Και βέβαια υπάρχουν, ενώ συγκεκριμένες περιοχές είναι άμεσα συγκρίσιμες, αν όχι μεγαλύτερες, με την καλύτερα μελετημένη και τεκμηριωμένη αδαμαντοφόρο ζώνη πετρωμάτων του φλοιού στον κόσμο, αυτή του Kokchetav του Καζακστάν.
Αυτά τα σημαντικά στοιχεία ανήκουν σε μελέτη του Δρ. Δημητρίου Κωστόπουλου, επίκουρου Καθηγητή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος), ο οποίος παραθέτει σήμερα αναλυτικά τα στοιχεία.
Οι περιοχές στη Βόρεια Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Κωστόπουλο, όπου εμφανίζονται πετρώματα του φλοιού μεταμορφωμένα σε συνθήκες υπερύψηλων πιέσεων με υψηλό δυναμικό σε διαμάντια περιλαμβάνουν τους ορεινούς όγκους των Νομών Θεσσαλονίκης και
Κιλκίς στην Κεντρική Μακεδονία και μία στενή ζώνη που εκτείνεται ασυνεχώς κατά μήκος 100 χιλιομέτρων και πλέον από το Κάτω Νευροκόπι του Νομού Δράμας μέχρι τη Σιδηρώ του Νομού Έβρου, διατρέχοντας έτσι την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Η δεύτερη είναι άμεσα συγκρίσιμη, αν όχι μεγαλύτερη, με την καλύτερα μελετημένη και τεκμηριωμένη αδαμαντοφόρο ζώνη πετρωμάτων του φλοιού στον κόσμο, αυτή του Kokchetav του Καζακστάν, διαπιστώνει ο επιστήμονας.
Τα διαμάντια, σύμφωνα με τον ίδιο, εμφανίζονται ως εγκλείσματα σε διάφορα ορυκτά όπως το ζιρκόνιο, ο γρανάτης και ο βιοτίτης, και έχουν μεγέθη που κυμαίνονται από 2 έως 150 χιλιοστά του χιλιοστού.
Για σύγκριση, εξηγεί, στο Καζακστάν, περίπου 80% των διαμαντιών έχουν μέγεθος που κυμαίνεται από 20 έως 70 μικρόμετρα.
Τα ελληνικά διαμάντια έχουν πιστοποιηθεί με τη μέθοδο φασματοσκοπίας λέιζερ Ράμαν καθώς και με τη μέθοδο περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ.
Μία σύγκριση των πιστοποιημένων περιοχών αδαμαντοφόρων πετρωμάτων του φλοιού ανά τον κόσμο μεταξύ των ετών 1999 και 2003 καταδεικνύει, σημειώνει ακόμα, ο επίκουρος Καθηγητής σήμερα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Τομέας Ορυκτολογίας – Πετρολογίας την αποδοχή της ελληνικής Ροδόπης ως μία τέτοια περιοχή από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ήδη από το 2003.
Η εμπειρία από το Καζακστάν έχει δείξει ότι τα αδαμαντοφόρα πετρώματα καταλαμβάνουν επιμήκεις ζώνες των οποίων τα πάχη κυμαίνονται από 2-80 μέτρα ενώ το συνολικό πάχος του κοιτάσματος (ζώνη οικονομικής εκμετάλλευσης) δεν ξεπερνά τις μερικές εκατοντάδες μέτρα.
Οι ζώνες αυτές βυθίζονται με μεγάλες κλίσεις (60-80°) υπό το έδαφος. Οι τεράστιες γεωλογικές ομοιότητες μεταξύ της αδαμαντοφόρου ζώνης της Βόρειας Ελλάδας και αυτής του Καζακστάν συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης ότι τα πιθανά ελληνικά αποθέματα είναι συγκρίσιμα με αυτά του Καζακστάν, διαπιστώνει ο ίδιος.
Βέβαια, ο σχηματισμός πλήρους εικόνας περί του μεγέθους και της έκτασης των ελληνικών αδαμαντοφόρων κοιτασμάτων, διευκρινίζει στη συνέχεια, θα προκύψει μόνο μετά το πέρας εκτεταμένων επιστημονικών ερευνών.
Τονίζεται ότι δεν πρόκειται περί διαμαντιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πολύτιμοι λίθοι αλλά σε πλήθος άλλων βιομηχανικών εφαρμογών.
Κλείνοντας πρέπει να σημειωθεί ότι μελέτες τέτοιου είδους απαιτούν σημαντικά ακριβό εργαστηριακό εξοπλισμό και υποδομή.
Η συμβολή λοιπόν της Πολιτείας είναι απαραίτητη για τη συνέχιση παρόμοιων μελετών που τοποθετούν την Ελλάδα στο κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, τόσο στον επιστημονικό όσο και στον κοιτασματολογικό χώρο, καταλήγει ο κ. Κωστόπουλος.
Ιστορικά στοιχεία
Η ιστορία των διαμαντιών στον Ελλαδικό χώρο ξεκινά στα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Το 1999 κοντά στα χωριά Γαλαρινός, Λιβάδι και Μαραθούσα του Νομού Χαλκιδικής, 20-40 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά διαμάντια σε πετρώματα του φλοιού από τον Δρ. Δημήτριο Κωστόπουλο, επίκουρο Καθηγητή σήμερα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Τομέας Ορυκτολογίας – Πετρολογίας.
Τα αποτελέσματα εκείνης της πρώτης έρευνας δημοσιεύθηκαν την επόμενη χρονιά (2000) στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό “International Geology Review” (Διεθνής Γεωλογική Επιθεώρηση).
Η εργασία αυτή έγινε δεκτή προς δημοσίευση με επαινετική κριτική από τον καθηγητή Ernst του Πανεπιστημίου Stanford της Καλιφόρνια.
Το 2000, περαιτέρω έρευνες για διαμάντια σε παρόμοια πετρώματα στη Βόρεια Ελλάδα απέδωσαν γρήγορα καρπούς και μία δεύτερη, σημαντικότερη ανακάλυψη έγινε σε περιοχές των Νομών Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου.
Τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης αυτής παρουσιάστηκαν την επόμενη χρονιά (2001) στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών (EUG) στο Στρασβούργο της Γαλλίας τον Απρίλιο, καθώς επίσης και στο 9ο Διεθνές Γεωλογικό Συνέδριο που οργάνωσε η Ελληνική Γεωλογική Εταιρεία (ΕΓΕ) στην Αθήνα το Σεπτέμβριο.
Την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκαν τα τελικά αποτελέσματα για τα διαμάντια της Θράκης στο υψηλότατης στάθμης διεθνές επιστημονικό περιοδικό “Earth and Planetary Science Letters” (Γήινα και Πλανητικά Επιστημονικά Γράμματα).
Τον Απρίλιο του 2003 παρουσιάστηκαν τα πρώτα αποτελέσματα για τα αδαμαντοφόρα πετρώματα της Βουλγαρίας που αποτελούν συνέχεια των ελληνικών εμφανίσεων στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών (EUG) στη Νίκαια της Γαλλίας.
Η ανακάλυψη διαμαντιών στον Ελληνικό χώρο, δηλώνει σήμερα ο κ. Κωστόπουλος, προσέλκυσε προτάσεις επιστημονικής συνεργασίας με φημισμένα ιδρύματα του εξωτερικού όπως το Ινστιτούτο Χημείας Max Blanck του Mainz της Γερμανίας, το Ινστιτούτο Γεωεπιστημών της Rennes της Γαλλίας καθώς και το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ΕΤΗ) της Ζυρίχης της Ελβετίας.
Πρωταρχικό βάρος δόθηκε στον προσδιορισμό της ηλικίας σχηματισμού των ελληνικών διαμαντιών χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους ραδιενεργών στοιχείων.
Τα πρώτα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν, για μεν τις περιοχές της Χαλκιδικής στο Συνέδριο της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης (AGU) στο San Francisco των Η.Π.Α. το Δεκέμβριο του 2001, για δε τις περιοχές της Θράκης στο Διεθνές Συνέδριο Goldschmidt της Γεωχημικής Εταιρείας της Αμερικής στο Davos της Ελβετίας τον Αύγουστο του 2002.
Από τη συνεργασία με τα ανωτέρω ανώτατα ιδρύματα προέκυψαν δύο διδακτορικές διατριβές (2006 & 2008) για τις αδαμαντοφόρες περιοχές της Θράκης, ενώ μία ακόμη διδακτορική διατριβή για τις ίδιες περιοχές βρίσκεται σε εξέλιξη.
Το Φεβρουάριο του 2002 ο κ. Κωστόπουλος, παρουσίασε τα αποτελέσματα των μελετών του για τα διαμάντια της Βόρειας Ελλάδας στην Ημερίδα: “Γεωλογία και Κοινωνία: Η προσφορά της γεωλογικής έρευνας στη Βόρεια Ελλάδα” που διοργανώθηκε στο Κέντρο Ιστορίας Πόλης του Δήμου Θεσσαλονίκης με αφορμή τον εορτασμό για τα 50 χρόνια από την ίδρυση τής Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας.
Η ομιλία του είχε τίτλο: “Ιζήματα που βυθίστηκαν 200 χιλιόμετρα μέσα στο μανδύα και ξαναγύρισαν στην επιφάνεια της γης: Μια ιστορία όπως μας τη διηγούνται τα διαμάντια της Βόρειας Ελλάδας”.
Παρόμοιες ομιλίες δόθηκαν σε επιστημονικά ιδρύματα του εξωτερικού κατόπιν πρόσκλησης τον Οκτώβριο του 2006 (Ινστιτούτο Χημείας Max-Planck του Mainz της Γερμανίας) και τον Νοέμβριο του 2009 (Έδρα Γεωδυναμικής και Επιστήμης Γεωυλικών του Πανεπιστημίου Würzburg της Γερμανίας).
Το Δεκέμβριο του 2007 τα αδαμαντοφόρα πετρώματα του ελληνικού χώρου μελετήθηκαν με εξελιγμένες αναλυτικές μεθόδους στο Βαυαρικό Γεωινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Bayreuth της Γερμανίας με οικονομική βοήθεια από το Πλαίσιο Στήριξης 6 της Ε.Ε..
Διαμάντια του φλοιού
Ακόμα ο κ. Κωστόπουλος αναφερόμενος στα διαμάντια του φλοιού δίνει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία. Επισημαίνει πως το 1984, ανακαλύφθηκε σε πετρώματα του φλοιού από τη Νορβηγία και την Ιταλία, σε περιοχές όπου κάποτε είχαν συγκρουσθεί μεταξύ τους ηπειρωτικές πλάκες, μια μορφή χαλαζία που είναι σταθερή μόνο σε πιέσεις μεγαλύτερες από 25.000 ατμόσφαιρες.
Επειδή τέτοιες πιέσεις, διευκρινίζει, αντιστοιχούν σε βάθη στη γη μεγαλύτερα των 80 χιλιομέτρων, η ανακάλυψη αυτής της μορφής χαλαζία απετέλεσε την πρώτη ένδειξη ότι είναι δυνατή η υπαγωγή του γήινου φλοιού σε βάθη που αντιστοιχούν στον άνω μανδύα.
Η παρατήρηση αυτή, προσθέτει, αποτελεί αφ’ εαυτού της ένα γεωλογικό παράδοξο καθόσον η διαφορά πυκνότητας μεταξύ φλοιού (2,8 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό) και μανδύα (3,3 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό) είναι τέτοια που καθιστά απαγορευτική την κατάδυση του φλοιού μέσα στο μανδύα μόνο και μόνο λόγω άνωσης.
Το 1990 πιστοποιήθηκε η ύπαρξη διαμαντιών σε μεταμορφωμένα αργιλικά ιζήματα της περιοχής Kokchetav του Καζακστάν προκαλώντας μια επανάσταση στην παγκόσμια γεωλογική σκέψη. Ο δρόμος για την κατάδυση του φλοιού, τονίζει ο επιστήμονας, σε βάθη μεγαλύτερα των 150 χιλιομέτρων μέσα στο μανδύα είχε ανοίξει.
Ταυτόχρονα όμως προέκυπταν και δύο σπουδαία ερωτήματα:
Πώς είχε καταφέρει ο φλοιός να κατέλθει σε τόσο μεγάλα βάθη παρά τη διαφορά πυκνότητας με τον περιβάλλοντα μανδύα και ποιες δυνάμεις τον έκαναν να επιστρέψει στην επιφάνεια της γης;
Το 1996 ανακαλύφθηκε σαν έγκλεισμα μέσα σε διαμάντι από κιμπερλίτη της Σουαζιλάνδης ένα ορυκτό που απαντάται αποκλειστικά σε μεταμορφωμένα αργιλικά ιζήματα τεκμηριώνοντας έτσι τη δυνατότητα ανακύκλωσης του φλοιού τουλάχιστον μέχρι τις πηγές γένεσης των κιμπερλιτικών μαγμάτων, 250 χιλιόμετρα βαθιά μέσα στο μανδύα.
Μετά την ανακάλυψη των διαμαντιών στο Καζακστάν επακολούθησε μια δεκαετία ανακαλύψεων διαμαντιών σε πετρώματα του φλοιού από περιοχές ηπειρωτικών συγκρούσεων σε διάφορα μέρη του κόσμου όπως είναι οι περιοχές Dabie-Sulu της Α. Κίνας, Fjοrtoft της Νορβηγίας, Erzgebirge της Γερμανίας και η κεντρική και ανατολική Μακεδονία και Θράκη της πατρίδας μας.
Από άποψη έκτασης εμφάνισης και συχνότητας παρουσίας διαμαντιών, οι σημαντικότερες από τις παραπάνω περιοχές είναι το Καζακστάν και η Ελλάδα, αναφέρει ο Έλληνας Καθηγητής.
Τα διαμάντια βέβαια είναι μικροσκοπικά, εξηγεί, μεγέθους από 2 έως 300 χιλιοστά του χιλιοστού, και αρκετές φορές έχουν μετατραπεί, μερικώς ή ολικώς, σε γραφίτη, ο πληθυσμός τους όμως σε ορισμένα πετρώματα είναι τέτοιος ώστε να φθάνουν τα 2.000-3.000 καράτια στον τόνο.
Ενώ για την Ελλάδα είναι ακόμα πολύ νωρίς για εκτιμήσεις, στο Καζακστάν, τα αποδεδειγμένα αποθέματα φθάνουν τον εντυπωσιακό αριθμό των 3 δισεκατομμυρίων καρατιών (600 τόνοι).
Από επιστημονικής άποψης, τα πετρώματα τα οποία φιλοξενούν τα ελληνικά διαμάντια ήταν αργιλο-ψαμμιτικά ιζήματα τα οποία αποτέθηκαν κατά τη διάρκεια της Τριαδικής Περιόδου επάνω στο κρυσταλλικό υπόβαθρο μιας ηπειρωτικής μάζας που είχε σχηματισθεί πριν 450-300 εκατομμύρια χρόνια στο νότιο περιθώριο της Ευρασίας.
Τεμάχη αυτής της ηπειρωτικής μάζας που καταδύθηκε σε βάθη της τάξης των 250-300 χιλιομέτρων μέσα στο μανδύα κατά τη διάρκεια του Ιουρασικού και κατόπιν αναδύθηκε στην επιφάνεια αποτελούν σήμερα οι οροσειρές του Βερτίσκου, των Κρουσίων και της Κερκίνης στην Κεντρική Μακεδονία, διαπιστώνει ο επίκουρος καθηγητής σήμερα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Τομέας Ορυκτολογίας – Πετρολογίας.
πηγή:elliniki gnomi