Με «Το τελευταίο τραμ» », «Πάει, πάει» μια αγαπημένη ερμηνεύτρια του λαϊκού τραγουδιού έφυγε απο τα εγκώμια στης 16 Αυγούστου το έτος 2005. Η μάνα της, 16 ετών όταν την έκανε, (το 1943) ξενόπλενε, ο δε πατέρας της δούλευε από τα άγρια χαράματα στη Λαχαναγορά για να μεγαλώσει τα τρία του παιδιά.
“..Όμως, «μπορεί να ήταν μίζερα τα χρόνια, αλλά εγώ ένιωθα τη ζωή ωραία, ανέμελη…”, έλεγε η ίδια . Με αιματηρές οικονομίες η οικογένεια αγοράζει ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου στο Αιγάλεω και μετακομίζουν εκεί.
Οι στερήσεις είναι η μία πλευρά της παιδικής της ζωής. Η άλλη είναι η οικογενειακή ζεστασιά. “..Ερχόντουσαν όλοι οι συγγενείς, αρχίζανε το γλέντι από το Σάββατο και τέλειωναν την Κυριακή…
..Ο πατέρας μου είχε ένα γραμμόφωνο και πολλούς δίσκους, λαϊκούς, αλλά κι από επιθεωρήσεις με τον Κυριακό…”
Όταν τελειώνει το Δημοτικό ξεκινάει να δουλεύει ως κορδελιάστρα με 15 δραχμές βδομαδιάτικο. Το τραγούδι είναι το πάθος της. Ο πατέρας της την έχει μάθει να χορεύει χασάπικο και ζεϊμπέκικο και ο θειός της να λέει τραγούδια του Αττίκ. Εκείνη όμως προτιμάει τα λαϊκά.
Κάνει μιά πρώτη απόπειρα να τραγουδήσει, επισήμως, πηγαίνοντας στα «Ταλέντα» του Οικονομίδη. Ο πατέρας της το απαγορεύει. Στα 19 της πια, η Βίκυ Μοσχολιού ακολουθεί την ξαδέλφη της Έφη Λίντα που τραγουδά στο νυχτερινό κέντρο «Τριάνα» του Χειλά με τον Μπιθικώτση και τη Δούκισσα.
Πρώτο μεροκάματο που έλαβε ήταν 150 δραχμές. «..Ο πατέρας μου αντέδρασε πάλι, αλλά στο τέλος, αφού του υποσχέθηκα ότι δεν θα μάθω να καπνίζω και να… χαρτοπαίζω, είπε το “ναι”. Κι έτσι, ανήμερα το Πάσχα του 1962 ανέβηκα στο πάλκο…»
Το 1962 θα κάνει και την πρώτη της δισκογραφική απόπειρα, με τίτλο «Να ‘ξερες πόσο πόνεσα» του Σταύρου Τζουανάκου. Και το ίδιο καλοκαίρι, κάνει στου Κουλουριώτη «σεγόντο» στον Καζαντζίδη και το Ζαμπέτα. Τον πρώτο θα τον ακολουθήσει σε περιοδεία στην Αυστραλία. Απογοητεύεται, όμως, τόσο ώστε, επιστρέφοντας, εγκαταλείπει το τραγούδι και γυρίζει στο εργοστάσιο…
Μια τυχαία συνάντηση με τον περίφημο Τάκη Λαμπρόπουλο της Columbia τής ανοίγει, όμως, και πάλι την πόρτα.Ο Σταύρος Ξαρχάκος ψάχνει μια νέα φωνή για το περίφημο «Χάθηκε το φεγγάρι» στην ταινία «Λόλα». Ο Λαμπρόπουλος προτείνει τη Μοσχολιού κι έτσι η ίδια βρίσκεται στα γυρίσματα.
«..Ήταν χειμώνας, κρύωνα… Είχα φοβερό τρακ…,ευτυχώς, μου είχαν δώσει να κρατάω ένα τσιγάρο. Δεν κάπνιζα τότε και, καθώς μπήκε ο καπνός στα μάτια μου, βούρκωσα. Ακούω ξαφνικά το Δημόπουλο να φωνάζει: “Αυτό είναι. Πάμε”…»
Αυτό το τραγούδι σηματοδοτεί και την επίσημη είσοδό της στη δισκογραφία. Την ίδια εποχή την επιστρατεύει ο Ζαμπέτας για να πει «Τα δάκρυα», το «Χωρισμό», «Τα Δειλινά» και το «Πάει».
Με το ρεπερτόριο του Ζαμπέτα, του Ξαρχάκου, αλλά και του Καλδάρα, η Μοσχολιού αποκτά πια όνομα.
Σταθερότερη είναι η συνεργασία της με το Ζαμπέτα: συνυπάρχουν από το 1964 έως το 1966 και στο πάλκο και στη δισκογραφία και σε κινηματογραφικές συμμετοχές. Σεπτέμβρη του 1966 εμφανίζεται για πρώτη φορά μόνη της στα «Δειλινά» – το πρώην «Χρυσό Βαρέλι» που μετονομάστηκε χάρη στην επιτυχία του Ζαμπέτα. Λίγο αργότερα, συμμετέχει με τον Μπιθικώτση σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη, ηχογραφώντας και τα «Έξι Φεγγάρια της Θάλασσας».
Το 1967, πάλι κοντά στον Μπιθικώτση αλλά και στον «καινούργιο» Σταμάτη Κόκοτα, τραγουδά Ξαρχάκο στο «Ρεξ». Είναι η χρονιά που θα παντρευτεί και τον αγαπημένο της, επίσημο συνοδό της από το 1963 και αστέρα του Παναθηναϊκού Μίμη Δομάζο -με τον οποίο θα αποκτήσουν και δύο κόρες, τη Ράνια και την Ευαγγελία, προτού να χωρίσουν το 1978.
Η πορεία της παραμένει ανοδική: εμφανίσεις με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές, δισκογραφικές συνεργασίες με τον Ακη Πάνου, το Δήμο Μούτση, το Βαγγέλη Πιτσιλαδή, το Μίμη Πλέσσα και το Γιώργο Κατσαρό, συμμετοχές στους δύο πρώτους μεγάλους δίσκους του Σπανού («Μια Κυριακή» και «Το Σαββατόβραδο») καθώς και στο δίσκο του πρωτοεμφανιζόμενου Λουκιανού Κηλαηδόνη («Η Πόλη μας»).
Μάιο του 1970, η Μοσχολιού υπογράφει συμβόλαιο με την -μετέπειτα Philips- «Ελλαδίσκ» και ηχογραφεί το πρώτο της προσωπικό άλμπουμ, με τραγούδια του Ζαμπέτα («Ο αλήτης», «Το γράμμα») και του Άκη Πάνου («Θα κλείσω τα μάτια»).
Το 1972, ακολουθεί το Δήμο Μούτση και τον Αντώνη Καλογιάννη στην Πλάκα, στο Zoom. Έτσι ανοίγει ένας καινούργιος κύκλος στην καριέρα της. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο πλακιώτικος «Ζυγός» θα γίνει μόνιμο στέκι της: «Πήρα το ρίσκο. Εκεί έπρεπε να είσαι τέλεια, γιατί ούτε τρώγανε ούτε πίνανε ούτε σπάγανε… Είχαν ένα ποτήρι στα χέρια, κάθονταν και σε κοίταζαν στα μάτια?» Αεικίνητη ΑεικΙνητη και δισκογραφικά, από το ’74 έχει επιστρέψει στην «Κολούμπια» (και συνεργαστεί με τον
Τσιτσάνη, τον Ξαρχάκο, το Μαρκόπουλο, τον Καλδάρα και το Χατζηνάσιο), αργότερα πηγαίνει στη «Λύρα», στην Polygram, στην CBS, ακολουθώντας το σταθερό της συνεργάτη, παραγωγό Γιώργο Μακράκη. Μια δισκογραφική επιλογή θ? ανοίξει τον τρίτο κύκλο στην καριέρα της («μιαν από τις “ριζοσπαστικότερες” επιλογές που έχουν επιχειρήσει καθιερωμένοι τραγουδιστές», επισημαίνει ο Τσάμπρας): τα «Σκουριασμένα Χείλια» του πρωτοεμφανιζόμενου το ’81 Σταμάτη Κραουνάκη.
Έκτοτε, η Μοσχολιού συνδυάζει και τα δύο της «πρόσωπα»: στις πίστες συνεργάζεται με τους μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές, αλλά δεν λέει όχι και στο πρόγραμμα του Κραουνάκη, στο «Ταμπού», με την Τσανακλίδου.
Η τελευταία της δισκογραφική δουλειά είναι το «Βραδινό Σινιάλο», με τραγούδια γραμμένα bmosxoliou.jpgγια τη φωνή της από τους Δ. Παπαδημητρίου, Λ. Μαχαιρίτσα, Π. Θαλασσινό, Γ. Μπαχ-Σπυρόπουλο, Μ. Κουμπιό, αλλά και Μ. Λιδάκη και Δ. Γαλάνη. Ένας ακόμα δίσκος θα αγκαλιάσει τα 40 χρόνια της δισκογραφίας της, μέσα από τις 85 μεγαλύτερες επιτυχίες της: είναι το τετραπλό cd που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τη MINOS-EMI, σε κασετίνα, με φωτογραφικό υλικό και λεπτομερές βιογραφικό του Γ. Τσάμπρα, Τραγουδώντας τα καλύτερα
Σχεδόν όλους τους συνθέτες της χρυσής δεκαετίας του ’60 (πλην του Χατζιδάκι που τραγούδησε σε δεύτερη εκτέλεση το «Είμαι αετός χωρίς φτερά») και μεταγενέστερους του ’70, 80 και των αρχών του ’90 και όλους τους σπουδαίους στιχουργούς αυτών των δεκαετιών ερμήνευσε με την απαράμιλλη λαϊκή φωνή της η Βίκυ Μοσχολιού, ο θηλυκός αντίποδας του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ανάμεσα σ΄ άλλες μεγάλες επιτυχίες, τραγούδησε:
Σ.ΞΑΡΧΑΚΟΣ: «Χάθηκε το φεγγάρι», «Τα τρένα που φύγαν» (Βαγγέλης Γκούφας), «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», «Παλικαράκι που ‘λιωσα» (Λευτέρης Παπαδόπουλος), «Τι έχει και κλαίει το παιδί» (Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), «Ο Λευτέρης», «Νυν και αεί», «Εμείς που μείναμε» (Νίκος Γκάτσος).
Γ.ΖΑΜΠΕΤΑΣ: «Και τα δειλινά», «Πάει, πάει» (Χαράλαμπος Βασιλειάδης), «Γιατί τα χέρια είναι σχοινιά», «Ξημερώματα», «Αγάπη μου, αγάπη μου» (Δημήτρης Χριστοδούλου), «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα» (Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), «Αλήτη» (Αλέκος Καγιάντας), «Σταλιά, σταλιά» (Διονύσης Τζεφρώνης).
Α. ΚΑΛΔΑΡΑΣ: «Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ» (Χρήστος Αργυρόπουλος), «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» (Γιώργος Σαμολαδάς), «Μην τα φιλάς τα μάτια μου» (στίχοι του συνθέτη).
ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ: «Δεν κλαίω για τώρα», «Θα κλείσω τα μάτια», «Ήρθε ο χειμώνας», «Πήρα απ’ το χέρι σου νερό» (στίχοι δικοί του).
Β.ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: «Δεν είναι όνειρο η ζωή» (στίχοι του συνθέτη).
Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: «Πέρα από τη θάλασσα» (Ερρίκος Θαλασσινός), «Μιλώ για τα παιδιά μου», «Η Αντάρα, το Λενάκι» (Γιώργος Σκούρτης), «Η Ρόζα η ναζιάρα» (Μιχάλης Φακίνος), «Η θαλασσινή» (Μιχάλης Κατσαρός).
ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ: «Σ’ έβλεπα στα μάτια», «Τη νύχτα που σ’ αντάμωσα» (Νίκος Γκάτσος), «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε», «Έτσι είν’ η ζωή», «Και γεια χαρά» (Γιάννης Λογοθέτης), «Μη γράφεις άλλα γράμματα» (Μάνος Ελευθερίου), «Εγώ είμ’ εγώ», «Αγκαλιά και πλάι-πλάι» (Πυθαγόρας).
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: «Νύχτα δίχως άκρη», «Κοιμήσου παλικάρι» (Νίκος Γκάτσος).
Γ. ΣΠΑΝΟΣ: «Άνθρωποι μονάχοι» (Γιάννης Καλαμίτσης), «Ναύτης βγήκε στη στεριά» (Μάνος Ελευθερίου), «Ξύπνησε η πόλη» (Λευτέρης Παπαδόπουλος).
Σ. ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ: «Δεν είμαι εγώ» (στίχοι του συνθέτη), «Φεύγει ο καιρός» (Μιχάλης Μπουρμπούλης), «Όταν σε περιμένω» (Ντίνος Χριστιανόπουλος).
Λ. ΚΗΛΑΗΔΟΝΗΣ: «Τα θερινά σινεμά», «Του αντρειωμένου τ’ άρματα» (στίχοι του συνθέτη).
Β.ΠΙΤΣΙΛΑΔΗΣ: «Άδειο το λιμάνι», «Με τα θλιμμένα μάτια μου» (Γιάννης Κιούρκας), «Τα αγόρια έχουνε καρδιά» (Λευτέρης Παπαδόπουλος).
Σ.ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ: «Δεν είμαστε στην ίδια τη συχνότητα», «Κόκκινο κουμπί» (Κώστας Τριπολίτης), «Σήκω παιδί μου» (Λίνα Νικολακοπούλου).
Ξεχωριστή θεωρείται επίσης η ερμηνεία της στα αρχοντορεμπέτικα στο δίσκο «Το τραμ το τελευταίο».
πληροφορίες /Γ. Τσάμπρα, go2.com
Oι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του μεγάλο Θεσσαλονικιό τραγουδιστή του Γιάννη Καλατζή (1-Με τη Βίκυ Μοασχολιού στα “Δειλινά”), (2-Ο Γ.Καλατζής και η Βίκυ Μοσχολιού με τον Αριστοτέλη Ωνάση)