Έντονο προβληματισμό προκαλεί η αύξηση της ανεργίας στις ηλικίες κοντά στη συνταξιοδότηση, μεταξύ 55-64 ετών, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Όπως εκτιμούν εκπρόσωποι από την αγορά εργασίας, που μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η έλλειψη των απαιτούμενων δεξιοτήτων που διακρίνει, σε αρκετές περιπτώσεις, αυτήν την ηλικιακή ομάδα, είναι ένας από τους λόγους που τη «βγάζει» εκτός της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Αυτό που ζητούν, ως επί το πλείστον, για την αντιμετώπιση του μείζονος θέματος της ανεργίας, είναι, μεταξύ άλλων, εξειδικευμένα προγράμματα κατάρτισης, αξιοποίηση της εργασιακής εμπειρίας και των ταλέντων αυτών των ηλικιών, καθώς και επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτήν την τάση που παρατηρείται, το τελευταίο διάστημα, ο Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, αναφέρει σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ και αποτυπώνουν την εξέλιξη της απασχόλησης και της ανεργίας τον Ιούλιο του 2016, δείχνουν αύξηση στο ποσοστό της ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 55-64 από 17% τον Ιούλιο του 2015 σε 18,6%, τον Ιούλιο του 2016.
Όπως επισημαίνει, «η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική, καθώς αφενός μεν αφορά μία πολύ ευαίσθητη επαγγελματικά και κοινωνικά ηλικιακή ομάδα αφετέρου δε ίσως αποκαλύπτει διαρθρωτικές μεταβολές στην αγορά εργασίας, που αποτυπώνουν τάσεις υποκατάστασης απασχόλησης μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων, ως μία επιπλέον αντιαναπτυξιακή επιλογή μείωσης του κόστους εργασίας».
Σύμφωνα με τον κ. Αργείτη, τα στοιχεία δείχνουν, επίσης, μείωση της ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 15-24 και οριακή μείωση στις ηλικιακές ομάδες 25-34 και 35-44. «Ωστόσο», διευκρινίζει ότι «στην ερμηνεία αυτής της μείωσης θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν ότι η συνεχής μεταναστευτική ροή προς το εξωτερικό αφορά πρωτίστως τις προαναφερόμενες ηλικιακές ομάδες. Επίσης, εκτιμά ότι το ενδιαφέρον θα πρέπει να επικεντρωθεί στη μεγάλη αύξηση της μερικής απασχόλησης και των επισφαλών μορφών εργασίας, καθώς επιφέρουν σημαντικές αρνητικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις». «Ως τελικό συμπέρασμα της ανάλυσης των νέων δεδομένων θα έλεγα ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα βρίσκεται σε τεράστια απόκλιση από την ευρωπαϊκή κανονικότητα» συμπεραίνει ο κ. Αργείτης.
Κατά την άποψή του, το πρόβλημα της ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 55-64, όπως και το μείζον πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας, απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Αυτό που προτείνει είναι «πρώτον, επαναπροσδιορισμό της στόχευσης των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης στις κοινωνικές ομάδες που η επανένταξή τους στην αγορά εργασίας προϋποθέτει ποιοτική βελτίωση της εργασίας τους με εξειδικευμένα προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης. Δεύτερον, επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας για τον περιορισμό των συμβάσεων επισφαλούς εργασίας που χρησιμοποιούνται για την αντικατάσταση εργατικού δυναμικού με συμβάσεις πλήρους απασχόλησης. Τρίτον, ενίσχυση των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας με στόχευση τους στις ευαίσθητες ομάδες ανέργων. Τέταρτον, αναπτυξιακές πολιτικές για την έξοδο της οικονομίας από την ύφεση, ώστε να μεταβεί η αγορά εργασίας στην προ κρίσης κανονικότητά της».
«Είναι γεγονός ότι προβληματίζουν τα ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά ανεργίας στην Ελλάδα τόσο στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού όσο και στις επιμέρους ηλικιακές ομάδες» σχολιάζει, από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Adecco Ελλάδας Κωνσταντίνος Μυλωνάς. Μεγαλύτερη έμφαση, όπως σημειώνει, έχει δοθεί στην ανεργία των νέων, «η οποία είναι η πιο υψηλή σε ποσοστά και συχνά αναλύονται οι ομολογουμένως εκτεταμένες δυσκολίες των υποψηφίων αυτών να ενταχθούν στην αγορά εργασίας».
Ο ίδιος προσθέτει, επίσης ότι μία ακόμα ηλικιακή κατηγορία με αυξημένα ποσοστά ανεργίας, που αντιμετωπίζει διαφορετικές, αλλά εξίσου σημαντικές προκλήσεις, είναι αυτή των 55-64 ετών. «Άνθρωποι που, ως επί το πλείστον, εργάζονταν για πολλά χρόνια στον ίδιο εργοδότη και βρέθηκαν πλέον εκτός αγοράς, λόγω μειώσεων προσωπικού, εθελουσίας εξόδου και γενικότερων αναδιοργανώσεων στον οργανισμό όπου απασχολούνταν επί σειρά ετών».
Ο κ. Μυλωνάς τονίζει ότι το πρόβλημα εστιάζεται περισσότερο στους άνδρες, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «από τους εργαζόμενους σε κλάδους που υπέστησαν συρρίκνωση ή αναδιοργάνωση, λόγω της κατάστασης στην αγορά, βλέπουμε -από την εμπειρία μας- πως, κυρίως, άντρες αυτών των ηλικιών βρίσκονται στη φάση αναζήτησης επαγγελματικών επιλογών. Το φαινόμενο εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι σε αυτές τις ηλικίες πολλές γυναίκες είχαν κάνει χρήση της παλαιότερης νομοθεσίας και έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί».
Όπως εξηγεί, οι άνεργοι μεγαλύτερης ηλικίας αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις. «Ακόμα κι αν έχουν περισσότερη εργασιακή εμπειρία από τους νεότερους υποψηφίους στο ίδιο αντικείμενο, αν δεν έχουν λάβει επιπλέον κατάρτιση κατά τη διάρκεια της καριέρας τους, το πιο πιθανόν είναι πως στερούνται κάποιων ειδικών δεξιοτήτων, απαραίτητων πλέον στη σύγχρονη αγορά εργασίας» επισημαίνει ο κ. Μυλωνάς. «Αυτό αποτελεί», σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «μεγάλο μειονέκτημα κατά την αναζήτηση άλλης θέσης».
«Ταυτόχρονα», όπως διαπιστώνει, «τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται πτώση των ηλικιών των στελεχών στην ανώτατη βαθμίδα ιεραρχίας των εταιρειών. Ως αποτέλεσμα αυτής της τάσης, η εύρεση εργασίας στις ηλικίες 55-64 δυσχεραίνεται, καθώς είθισται τα διευθυντικά στελέχη να αποφεύγουν την πρόσληψη υποψηφίων μεγαλύτερης ηλικίας από τους ίδιους για θέσεις υφισταμένων τους. Πρόκειται, προφανώς, για μία διάκριση, λόγω ηλικίας, που λανθασμένα υφίσταται και οδηγεί στην απώλεια ταλαντούχων υποψηφίων, που θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύτιμη εμπειρία στον οργανισμό που θα τους απασχολούσε. Οι παραπάνω παράγοντες, σε συνδυασμό και με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, γενικότερα, αυξάνουν τη δυσκολία των υποψηφίων των ηλικιών 55-64 να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να βιώνουν μεγάλες περιόδους ανεργίας».
Ο κ. Μυλωνάς θεωρεί ότι είναι πολύ σημαντικό οι επιχειρήσεις να αποκτήσουν κουλτούρα που προωθεί την ισορροπία στο ανθρώπινο δυναμικό τους, χωρίς αποκλεισμούς. Την ίδια στιγμή, τονίζει ότι «τα κατάλληλα κίνητρα προς τις επιχειρήσεις μπορούν να βοηθήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση, με στόχο να υποστηριχθούν ομάδες που τείνουν να υποεκπροσωπούνται. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των ταχύτερα γηρασκουσών χωρών, καθώς έως το 2050 ένας στους τρεις κατοίκους της θα είναι άνω των 65 ετών. Αυτό σημαίνει πως οι εταιρείες θα πρέπει να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες δημογραφικές συνθήκες, να αξιοποιούν τα ταλέντα των ηλικιών αυτών και να τα αναδεικνύουν».
«Από την άλλη πλευρά», αποσαφηνίζει ότι «είναι απαραίτητο οι εργαζόμενοι και υποψήφιοι να λαμβάνουν διαρκώς επιπλέον κατάρτιση, ώστε να παραμένουν ενημερωμένοι για τις εξελίξεις στον τομέα τους και να μπορούν να ανταποκριθούν στις αναδυόμενες ανάγκες της εποχής. Οι συνεχείς τεχνολογικές αλλαγές, η αυτοματοποίηση, η ανάγκη για καινοτομία και ο έντονος ανταγωνισμός, επηρεάζουν τον τρόπο εργασίας. Οι εργαζόμενοι που παρακολουθούν τις εξελίξεις στον τομέα τους, αλλά και στην τεχνολογία και είναι σε θέση να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις ενός ταχέως μεταβαλλόμενου και παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, μπορούν να παραμένουν ανταγωνιστικοί».
Σε δηλώσεις της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η πρόεδρος και CEO της PfB Group Ρεβέκκα Πιτσίκα, παρατηρεί ότι η αλλαγή που βιώνουμε, τα τελευταία χρόνια, είναι πρωτόγνωρη, με αποτέλεσμα οι δεξιότητες που απαιτούνται στην αγορά εργασίας να είναι πολύ διαφορετικές. Βασισμένη στην εμπειρία της, υπογραμμίζει ότι οι εταιρείες, πλέον, αναζητούν εργαζόμενους που διαθέτουν ευελιξία, πολλά πτυχία και είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία και τα social media. Στοιχεία που συναντάνε, όπως λέει, κατά βάση σε νέους ηλικιακά υποψηφίους και όχι σε μεγαλύτερους εργαζόμενους άνω των 55 ετών.
«Έτσι», όπως εξηγεί, «οι επιχειρήσεις επιλέγουν νέους, για να εντάξουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους. Την ίδια στιγμή, όμως, οι 55+, λόγω της έλλειψης αυτών των καινούργιων δεξιοτήτων, όχι μόνο δεν μπορούν να μπουν στην αγορά εργασίας εύκολα, αλλά και, όσο περισσότερο μένουν εκτός, τόσο περισσότερο οι υπάρχουσες δεξιότητες που διαθέτουν, απαξιώνονται και, άρα, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες επανένταξής τους στην αγορά».
Παράλληλα, σύμφωνα με την κ. Πιτσίκα, «διαπιστώνεται και μία ηλικιακή διάκριση από την πλευρά των εταιρειών: Δικαίωμα στην εργασία έχει μόνο, όποιος είναι κάτω από το όριο των 40 ετών ούτε λόγος για άνω των 55. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινείται και η πολιτεία. Τα περισσότερα προγράμματα που ανακοινώνονται για την ενίσχυση της απασχόλησης και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αφορούν νέους».
Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την πραγματικότητα, επισημαίνει ότι μία υγιής οικονομία και κοινωνία δεν μπορεί να βασίζεται σε διακρίσεις και, πόσω μάλλον να τις ενισχύει. «Χωρίς καμία αμφιβολία, η χώρα, οι επιχειρήσεις, η οικονομία, η κοινωνία, μας χρειάζονται όλους. Τους νέους για το διαφορετικό τρόπο σκέψης, για το πάθος και την ορμή, που τους διακρίνει και τους μεγαλύτερους για την εμπειρία και τις γνώσεις τους»
oenet.gr