Η φθαρτότητα, και το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι σύμφυτες έννοιες, με την ζωή του ανθρώπου. Αυτή, όμως , η αλήθεια “ξεχνιέται”, μέσα στην καθημερινή τίρβη, τα ασήμαντα, αλλά και τις στιγμιαίες χαρές και απολαύσεις της ζωής.
Αυτές οι σκέψεις με κατέλαβαν, όταν βγαίνοντας από το σπίτι μου, αντίκρυσα το αγγελτήριο θανάτου του Κυρίου. Γουσίδη.
Οι πιό πολλοί, όχι μόνον Θεσσαλονικείς, αλλά Ελληνες , τον γνώριζαν είτε από τα κείμενά του, είτε από τις όποιες τηλεοπτικές παρουσίες του, είτε από τις αποκλειστικές συνεντεύξεις του, με προσωπικότητες της εποχής μας.
Ο Γουσίδης δεν ήταν απλά ένας δημοσιογράφος, σαν αυτούς τους πάμπολους μαθητές του, που σήμερα κρατούν τα σκίπτρα της ενημέρωσης, και ευτυχώς κανένας τους δεν τον ξέχασε, όσο ψηλά κι αν βρέθηκε. Είναι , ίσως, ίδιον χαρακτηριστικό του κλάδου των δημοσιογράφων, να μην ξεχνούν τους πραγματικούς δασκάλους τους, σε αντίθεση με άλλες επαγγελματικές τάξεις, και σινάφια. Ο Γουσίδης, ήταν αυτό που λέμε, ο μάχιμος δημοσιογράφος μέχρι τον θάνατό του.
Κανείς δεν τολμούσε να τον αμφισβητήσει, όχι γιατί ήταν μια αυθεντία, αλλά γιατί η κρίση του και η άποψή του, ακόμη και λίγο πριν πεθάνει, είχε την βαρύτητα των πρωτοπόρων του χώρου.
Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο ότι αυτόν διάλεξε ο Δ. Λαμπράκης να στελεχώσει, το γραφείο του ΔΟΛ, στη Θεσσαλονίκη. Οπως δεν ήταν τυχαίο, οτι αυτός υποσχέθηκε, στο στενό γραφείο της Μητροπόλεως, οτι “βγαίνουμε” για τον “ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ” , και βγήκανε.
Είχε μέταλλο, έλεγαν πολλοί. Ισως ναί. Είχε διαίσθηση, είπαν, άλλοι, ίσως ναί. Είχε πείρα και “μύτη” δημοσιογραφική, ίσως ναι.
Πάνω απόλα όμως ο Γουσίδης, είχε καρδιά. Είχε αυτιά, που άκουγε, και μάτια ψυχής που σήμερα λείπουν από την ελληνική κοινωνία.
Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, όταν 27 Ιουλίου, πίναμε στο Μοδιάνο, μαζί με τον Σακέτα, και άλλους φίλους, όταν σηκώθηκε μας χαιρέτησε, λέγοντας, ” εγώ τώρα πρέπει να φύγω”, ότι ήταν στερνός αποχαιρετισμός.
Τώρα που δεν είναι ανάμεσά μας, του οφείλω μια συγνώμη. Οχι για κάτι προσωπικό, τόλμησα να τον ψέξω για το ότι δεν έκανε κάτι παραπάνω για έναν φίλο του, όταν αυτός κυνηγήθηκε, και εκδιώχθηκε επαγγελματικά . Με τα διαπεραστικά του μάτια, με κοίταξε, και αμέσως το θεσμικό του εγώ υπερίσχυσε της ψυχικής του δύναμης, “τί μπορούσα να κάνω, δεν ήμουν τότε πρόεδρος” είπε και ρούφηξε μια γουλιά κρασί.
Τον στεναχώρεσα, άθελά μου, ο Σακκέτας προσπάθησε, και τελικά πέτυχε να ελαφρύνει την πίκρα του.
Ετσι, θλιβερά, από εδώ ζητώ συγνώμη.
Καλή ανάπαυση Δ. Γουσίδη, αιώνια η μνήμη σου.
ΣΤΑΘΗΣ Θ. ΤΣΟΜΙΔΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ