλλες τρείς, αλλά ο αρωγός και φωτοδότης του πυρήνα της δημοκρατίας: της κοινότητας των πολιτών.
*Η Λαμπρινή Χ. Θωμά είναι δημοσιογράφος. Απολύθηκε από τον «Αθήνα 984» γιατί προασπίστηκε την ελευθεροτυπία.
antibaro