“Ήταν από τους πρώτους συνθέτες που έδειξε ενδιαφέρον, για το ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο μαζί με τον Στραβίνσκυ επηρέασαν τα πρώτα του έργα”
Ο Αργύρης Κουνάδης,γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1924, η καταγωγή του ήταν από την Κεφαλονιά. Μελέτησε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών, και απέκτησε το δίπλωμα του το 1952, ενώ πήρε μαθήματα θεωρητικών και σύνθεσης με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου στο Ελληνικό Ωδείο.
Το 1952 συνεργάστηκε με το χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, τον Μάνο Χατζιδάκι, και τον Μίκη Θεοδωράκη. Συνέθεσε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Ήταν από τους πρώτους συνθέτες που έδειξε ενδιαφέρον, για το ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο μαζί με τον Στραβίνσκυ επηρέασαν τα πρώτα του έργα. Αργότερα με υποτροφίες της Ελληνικής και της Γερμανικής κυβέρνησης πήγε το 1958 στην Γερμανία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην μουσική.
Έγραψε πολλά κλασικά έργα, όπερες, οι οποίες παίχτηκαν στην Γερμανία, στην Λυρική σκηνή, και στο Μέγαρο Μουσικής των Αθηνών. Το 1972 έγινε καθηγητής της ανώτατης μουσικής σχολής του Φράιμπουργκ.
Έγραψε επίσης και πολλά έργα όπως (Κύκλοι εν Αθήναις, Το ταξίδι, Δεν περισσεύει υπομονή, Ρόδα είναι και γυρίζει, Made in Greece Παραλογές, Εις Μνημόσυνον ) που τραγουδήθηκαν από γνωστούς καλλιτέχνες όπως ο Αντώνης Καλλογιάννης, η Λήδα, η Ελένη Βιτάλη, Σωτηρία Μπέλλου.
Επιμελήθηκε την κυκλοφορία των ρεμπέτικων CDs που περιλαμβάνουν πλούσια ένθετα, με τα τραγούδια και το βιογραφικό του κάθε ρεμπέτη, ή ρεμπέτισσας, και κυκλοφόρησαν από την ΜΙΝΟΣ – ΕΜΙ.
Πρόκειται για υλικό προερχόμενο από δίσκους 78 στροφών, που έχουν ηχογραφηθεί στην Αμερική από Έλληνες μετανάστες. Η είσοδος του ρεμπέτικου στην επιθεώρηση , λέει στα Μ.Μ.Ε, ο ερευνητής και μελετητής του ρεμπέτικου Αργύρης Κουνάδης, έγινε δε με την εμφάνιση ενός μάγκα που τον ρόλο έπαιξε μοναδικά ο ηθοποιός Γιαννάκης Ιωαννίδης.
Παλαιότερα η ΜΙΝΟΣ είχε κυκλοφορήσει σε βινύλιο, μια σειρά “Oι μεγάλοι του ρεμπέτικου”, με νούμερα π.χ 1, 2,3, 4 ,5, 7,8,9,10 και ούτω καθ΄ εξής. Όταν η δισκογραφική εταιρεία πλέον ενώθηκε με την EMI και έγινε ΜΙΝΟΣ – ΕΜΙ, κυκλοφόρησε την σειρά για τους μεγάλους του ρεμπέτιου, που επιμελήθηκε ο συνθέτης και περιλαμβάνει :
Ρίτα Αμπατζή, Γιώργο Μπάτη, Σωτηρία Μπέλλου. Ρόζα Εσκενάζυ, Δημήτρη Γκόγκο (Μπαγιαντέρας), Γιοβάν Τσαούς, Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη, Μανώλη Χρυσαφάκη, Άννα Χρυσάφη, Μαρίκα Νίκου, Γιάννη Παπαϊωάννου, Γιώργο Μουφλουζέλη, Βασίλη Τσιτσάνη, Βαγγέλη Παπάζογλου, Στράτο Παγιουμτζή, Στελλάκη Περπινιάδη, Κώστα Ρούκουνα, Κώστα Σκαρβέλης, Πρόδρομο Τσαουσάκης, Μάρκο Βαμβακάρη, Κώστα Καπλάνη , Δημήτριο Αραπάκης, Αντώνη Νταλκάς, Στέλλα Χασκίλ, Παναγιώτη Τούντα, Γιώργο Κάβουρα, Τάκη Μπίνη, Σπύρο Περιστέρη.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα, τραγουδήθηκε από την εργατική, και μετέπειτα μεταπήδησε και στην αστική τάξη. Εξελίχθηκε μέσα από την Ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού. Στις αρχές του 1900 το ρεμπέτικο αποτελούσε το λαϊκό τραγούδι των φτωχών. Το 1922 έγινε μίξη με εκείνα της Μικράς Ασίας όπως Σμυρνέϊκα, και απτάλικα, τότε το ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύχθηκε στην ευρύτερη τάξη.
Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις των ρεμπέτικων, και το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι κλασικοί συνθέτες του ρεμπέτικου όπως : ο Μάρκος Βαμβακάρης, Γ. Παπαϊωάννου, Σ. Παγιουμτζής και όλοι οι ως άνω. Το 1936 απαγορεύτηκε, διότι θεωρήθηκε Τουρκοειδές, και επίσης ορισμένα τραγούδια περιείχαν λέξεις απαγορευμένες, όπως το χασίς,
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941- 194600 το ρεμπέτικο σταματά, και άρχισε να αναδεικνύεται πάλι την δεκαετία του ΄50, όπου κορυφαίος αναδείχθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Το μπουζούκι αποτέλεσε το βασικό όργανο της ρεμπέτικης μουσικής.
Την δεκαετία του ΄60 ξανάρχισε η αναβίωση του ρεμπέτικου, όπου εκδίδονται μελέτες, και ανθολογίες πάνω στο θέμα του ρεμπέτικου, χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους από τους μεγάλους συνθέτες Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη.
Μάλιστα ο Μάνος Χατζιδάκις κυκλοφόρησε δίσκους σόλο μουσική, με ρεμπέτικα τραγούδια με τους τίτλους “Έξι λαϊκές ζωγραφιές”, “Για μια λευκή αχιβάδα”, Μάνος Χατζιδάκις – Γιάννης Παπαϊωάννου – Μαρίκα Νίνου.
Η σείρα των δίσκων αυτών, αξίζει να υπάρχει σε κάθε λάτρη του καλού Ελληνικού τραγουδιού, και όχι των σπουπιδιών που κυκλοφορούν σήμερα.
Άρθρο της Γλυκερίας Βαδραχάνη.