Πρωτομαγιά: Δεν είναι αργία, είναι απεργία!
Η 1η Μάη είναι η μέρα που οι εργάτες όλου του κόσμου τιμούν τους νεκρούς της τάξης τους, τους ηρωικούς αγώνες και τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος στην ανειρήνευτη πάλη με το κεφάλαιο.
Σύμβολο στον αγώνα για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Η μέρα που η παγκόσμια εργατική τάξη διατρανώνει την απόφαση της να συνεχίσει την ηρωική της πορεία ως το τέλος, ως τη νίκη.
Πριν από περισσότερα από 100 χρόνια, το 1886, η εργατική τάξη στις ΗΠΑ έδωσε μια από τις πιο σκληρές μάχες για την καθιέρωση του 8ωρου. Η μεγάλη απεργία των εργατών του Σικάγου την Πρωτομαγιά του 1886 είχε τραγική κατάληξη με θύματα και τιμωρία των υποκινητών της εξέγερσης.
Σε ανάμνηση αυτής της εξέγερσης, καθιερώθηκε η Πρωτομαγιά σαν παγκόσμια μέρα της εργατικής τάξης, ύστερα από απόφαση που πήρε η ιδρυτική συνέλευση της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι (που πραγματοποιήθηκε στις 14/7/1889 και στην οποία μετείχαν 391 αντιπρόσωποι συνδικάτων από 20 χώρες).
Από τη στιγμή που η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε σαν μέρα διεθνούς διαμαρτυρίας της εργατικής τάξης, συνδέθηκε με τους εργατικούς αγώνες και επιβλήθηκε – μέσα από νίκες και ήττες – σαν εκδήλωση της αλληλεγγύης και της ενότητας του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Η Εργατική Πρωτομαγιά γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1893 (την Κυριακή 2 Μαίου 1893) στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Διοργανωτής της ήταν ο Σταύρος Καλλέργης.
Τα αιτήματα της συγκέντρωσης, που διατυπώθηκαν στο ψήφισμα, ήταν τα εξής :
1. Την Κυριακήν καθ΄όλην την ημέραν να κλείουν τα καταστήματα.
2. Να περιορισθή η εργασία των εργατών εις οκτώ ώρας από δώδεκα και πλέον που εργάζονται.
3. Οι εν ενεργεία παθόντες εργάται να συντρέχωνται υπο του κράτους και των συναδέλφων των. Ύστερα από την επιτυχία της πρώτης εργατικής πρωτομαγιάς του 1893 και τον ενθουσιασμό που δημιούργησε πάρθηκε απόφαση να γιορτασθεί η εργατική Πρωτομαγιά του 1894 ενωτικά από όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της εποχής. Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν οι Πλ.. Δρακούλης, Στ. Καλλέργης, Ευαγ. Μαρκαντωνάτος και Δ. Γραμματικός.
Τα αιτήματα της συγκέντρωσης, που διατυπώθηκαν στο ψήφισμα, ήταν τα εξής :
1. «Την Κυριακήν να κλείωνται τα καταστήματα καθ’ όλην την ημέραν και οι εργάται ν΄αναπαύωνται.
2. Οι εργάται να εργάζωνται επί 8 ώρας την ημέραν και ν΄ απαγορευθή η εργασία εις τους ανηλίκους.
3. Να απονέμεται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Χρειάστηκε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια, ως το 1911 που γιορτάστηκε και πάλι η εργατική Πρωτομαγιά.
Σ΄ όλο αυτό το διάστημα ξέσπασαν μεγάλες απεργίες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της χώρας και πολλούς κλάδους. Στο διάστημα αυτό ξέσπασαν μεγάλες απεργίες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας και σε πολλούς κλάδους.
Πολλά επίσης Σωματεία και δευτεροβάθμιες οργανώσεις δημιουργήθηκαν, όπως το Ε.Κ. Βόλου το 1908, η Φεντερασιόν το 1909 και το Ε.Κ.Αθήνας το 1910.
Στα 1911 η Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης αναλαμβάνει τη διοργάνωση της εργατικής Πρωτομαγιάς στη Θεσσαλονίκη. Οι αστυνομικές δυνάμεις επεμβαίνουν και συλλαμβάνουν τους πρωτεργάτες, ανάμεσα σ΄αυτούς τον Μπεναρόγια, που εξορίζεται στη Σερβία.
Το 1911 αποφασίστηκε να ξαναγιορτασθεί η Πρωτομαγιά με πρωτοβουλία του Ν.Γιαννιού στο Μέτς, με κεντρικό σύνθημα
«8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο”.
Την επόμενη χρονιά (1912) γιορτάστηκε και πάλι στο Μετς, η Αστυνομία οδήγησε τους Γιαννιό, Αποστολίδη και Παπαγιάννη στα γραφεια της γιατί «δεν είχαν άδειαν», όπου τελικά αφέθησαν ελεύθεροι. Από το 1912 έχουμε και πάλι μακρόχρονη διακοπή του εορτασμού της Πρωτομαγιάς που θα ξαναγίνει το 1919.
Στο μεσοδιάστημα αυτό, ψηφίστηκε ο Ν.281/1914 «περί Σωματείων» με τον οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και τα σωματεία αρχίζουν να αποκτούν καθαρά εργατικό χαρακτήρα.
Εχει επίσης ιδρυθεί η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ 1918) καθώς και αρκετά Εργατικά Κέντρα.
Ο εορτασμός του 1919 απετέλεσε και την αφορμή για μια κρίση στη ΓΣΕΕ που οδήγησε σε διάσπαση. Τελικά γιορτάστηκε σε 12 πόλεις πανελλαδικά.
Σήμερα πλέον εν έτη 2013 , στην Ελλάδα όλα τα κεκτημένα των εργατών που αποκτήθηκαν με αίμα και ιδρώτα , ένα αιώνα μετά όλα έχουν ισοπεδωθεί. Eπιπλέων, με την πρωτοφανή ανεργία όλων των εποχών που πλήττει ακόμα και τα ποιο μορφωμένα μυαλά της χώρας , το μεροκάματο ακόμα και για ένα καρβέλι ψωμί λύπη από χιλιάδες οικογένειες , ως αποτέλεσμα των 3ων( έπονται και άλλα) μνημονίων των πολιτικών μας , οι οποίοι αφού τα «έφαγαν όλοι μαζί» και αφού λεηλάτησαν όχι μόνο από τα κρατικά ταμία και το τελευταίο Ευρώ , αλλά και όλλες τις περουσίες και οικονομίες του Ελληνικού λαού, παρέδωσαν τα κλειδιά της χώρας στους δανειστές και ακόμα μας κυβερνούν!!!!!!
“Επιτάφιος” – Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
Στη μνήμη του αδελφού μας Χρήστου, που μέρα Μαγιού (Πρωτομαγιά 2011) μας… μίσεψε..
“Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη ξέσπασαν με αφορμή την απεργία των καπνεργατών του εργοστασίου «Κομέρσιας». Οι εργάτες μετά από απόρριψη αιτημάτων τους από τον εργοδότη, κατέλαβαν το εργοστάσιο, κλείστηκαν μέσα σε αυτό και με πανό και μαύρες σημαίες στα παράθυρα ζητούσαν συμπαράσταση. Στη συνέχεια αρχίζει απεργία μαζί με άλλους εργαζόμενους και συγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης.
Σε μια τέτοια συγκέντρωση οι χωροφύλακες (στην πλατεία Αριστοτέλους), πυροβόλησαν χωρίς λόγο πάνω στους συγκεντρωμένους εργάτες και σκότωσαν 9. Κατόπιν πυροβολούν και σε άλλα σημεία, προσπαθώντας να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους, σκοτώνοντας και άλλους, ανάμεσα σ’ αυτούς και γυναίκες. Οι σκοτωμένοι ήταν τελικά πάνω από 12 και οι τραυματίες πάνω από 300.
Ο Γιάννης Ρίτσος είδε μετά από 2-3 μέρες την φωτογραφία με το νεκρό (Τούσης) και από πάνω την απελπισμένη μάνα του να μοιρολογάει και μέσα σε μια νύχτα σχδόν, έγραψε τη συλλογή ποιημάτων “Επιτάφιος”, που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και πρωτοτραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης – Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας