Σήμερα ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε την πρότασή του για τον νέο Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Μια πρόταση – στο όνομα του Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα – καθ΄ όλα παραταξιακή και ουχί ενωτική, αλλά κυρίως μιας διεθνούς προσωπικότητας, που θα αναγνωριζόταν και στο εξωτερικό, συμβάλλοντας έτσι στη λύση δυσεπίλυτων προβλημάτων, στα διεθνή, εθνικά, οικονομικά κ.α. ζητήματα.
Η επιλογή του κ. Κωνσταντίνου Τασούλα είναι καθ΄ ολοκληρίαν – τουλάχιστον – ατυχής. Ο κ. Τασούλας – απόλυτα πιστό πολιτικό εργαλείο του Πρωθυπουργού – στήριξε όλες τις πολιτικές κυβερνητικές επιλογές, που εξαθλίωσαν οικονομικά τον ελληνικό λαό:
Στήριξε την υποχρεωτικότητα του απάνθρωπου εμβολιασμού (ενός παρασκευάσματος), στερώντας τα δημοκρατικά του δικαιώματα, στήριξε την καθεστωτική επιβολή προστίμου στους ανεμβολίαστους και τους απέκλεισε από κάθε κοινωνική εκδήλωση.
Στήριξε την μειοδοτική πολιτική της κυβέρνησης στα εθνικά θέματα έναντι της Τουρκίας.
Στήριξε τη Κυβέρνηση Μητσοτάκη στην κατάργηση του κράτους Δικαίου, παρεμβαίνοντας στα δικαστικά όργανα.
Στήριξε και συμμετείχε στη μη αποκάλυψη του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών, αλλά και του κυβερνητικού εγκλήματος των Τεμπών, προς απόκρυψη της αλήθειας.
Πολλά αρνητικά ακόμη θα μπορούσα να καταμαρτυρήσω για την ατυχέστατη επιλογή του Πρωθυπουργού για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ωστόσο θα σταθώ ιδιαίτερα σε δυο ακρογωνιαία ζητήματα:
Πρώτον:
Η Πρόεδρος του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών κατήγγειλε χθές τον κ. Κωνσταντίνο Τασούλα, πως:
Ως Πρόεδρος της Βουλής κρατούσε στο γραφείο του την δικογραφία της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για τη σύμβαση 717 και τη δικογραφία για τα Τέμπη και δεν την έδωσε άμεσα ως όφειλε, στα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής.
Ως Πρόεδρος της Βουλής κρατάει στο γραφείο του τις μηνύσεις που αφορούν τις ευθύνες του Υπουργείου Μεταφορών και δυο δικογραφίες κατά μελών της Κυβέρνησης και δεν τα προωθεί άμεσα στη Βουλή όπως ορίζει το Σύνταγμα και επιβάλλει η θέση του.
Ως Πρόεδρος της Βουλής αγνοεί τα εξώδικα των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών και συμπράττει στη συγκάλυψη που πανηγυρικά επεδίωξε και πέτυχε η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής και υποθάλπει, βάζοντας εμπόδια στην αποκάλυψη της αλήθειας για το έγκλημα των Τεμπών.
Δεύτερον:
Δεν είναι δυνατόν να γίνει Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκείνος που κατά τη διάρκεια προσφώνησής του προς τον Αμερικανό γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενέντεζ παραβίασε κατάφωρα τον όρκο που δίνει ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως αυτός ορίζεται από το Σύνταγμα της χώρας.
«Ορκίζομαι… να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Χώρας…».
Η μόνη ουσιαστική αρμοδιότητα λοιπόν, του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, είναι η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας:
Ποια ήταν όμως η δήλωση του κ. Τασούλα προς τον κ. Μενέντεζ;
«Από την Κέρκυρα ως το Καστελόριζο και από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, σας παραδίδουμε την Ελλάδα στα χέρια σας. Και είμαστε βέβαιοι ότι είναι σε καλά χέρια»!
Αυτή η δήλωση είναι αδιανόητη και απαράδεκτη. Είναι παραβίαση της Εθνικής Ανεξαρτησίας.
Με τα παραπάνω λόγια, ο κ. Τασούλας παραδίδει, όχι μεταφορικά αλλά ουσιαστικά, την κυριαρχία της Ελλάδας σε τρίτη χώρα, παραβιάζοντας κατάφωρα τον συνταγματικό όρκο που δεσμεύει οποιονδήποτε ασκεί Εξουσία στην χώρα.
Η δήλωση αυτή δεν αποτελεί απλώς μια διπλωματική φιλοφρόνηση, είναι ευθεία προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας και υπονόμευση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα πολιτικής ήθους, αλλά και για πιθανό ζήτημα ποινικής ευθύνης. Η φράση αυτή ισοδυναμεί με πράξη Εσχάτης Προδοσίας, καθώς παραδίδει τη χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, έστω και συμβολικά, κάτι που υπονομεύει την ανεξαρτησία της Ελλάδας και την κυριαρχία του λαού της.
Ο κ. Τασούλας, με τις δηλώσεις του, έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να φέρει το βάρος του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενός θεσμού που οφείλει να ενσαρκώνει την εθνική ανεξαρτησία, την ενότητα και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.
Αντί να διεκδικεί το ύπατο πολιτειακό αξίωμα, θα έπρεπε να λογοδοτεί στη δικαιοσύνη για τις πράξεις του.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Τασούλα είναι απολύτως απαράδεκτη και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από κανέναν που νοιάζεται για το μέλλον και την αξιοπρέπεια της Ελλάδας.
Η υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Τασούλα για το ύπατο αξίωμα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για λόγους εθνικής ευθύνης και αξιοπρέπειας.