ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΕΤΣΑΣ (1884-1965) Ό ’Αλέξανδρος Λέτσας έγεννήθη έκ γονέων Νικολάου καί Σουλτάνας τήν 24ην ’Οκτωβρίου 1884 (τής ημερομηνίας ταύτης ύπολογιζομένης κατά τό ίσχϋον τότε παλαιόν ήμερολόγιον) εις τήν κωμόπολιν Βογατσικόν τής Δυτικής Μακεδονίας (του Βιλαετιού Μοναστηριού, νϋν δέ του νομού Καστοριάς).
‘Ο πατήρ του Νικόλαος Δημητρίου Λέτσας έθεωρεΐτο άπό τούς προύχοντας τής κωμοπόλεως ταύτης, διωρίζετο δέ ύπό των έκάστοτε Μητροπολιτών Καστοριάς έφοροταμίας των σχολείων αύτής, λόγφ τής εμπιστοσύνης τής οποίας άπήλαυεν παρ’ αύτής.
‘Η μήτηρ του Σουλτάνα, θυγάτηρ Αθανασίου Ψύχα, συμφώνως προς όσα ό ίδιος εγραψεν, «ήτο τελείως άγράμματος, διεκρίνετο όμως διά τήν ώραιότητα, τήν καλωσύνην καί τήν γενναιοφροσύνην της. Ήτο πρότυπον οικοκυράς καί άπήλαυε τού γενικού σεβασμού».
Ό ’Αλέξανδρος Λέτσας δυσκόλως άπέκρυπτε τό γεγονός ότι ήσθάνετο ύπερήφανος διά τόν πατέρα του άφ’ ενός μέν λόγω τής έργατικότητος τήν όποιαν διά παντός τού βίου του καί μέχρι τής τελευταίας του πνοής έθεώρει ώς τήν ύψίστην των άρετών, άφ’ έτέρου δέ λόγω τής εύφυΐας, τήν όποιαν ό ’Αλέξανδρος Λέτσας ύπελήπτετο όλως ιδιαιτέρως, δι’ αύτό δέ καί βάσει αύτής καθώριζε κατ’ αρχήν τήν εκτίμησίν του προς τά διάφορα πρόσωπα, τά όποια κατά καιρούς έγνώριζεν ή μετά των όποιων ήρχετο εις διαφόρους συναλλαγάς (τόσον προσωπικής, όσον καί συλλογικής φύσεως, καί τού δραστήριου χαρακτήρος αύτοΰ, ό όποιος ήσκει πάντα τά γνωστά τότε επαγγέλματα, καί αύτό ετι τού (τοπικού) Τραπεζίτου.
‘Ο ’Αλέξανδρος Λέτσας έτυχεν έπιμελούς μορφώσεως.
Μετά τήν άποπεράτωσιν των μαθημάτων τού σχολείου στοιχειώδους έκπαιδεύσεως τής γενετείρας του, άπεστάλη εις τά όνομαστά τής εποχής έκείνης γυμνάσια τού γειτονικού Τσοτυλίου καί έν συνεχεία τού Μοναστηριού.
Τούτο ώφείλετο εις τό γεγονός ότι ήτο ό εύφυέστερος καί εργατικότερος άπό όλα τά άδέλφια του, καί τό όποιον ό ίδιος δέν άπέκρυπτε λέγων: «άπό όλα όμως τά άδέλφια μου διεκρινόμην διά τήν έργατικότητα, εύφυΐαν καί διά τήν έπίδοσιν εις τά γράμματα.
Ήμην ό πρώτος μαθητής εις τό Δημοτικόν Σχολεΐον καί δι’ αυτό ό πατέρας μου μέ άγαποΰσε ιδιαιτέρως, δέν έπαυε δέ νά λέγη: δ έχω άπό τώρα κρυμμένες τις λίρες για να στείλω τόν Άλέξη μου εις την Γερμανίαν διά νά σπουδάση δικηγόρος».
Μετέβη ακολούθως είς Λάρισσαν, όπου έλειτούργει ή μοναδική τότε εν ‘Ελλάδι Γεωπονική Σχολή, έκ τής όποιας άπεφοίτησε γεωπόνος.
‘Η γενέτειρά του, τό Βογατσικόν, εύρισκομένη πλησίον του μεγάλου καί ιστορικού κέντρου τού ‘Ελληνισμού, οϊον ήτο ή Καστόρια, κατελέγετο μεταξύ των αρχοντικών κωμοπόλεων τής Δυτικής Μακεδονίας.
Τό γεγονός τούτο, ώς καί τό γεγονός ότι ή κωμόπολις αυτή ήτο έλληνόφωνος είς περιοχήν, ή όποια, ολίγον βορειότερον, περιείχε χωρία άλλογλώσσων κατοίκων, ήτοι χωρία σλαυόφωνα, βλαχόφωνα καί άλβανόφωνα, διεμόρφωσαν είς τόν ’Αλέξανδρον Λέτσαν καί άπό τής πλευράς αύτής ύπερήφανον αίσθημα καταγωγής, τό όποιον άλλωστε καί δέν άπέκρυπτεν.
’Ενθυμούμαι ότι, ότε κάποτε έγένετο είς τό γραφεΐον του εις τήν Εταιρείαν Μακεδονικών Σπουδών συμπτωματική συζήτησις περί τού γλωσσικού χαρακτήρος τής περιοχής Καστοριάς καί έτέθη ερώτημα περί τού αν ύπήρχον άλλόγλωσσοι είς Βογατσικόν, ό ’Αλέξανδρος Λέτσας άντέδρασε βιαίως λέγων: «Στο Βογατσικόν μόνον έλληνικά μιλούσαμε». Θά ήτο όμω πραγματική ιεροσυλία νά καταλογίση κανείς είς τόν ’Αλέξανδρον Αέτσαν άντιλήψεις περί έλληνοφώνων καί μή έλληνοφώνων Ελλήνων, ή, όπερ χείριστον, περί έλληνοφώνων καί μή έλληνοφώνων ύπό τήν έννοιαν ότιοί μή έλληνόφωνοι δέν ήσαν “Ελληνες, αντεθνικός ή άνθελληνικάς.
Διότι ούτος έγνώριζε καλώς τήν περιοχήν τής γενετείρας του καί φυσικφ τώ λόγω έγνώριζε καλύτερον παντός άλλου ότι οί βλαχόφωνοι ούχί μόνον ήσαν
“Ελληνες τό γένος καί τήν συνείδησιν, αλλά ήσαν καί έκ τών πλέον διακεκριμένων Ελλήνων κατά τήν δραστηριότητα αύτών, ώς δέν έδίσταζε νά
ισχυρίζεται είς πάσαν σχετικήν περίστασιν. ’Εκεί πλησίον άλλωστε εύρίσκετο ή αρχοντική Κλεισούρα καί τό αρχοντικόν Νυμφαϊον, άκροπόλεις
τού Ελληνισμού άμφότεραι.
’Εκ τής Κλεισούρας μάλιστα ελαβε σύζυγον
τήν έρίτιμον Κυρίαν Μαρίαν Λέτσα, τό γένος Κόκκου.
Έγνώριζεν επίσης ό ’Αλέξανδρος Λέτσας ότι οί σλαυόφωνοι ύπήρξαν κατά τό πλεΐστον ή μαχητική πρωτοπορεία τού Μακεδονικού Ελληνισμού καί ότι εξ αύτών προήλθον οί καλύτεροι οπλαρχηγοί καί άγωνισταί έν γένει τού Μακεδονικού Άγώνος.
“Αλλωστε πλησίον τής γενετείρας του ύπήρχον σλαυόφωνα χωρία, τών όποιων ή άψογος εθνική συμπεριφορά, ώς καί αί
συνεπεία ταύτης θυσίαι των, είχον συγκινήσει τό πανελλήνιον.
Έγνώριζεν έπίσης ό ’Αλέξανδρος Λέτσας ότι, αν μεταξύ τών σλαυοφώνων έξεδηλώθησαν παλαιότερον ώρισμένοι, λόγω τής ποικιλοτρόπως άσκηθείσης προπαγάνδας, ώς έξαρχικοί καί προσεχώρησαν τοιουτοτρόπως ίς τό βουλγαρικόν σχίσμα, οί πλεΐστοι δέ έξ αύτών ύπό τήν άπειλήν μαχαίρας, οί άλβανόφωνοι ύπήρξαν αύτή αϋτη ή προμαχούσα Ελλάς.
Πράγματι γειτονικόν ήτο τό Λέχοβον, τό όποιον ώρίσθη ώς φρουραρχείον του Μακεδονικού Άγώνος τής περιοχής, ή Μπελκαμένη (νϋν Δροσοπηγή) καί τό Φλάμπουρον, χωρία τά όποια υπήρξαν πέρα ώς πέρα έθνικώς αδιάβλητα.
Έν όψει τούτων ή ύπερηφάνεια ότι κατήγετο άπό ελληνόφωνον κωμόπολιν δέν εΐχεν άλλην έννοιαν ή ότι έτυχε παιδεύσεως καί ανατροφής άναμφισβητήτως έλληνικής εις περιβάλλον μη ύποκείμενον εις έθνικάς έκ μέρους των βορείων γειτόνων μας άμφισβητήσεις.
“Αλλωστε τό Βογατσικόν έδωσεν εις τήν Ελλάδα έξαιρέτους οικογένειας.
“Ας σημειωθή ένταϋθα (μόνον διά τό πασίγνωστον αύτής) ότι ή οικογένεια Δραγούμη, ή όποια εδωσεν εις τό έθνος πρωθυπουργόν, ύπουργούς, διπλωμάτας κλπ. καί ή οποία ήγωνίσθη καί άγωνίζεται πολλαπλώς διά τήν Μακεδονίαν, κατήγετο άπό τό Βογατσικόν.
Πάντα ταϋτα προσέθεσαν εις τάς έκ των γονέων του κληρονομηθείσας προσωπικός αύτών άρετάς καί τήν άρετήν τής φιλοπατρίας.
Διότι ό Αλέξανδρος Λέτσας ύπήρξεν “Ελλην τήν καταγωγήν, τήν γλώσσαν καί τήν συνείδησιν καί ώς πας τοιοΰτος “Ελλην ύπήρξεν άγωνιστικός καί μαχητικός.
‘Υπήρξεν όμως είδικώτερον Μακεδών “Ελλην, δΓ αυτό δέ καί ήγάπησε τήν Μακεδονίαν όχι μόνον ώς ιδιαιτέραν του πατρίδα, άλλά καί ώς κοινήν των Ελλήνων πατρίδα, ώς δηλ. πρέπει να άγαπά αύτήν πας “Ελλην. Διότι ή Μακεδονία είναι Ελλάς, ή κατ’ έξοχήν Ελλάς.
Ήγάπησεν, ετι είδικώτερον, τήν γενέτειράν του τό Βογατσικόν καί τήν προς αύτήν άγάπην του έδειξε δι’ όλης του τής ζωής.
Κατά τό διάστημα τής, συνεπεία του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου, γερμανοϊταλικής κατοχής τής Δυτικής Μακεδονίας, έφρόντιζε νά άποστέλλη, δι’ όλων των μέσων, τά οποία αύτός ήδύνατο νά άνακαλύπτη εις τήν άπαισίας μνήμης έκείνην εποχήν, φορτία τροφίμων εις τό Βογατσικόν καί νά φροντίζη διά τάς διαφόρους άνάγκας αύτοδ, παρ’ όλον ότι, ώς συχνά διηγείτο, χωρίς όμως πικρίαν, μάλλον δέ χαίρων κατά βάθος διά τόν ύπερήφανον καί άνεξάρτητον χαρακτήρα των κατοίκων του, ούτοι ήσαν πάντοτε πολιτικώς άντίπαλοί του.
Ώς πρός τήν άγάπην του προς τήν Μακεδονίαν έν γένει, θά ήτο κοινός τόπος νά γίνη τουλάχιστον σήμερον λόγος.
Παρ’ όλα ταΰτα, κυρίως δέ διά τούς μέλλοντας, οί όποιοι δέν θά έχουν ιδίαν καί συνεπώς πλήρως σαφή άντίληψιν τής άγάπης ταύτης τού ’Αλεξάνδρου Λέτσα διά τήν Μακεδονίαν, πρέπον είναι νά σημειωθή ότι ήγωνίσθη δΓ αύτήν καί έν ειρήνη καί έν πολέμω καί έν έχθρική κατοχή καί έφρόντισε, όσον ήτο δυνατόν εις αύτόν, διά τήν άνάπτυξιν καί τήν έπάνδρωσιν δΓ αύτοχθόνου έπιστημονικού, καλλιτεχνικού καί τεχνικού προσωπικού, ώς καί διά τήν προικοδότησίν της μέ μνημειακά συγκροτήματα, Ισως όσον ούδείς άλλος.
Περί αύτοΰ θά. μαρτυρή αιωνίως ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εις τήν ϊδρυ-στ’σιν καί τόν πλουτισμόν τής οποίας διά των λαμπρών κτηρίων, τά όποια τήν στεγάζουν καί τήν κοσμουν καί τήν προβάλλουν εις το Πανελλήνιον, άλλά καί εις τόν έν γένει χώρον τής Χερσονήσου του Αίμου, ή συμβολή του ύπήρξεν αποφασιστική. “Οθεν, δικαίως τό Διοικητικόν αύτής Συμβούλιον
ζώντος μέν αύτοϋ τόν άνεκήρυξε Μεγάλον εύεργέτην, μετά τόν θάνατόν του δέ άπεφάσισε τήν φιλοτέχνησιν τής προτομής του καί τήν τοποθέτησιν αύτής εις περίοπτον θέσιν, ώστε νά άποτελή αϋτη καί έκδήλωσιν εύγνωμοσύνης προς αύτόν καί λαμπρόν παράδειγμα διά τούς έπιγενομένους.
Περί αύτου όμως θά μαρτυρούν, τουλάχιστον όσον θά ζοϋν, καί οί ύπότροφοι, τούς όποιους μέ ίδικήν του πρωτοβουλίαν καί εμπνευσιν καί μέ άποκλειστικώς ίδικήν του προσπάθειαν άνευρέσεως των σχετικών χρηματικών πόρων άπέστειλε, μέ πλήρη κατά τά λοιπά συμπαράστασιν όλων των μελών τού Διοικητικού Συμβουλίου, ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών εις τήν άλλοδαπήν, αλλά καί εις τά διάφορα ιδρύματα τού εσωτερικού, διά νά επανδρώσουν τήν Μακεδονίαν, τήν όποιαν ώς Μακεδόνες θά άξιοποιήσουν καί θά
προβάλλουν καλύτερον παντός άλλου. Ενθυμούμαι ότι, όταν υπότροφος καί εγώ, καί δή ώς πρώτος τών υποτρόφων, άνεχώρουν διά Γαλλίαν τόνΣεπτέμβριον τού 1948, μοΰ είπεν εις τάς ’Αθήνας άποχαιρετών με: «Θά σπουδάσης όσον μπορείς καλύτερον. Τό ψωμί σου δέν θά τό στερηθής».
Διά νά έκτιμηθή ή δήλωσις αυτή θά πρέπει νά τονισθή ότι τό ταμεΐον τής
Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ήτο τήν εποχήν εκείνην κενόν.
‘Ο ήδη πρόεδρος τής Εταιρείας καθηγητής κ. Χαρ. Φραγκίστας, κατά τήν προηγηθεισαν πρός αύτόν άποχαιρετιστήριον έπίσκεψιν, μοΰ είπε λίαν χαρακτηριστικούς: «Πήγαινε τώρα· Τό ταμεΐον δέν εχει χρήματα. Άλλά μείνε ήσυχος,ό Αέτσας είναι δαιμόνιος, θά σοΰ εξασφάλιση τάς σπουδάς σου».
Ό Αλέξανδρος Λέτσας συνέδεσε μονίμως τήν ζωήν του, ιδία κατά τά τελευταία έτη αύτής, μέ τήν Μακεδονίαν. Έγκατεστάθη εις τήν Θεσσαλονίκην, τήν οποίαν κατέστησε κέντρον τών πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του, καί παρέμεινε καί άπέθανεν εις αύτήν, παρ’ όλον ότι ή οϊκογένειά του, λόγω επαγγελματικής δραστηριότητος τού υιού του καί λόγω γάμου τών
θυγατέρων του διέρρευσεν ολίγον κατ’ ολίγον εις Αθήνας. Έπαγγελματικώς υπήρξε πολυσχιδέστατος. Κατ’ άρχήν είργάσθη ώς γεωπόνος εις τά κτήματα τού Καλλιφρονδ εις τό Χαρβάτι ’Αττικής.
Έν συνεχεία ήσχολήθη μέ τήν δημοσιογραφίαν, διατελέσας καί διευθυντής τής έφημερίδος «Νέα
Ελλάς».
’Ακολούθως έγένετο εργολάβος, έν τέλει δέ καί μέχρι τού θανάτου του έμπορος, ύπό τήν τελευταίαν δέ ταύτην ιδιότητα διετέλεσε πρόεδρος τού έμπορικοΰ συλλόγου Θεσσαλονίκης έπί σειράν έτών. Παραλλήλως πρόπάντα ταΰτα ούδέποτε έγκατέλειψε τήν ιδιότητα τού γεωπόνου, χάρις εις τήν όποιαν διετέλεσε πρόεδρος τού γεωπονικού συλλόγου Μακεδονίας -Θράκης άπό τού 1954 μέχρι τού θανάτου του. Εις τήν επαγγελματικήν του ζ’ σταδιοδρομίαν υπήρξε δραστηριότατος, έπετύγχανε δέ πάντοτε εις τά κατά
καιρούς άσκηθέντα ύπ’ αύτού έπαγγέλματα, εις τήν έναλλαγήν τών όποιων τόν ώθει τό άνήσυχον καί πάντοτε καινοτόμον πνεύμα του, λόγω της μεγάλης του έργατικότητος καί εύφυΐας, ώς καί της κατά σαφώς έπαγγελματικόν τρόπον άντιμετωπίσεως τών πραγματικοτήτων τής επαγγελματικής ζωής.
Δι’ αύτό δέν δύναται κανείς νά ειπη ότι εις τήν άσκησιν τών κατά καιρούς έπαγγελμάτων ύπήρξεν αισθηματικός τύπος. Τό άντίθετον θά ήτο περίεργον, παρ’ ολον ότι ώρισμένοι παρεξήγησαν τόν κάπως ωμόν πραγματισμόν αύτοΰ.
Διότι, ούτε ή αίσθηματικότης είναι επαγγελματική άρχή, εάν ώς τοιαύτη εννοείται ή άνοχή ζημιών, ούτε ή σκληρότης αντιβαίνει εις τάς
επαγγελματικός άρχάς, εάν ώς τοιαύτη νοηθή ή άκούραστος έπιμονή εις τήν πραγμάτωσιν τής έννοιας τής έπιχειρήσεως, ήτοι εις τήν έπίτευξιν κέρδους.
Ό Αλέξανδρος Λέτσας διείδε καλώς ότι οί καιροί μετεβλήθησαν καί ότι ή παλαιά άπλοϊκή διά τούς σημερινούς έπαγγελματίας άντίληψις
ότι «ό λόγος μου είναι συμβόλαιον» άνήκε πλέον εις τό παρελθόν.
Ούδείς όμως δύναται, καθ’ όσον γνωρίζω, νά προσάψη εις αύτόν μή δεοντολογικήν άσκησιν έπαγγέλματος ή κατάφωρον παράβασιν τών όρων τής έστω καί έντός τών συγχρόνων έπαγγελματικών πλαισίων άπαιτουμένης έντιμότητος εις τάς συναλλαγάς. “Αλλο βεβαίως τό θέμα αν δύναται κανείς νάεχη τήν δύναμιν, άλλά καί χαρακτήρα έπιτρέποντα άνάληψιν άγώνος υπό τοιαύτας προϋποθέσεις προς επιτυχίαν εις τήν επαγγελματικήν ζωήν.
Ή επαγγελματική του ένασχόλησις δέν τόν ήμπόδισε νά άσχοληθή μέ τήν πολιτικήν, χωρίς όμως νά λάβη ένεργόν μέρος εις τήν διοίκησιν τών κοινών, ύπό μορφήν οίουδήποτε μικρού ή μεγάλου αξιώματος.
“Ηδη, άπό τής έποχής, κατά τήν όποιαν έξέδιδε τήν έφημερίδα «Νέα Ελλάς», ένετάχθη εις τό μεγάλον τότε κόμμα τών φιλελευθέρων καί δή παρά τό πλευράν τού ’Ελευθερίου Βενιζέλου.
Πνεύμα άνήσυχον, ρηξικέλευθον καί διαρκώς επιζητούν νέους προσανατολισμούς, κοινωνικούς καί έκπολιτιστικούς,
δέν ήτο δυνατόν νά μή άκολουθήση τό τότε ένσαρκώνον πάντα ταΰτα κόμμα τών φιλελευθέρων καί τόν μεγάλον άρχηγόν του.
Τό κόμμα τούτο υπηρέτησε πάντοτε πιστώς καταστάς σημαντικώτατον στέλεχος αύτοΰ, ούδέποτε δέ τό έγκατέλειψε παρ’ ολας τάς περιπετείας, τάς όποιας ύπέστη τούτο καί αί όποΐαι πολλάκις τό διέλυσαν καί τό άνεσχημάτισαν. Μετά τόν θάνατον τού ’Ελευθερίου Βενιζέλου συνέχισεν, παρά τάς κατά καιρούς διαρροάς προσώπων, τάς όποιας δέν θά σ.νέμενε, νά παραμένη πιστός εις τούς
έκάστοτε άρχηγούς αύτοΰ, τελευταιον δέ εις τόν Σοφοκλήν Βενιζέλον μέχρι τού θανάτου αύτοΰ.
Αύτός ό όποιος ένήλλασσεν έπαγγέλματα καί μετεσχηματίζετο συνεχώς εις τήν ιδιωτικήν του ζωήν, παρέμεινεν ακλόνητος εις
τάς τάξεις κόμματος, τό όποιον έν τούτοις καί αύτό μετεσχηματίζετο συνεχώς.
Αύτός, ό όποιος κατά τήν έναλλασσομένην έπαγγελματικήν του η σταδιοδρομίαν έπεδείκνυε καταπληκτικόν, μέχρι παρεξηγήσεως πραγματισμόν, προσεκολλήθη εις κόμμα, τό όποιον κατά τάς περιστάσεις έφαίνετο ώς απλή άνάμνησις του παρελθόντος. ‘Όσον πραγματιστής ήτο εις τήν ιδιωτικήν του ζωήν, τόσον συναισθηματικός ύπήρξεν εις τόν δημόσιον αύτοϋ βίον.
Ό συναισθηματισμός του όμως δέν υπήρξε ρωμαντικός. Ύπήρξεν, εάν έπετρέπετο ή εκφρασις, πραγματιστικός συναισθηματισμός. Διότι
άπέρρεεν από τήν βαθεΐαν πίστιν ότι μόνον αί άρχαί του κόμματος αύτοϋ ήσαν όρθαί, ή δέ πίστις του αύτη δέν έκλονίσθη ούτε όταν τοϋτο έφαίνετο ότι είχε καταντήσει νά είναι απλώς σύνολον αρχών άνευ περιεχομένου πλέον.
‘Η ελευθερία τών συναλλαγών εις τόν επαγγελματικόν τομέα, ή ελευθερία τής σκέψεως καί τής έκφράσεως εις τόν πολιτικόν τομέα, ήσαν
αί άρχαί, τάς οποίας έπίστευεν εις τό κόμμα τών φιλελευθέρων καί τάς όποιας ήθελε νά καθιέρωση διά τοϋ κόμματος αύτοϋ. Συναισθηματικούς προσκεκολλημένος εις αύτάς, τάς έπραγματοποίει καί εις τόν ιδιωτικόν του βίον.
Θά ήτο άλλωστε αδύνατον εις αύτόν, τόν κατ’ εξοχήν ρηξικέλευθον άνθρωπον, νά ζήση ύπό καθεστώς, τό όποιον ούχί μόνον δέν έπραγματοποίει, άλλά καί δέν άπεδέχετο τούλάχιστον τάς άρχάς ταύτας. Ή έμμονή εις τοιαύτας άρχάς καί κατ’ έπέκτασιν εις τό πάντοτε, κατ’ αύτόν, ένσαρκώνον αύτάς κόμμα τών φιλελευθέρων, θά τόν όδηγήση ώς όμηρον τόν Δεκέμβριον τοϋ 1944, ότε έξετυλίσσετο εις τάς ’Αθήνας τό άποκληθέν Δεκεμβριανόν δράμα, εις τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως τής Άρδαίας.
Αύτός ό προοδευτικός, μέ τήν μέχρι τότε γνωστήν έννοιαν τοϋ όρου τούτου, αύτός ό όποιος άπετέλει τήν «άριστεράν» τοϋ μέχρι τότε πολιτικού καθεστώτος, θά όδηγηθήώς «άντιδραστικός» εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως όργανωθέντα ύπό αριστερών νέου τύπου, καί θά ύποστή εκεί άφαντάστους ταλαιπωρίας, άφοϋ μάλιστα είχεν ήδη άπολέσει, συνέπεια ατυχήματος, τόν ενα πόδα του.
‘Η επαναστατική αϋτη κρίσις, ή όποια παρ’ ολίγον θά είχεν ώς συνέπειαν τόν καταποντισμόν τοϋ παλαιού πολίτικου καθεστώτος καί μετ’ αύτοϋ τών ιδεών καί άρχών, διά τάς όποιας έπί δεκάδας έτών ήγωνίζετο, ήνοιξε τούς οφθαλμούς του κατά τρόπον ώστε νά καταστή άμείλικτος πλέον πολέμιος τών ολοκληρωτικών αριστερών.
Διότι, ή έν γένει ελευθερία τοϋ ατόμου, ώς προς όλας τάς εκδηλώσεις αύτοϋ, ιδία δέ εις ο,τι άφορά εις τό έμπόριον, τούλάχιστον ώς την άντελαμβάνετο ό ’Αλέξανδρος Λέτσας, έπρεπε νά παραμείνη απαραβίαστος, εάν δέν ήθελε κανείς νά μήν αύταπατάται περί τοϋ μέλλοντος τοϋ έθνους μας.
Αύτός δέ, τύπος κατ’ αρχήν πραγματιστικός, ούδόλως ήπατάτο. Αί αύταί άρχαί θά τόν φέρουν άργότερον επικριτήν τής πολιτικής τής διευθυνομένης οικονομίας («τοϋ κράτους μπακάλη»), τήν όποιαν θά εφαρμόσουν αύταί αύται αί διάφοροι κυβερνήσεις τοϋ Κέντρου, εις τάς όποιας μετεΐχεν, ώς είχε διαμορφωθή τελικώς, τό κόμμα τών φιλελευθέρων, χωρίς όμως καί νά τόν άπομακρύνουν πολιτικώς από αύτό. Αί αύταί άρχαί
Ο’ θά τον φέρουν έτι άργότερον, καί μάλιστα κατά τρόπον όξύτατον, εις άντίθεσιν προς τήν κυβέρνησιν τοϋ κόμματος τής ’Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένώσεως, παρ’ όλον ότι τοϋτο συνεπληρώθη εις μεγάλον βαθμόν, λόγω τής έκ τοϋ Ελληνικού Συναγερμού τοϋ στρατάρχου Παπάγου άμεσου προελεύσεως αύτοϋ, διά στελεχών καί τοϋ παλαιοϋ κόμματος των φιλελευθέρων, κατά τρόπον ώστε νά εμφανίζεται τοϋτο καί ώς διάδοχον αύτοϋ.
Εις άνθρωπον πραγματιστήν, ιός ό ’Αλέξανδρος Λέτσας, δέν θά διέφευγεν ή δέν θά έπρεπε νά διαφύγη ή νέα αύτή πραγματικότης. Δεδομένου δέ άφ’ ένός μέν ότι ό δημιουργός αυτής ήτο Μακεδών, άφ’ έτέρου δέ ότι τά έκ τοϋ κόμματος των φιλελευθέρων προελθόντα στελέχη της κατεΐχον καίριας πολιτικός καί κυβερνητικός θέσεις, ή ελξις τήν όποιαν έδημιούργησεν ή νέα αϋτη κατάστασις έπ’ αύτοϋ καθίστατο καί ψυχολογικός άκόμη πιεστική, διότι άνταπεκρίνετο αϋτη καί εις ώρισμένας παγίας επιδιώξεις του, ώς ήτο ή άξιοποίησις καί ή προς ταύτην προώθησις γηγενών Μακεδόνων.
Τό ότι ήρνήθη νά προδώση, ώς έλεγε, τό άνύπαρκτον πλέον ουσιαστικώς κόμμα των φιλελευθέρων καί μάλιστα παρά τάς βαρείας εμμέσους συνέπειας, τάς όποιας θά είχεν ή άρνησίς του αϋτη διά τό μεγάλον εργον τής ζωής του, ώς τό άπεκάλει, τήν Εταιρείαν Μακεδονικών Σπουδών, εις εποχήν κατά τήν όποιαν καί μεταξύ πολλών έκ τών σταθερωτέρων ή των θεωρουμένων τούλάχιστον ώς τοιούτων έκ τών παλαιών φιλελευθέρων συνεζητοϋντο προσχήματα προσχωρήσεως εις τήν νέαν πολιτικήν κατάστασιν, δέν δύναται ή, άνεξαρτήτως τοϋ αν τελικώς κριθή ώς ορθή ή ώς έσφαλμένη ή στάσις του αϋτη, νά καταλογισθή υπέρ αύτοϋ. Ώς ελεγεν «εις τά
νειδτα μου δέν έκανα τέτοια άτιμία, καί θά τήν κάνω στάγεράματα!». Έμεινεν άπλώς πιστός εις τάς πεποιθήσεις του.
‘Η στάσις του αϋτη πρέπει νά έκτιμηθή καί άλλοθεν. Διά τό, ώς ελεγε, μεγάλον έργον τής ζωής του, ήτοι διά τήν έξέλιξιν τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ύπέστη πλείστας ταλαιπωρίας, άλλά καί θυσίας τής άξιοπρεπείας καί υπερηφάνειας του. Πολλάκις έβλεπε νά τοϋ συμπεριφέρωνται εις τά διάφορα ‘Υπουργεία σκαιώς, ήκουε δέ ώρισμένους νά τοϋ λέγουν καθαρά: «Δέν πέθανες άκόμη νά ήσυχάσουμε». Αύτός, άπτόητος, χάρις άλλωστε καί εις τάς γνωριμίας, τάς όποιας διέθετε, καί εις τό κϋρος τοϋ όποιου άπήλαυεν, άλλά καί εις τήν μετά
ίταμότητος πολλάκις έπιμονήν του νά παραβιάζη θύρας ύπουργικάς ή θησαυροφυλακίων κρατικών, ή καί εις τήν ικανότητα ελιγμών, τήν οποίαν ομοίως είχεν άνεπτυγμένην, ύπέμεινε καί αύτά, ώς έπετύγχανε καί εκείνα.
Πράγματι, διήλθε στιγμάς χαράς έπιτυγχάνων ό,τι ήθελε, διήλθεν όμως καί στιγμάς πικρίας, άποκρουόμενος άλλοτε εύσχήμως, άλλοτε άπροσχηματίστως. Ήκουσεν έπαίνους, άλλ’ έδέχθη καί ύβρεις. Εύρε κατανόησιν καί ένθάρρυνσιν, άλλ’ έδοκίμασεν έπίσης καί άπογοήτευσιν.
Διηγείτοπάντα ταυτα μετά βαθείας πικρίας, άλλα χωρίς ούτε πόρρωθεν νά έπηρεασθή «από κάτι τέτοια». Ό σκοπός άλλωστε δέν ήτο ίδιοτελής έν τη οικουμενική έννοίμ. ‘Ως μου ελεγεν εις στιγμάς πικρίας: «έάν δέν ήμουν τόσο γερός, θά είχα σκάσει».
Καί όμως προκειμένου περί των πολίτικων αρχών του καί εις αύτό ακόμη τό ζήτημα του έργου τής ζωής του δέν έλύγισε. Θά πρέπει, αν όχι τίποτε άλλο, αυτή του ή άκαμψία νά του άναγνωρισθή ώς δείγμα ύπάρξεως παρ’ αύτώ προσωπικότητος.
Παραλλήλως προς τάς επαγγελματικός καί πολιτικός του ένασχολήσεις καί δραστηριότητας, έλαβε μέρος εις όλας τάς μεγάλας έκπολιτιστικάς
κινήσεις τής Μακεδονίας. Πράγματι, ύπήρξεν ούχί μόνον έκ των ιδρυτών τής Διεθνούς Έκθέσεως Θεσσαλονίκης, αλλά καί άνεμίχθη ένεργώς καί δραστηρίως έν συνεχεία εις τά τής προόδου της κατά τά πρώτα έτη τής λειτουργίας της.
’Εκείνο όμως τό όποιον θά άπερρόφα σχεδόν όλην τήν έξωεπαγγελματικήν του δραστηριότητα, παραλλήλως προς τάς μέ τά ζητήματα του γεωπονικού κόσμου ένασχολήσεις του, καί δή άπό του 1939 μέχρι του 1965, έτους του θανάτου του, ήτοι έπί 26 όλα έτη, ήτο ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. ‘Ως θά τονίση εις τόν έπικήδειον δι’ αύτόν λόγον ό τότε αντιπρόεδρος καί νϋν πρόεδρος τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών καθηγητής κ. Χαράλ. Φραγκίστας, «ή σύλληψις τής ιδέας τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ύπήρξεν εργον του. Ή ϊδρυσις καί ή λειτουργία αύτής ύπήρξεν έπίσης κατά πρώτον λόγον εργον ίδικόν του.,.ό ‘Αλέξανδρος Λέτσας καθ’ όλον τό ύπερεικοσιπενταετές διάστημα τής λειτουργίας τής Εταιρείας ύπήρξεν ή ψυχή αύτής. ή ζωοποιός δύναμις ή έκάστοτε τά άνακύπτοντα εμπόδια παρακάμπτουσα καί τό εργον τής ‘Εταιρείας σταθερώς προάγουσα».
Οί λόγοι ούτοι άνδρός μετά του όποιου στενώς συνειργάσθη ό Αλέξανδρος Λέτσας καί ό όποιος, ώς έκ τοϋ λόγου τούτου, έγνώριζε
καλύτερον παντός άλλου τήν συμβολήν αύτοΰ εις τό μνημειώδες αύτό διάτήν Βόρειον ‘Ελλάδα εργον, θά άποτελοϋν έσαεί τόν καλύτερον, άλλά καί τόν δίκαιον έπαινον δι’ αύτόν. Πράγματι, ό ’Αλέξανδρος Λέτσας είναι έκεΐνος, ό όποιος συνέλαβε τήν ιδέαν τής ίδρύσεως τής Εταιρείας ταύτης, μετέδωσεν αύτήν εις διακεκριμένους άνδρας τών έπιστημών, γραμμάτων, τεχνών καί τοϋ έμπορίου καί έπαγγέλματος άκόμη, καί εύρε διά καταλλήλων ενεργειών καί εις τάς ’Αθήνας καί ενταύθα τούς πρώτους χρηματικούς πόρους προς λειτουργίαν αύτής. Αύτός διά καταλλήλων καί εντόνων ένεργειών, κατώρθωσε κατά τήν διάρκειαν τής γερμανικής κατοχής νά έπιτύχη μέ
τήν συμπαράστασιν τοϋ τότε (Μακεδόνος) ύπουργοϋ τών Οικονομικών Σωτ. Γκοτζαμάνη, έκ μέρους τής τότε Κυβερνήσεως, τήν διά τοϋ ΝΔ 2099/ 1943 παραχώρησιν περιβλέπτου παρά τόν Λευκόν Πύργον οικοπέδου προς άνέγερσιν τών ήδη κτισθέντων κτηρίων.
“Ανευ τής όλως προσωπικής αύ- τής έπιτυχίας, θά ήτο σφόδρα συζητήσιμον, αν όχι απολύτως αδύνατον, νά σταθεροποιηθή ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, νά προοδεύση ώς προώδευσε σήμερον, καί συγχρόνως νά προβάλη τήν Μακεδονίαν, αλλά
καί τήν Ελλάδα ολόκληρον διά τών διαφόρων τμημάτων της, τά όποια τοιουτοτρόπως εΰρον τήν άνεσιν χώρου διά ν’ άναπτυχθοΰν.
Διότι έπί του άποκτηθέντος τούτου οικοπέδου άνηγέρθησαν έν συνεχεία τά εις τήν γόνιμον φαντασίαν τού ’Αλεξάνδρου Λέτσα συλληφθέντα ήδη άπαραίτητα διά τήν δράσιν τής Εταιρείας ταύτης κτήρια.
Προς τούτο όμως άπητοϋντο μεγάλα ποσά χρημάτων, επί τήν έξεύρεσιν δέ τούτων έπεδόθη εκτοτε ό ’Αλέξανδρος Λέτσας. Πράγματι έπέτυχεν, ώς προς τό πρώτον κτήριον, τό όποιον στεγάζει ήδη τήν διοίκησιν τής Εταιρείας, τήν βιβλιοθήκην, τό “Ιδρυμα
Μελετών Χερσονήσου τοϋ Αίμου, τά Κρατικά ‘Αρχεία Βορείου Ελλάδος τήν αίθουσαν τελετών καί τό έντευκτήριον, κατόπιν άλλεπαλλήλων καί εντόνων, άλλά συγχρόνως επιπόνων, παραστάσεων εις τούς ύπουργούς τής διετίας 1948-1950, ώς καί εις τά μέλη τής Διοικούσης ’Επιτροπής τών Κρατικών Ααχείων, συμπαρασύρων εις συμπαράστασιν κολλάς άλλας προσωπικότητας του πολιτικού κυρίως κόσμου, άφ’ ένός μέν τήν έπιχορήγησιν εκ (παλαιών) δρχ. 2.350.000.000 καί τήν έκ τής Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης
τής Ελλάδος δανειοδότησιν μέ 500.000.000 (παλαιάς) δραχμάς, άφ’ ετέρου δέ τήν χορήγησιν πάσης φύσεως άτελειών σχετικών προς τήν χαρτοσήμανσιν τών προς τήν Εταιρείαν σχετιζομένων πάσης φύσεως εγγράφων, τήν δωρεάν μεταγραφήν εις τά εις τό Ύποθηκοφυλακεΐον τηρούμενα βιβλία μεταγραφών τού άποκτηθέντος οικοπέδου, τήν άπαλλαγήν έκ τού φόρου τών ένοικίων τών επ’ αύτοΰ παραπηγμάτων, τήν είσαγιογήν έκ τού έξωτερικοΰ τών υλικών, τήν αγοράν υλικών έκ τών έπιτοπίων βιομηχανιών, τήν καταβολήν
δικαιωμάτων κλπ.
Κατόρθωμα όντως μέγα, τό όποιον θά έπεσκίαζεν έντός ολίγου ή άνέγερσις τού δευτέρου κτηρίου, τό όποιον στεγάζει ήδη τό Κρατικόν Θέατρον (Βορείου ‘Ελλάδος) καί μέλλει νά στεγάση κινηματογράφον, Μακεδονικήν πινακοθήκην, κλπ. Δυστυχώς ό θάνατος δέν έπέτρεψεν εις αύτόν νά ϊδη πλήρως άποπερατούμενον τό μεγαλειώδες αύτό κτήριον, μέ τό όποιον ή πρωτοβουλία του, ή άκάματος δράστηριότης του καί ή πλήρης μέχρι προσωπικών ταλαιπωριών καί ταπεινώσεων άφοσίωσίς του εις αύτόέκόσμησε τήν Θεσσαλονίκην διά παντός.
Τό κτήριον τούτο, τού όποιου ύπήρξεν, ώς καί τού προηγουμένου, πρόεδρος τής κτηριακής Επιτροπής, έπωμισθείς, ώς συνέβη καί μέ τό προηγούμενον, τάς τεχνικός καί άλλας φροντίδας προωθήσεως καί άποπερατώσεως τών έργασιών του, έπιλογήςυλικών, παραγγελίας αύτών ενταύθα ή εις τήν άλλοδαπήν καί έποπτείας τεχνικού προσωπικού, διατηρών συγχρόνως κατ’ ούσίαν όλην τήν (ηθικήν)
εύθύνην άνευρέσεως τών σχετικών πόρων, έκόστισε μέχρι στιγμής άρκετά εκατομμύρια δραχμών. ’Ήδη τά κτήρια ταΰτα ύψώνουν τό ελληνικόν των πα ράστημα εις τό κέντρον τής άπ’ αρχαιότατων χρόνων ελληνικής Μακεδονίας, έργάται καί φρουροί συγχρόνως αυτής, ακριβώς όπως τα ήθέλησεν ή άγάπη του ’Αλεξάνδρου Λέτσα προς αυτήν.
Ό ’Αλέξανδρος Λέτσας δέν ένδιεφέρθη μόνον διά τάς κτηριακός εγκαταστάσεις καί τήν έν γένει οικονομικήν έξασφάλισιν τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Ένδιεφέρθη έξ ίσου καλώς δι’ όλους τούς τομείς δράσεως αύτής, παρ’ όλον ότι τά κτήρια τόν άπησχόλουν συνεχώς, έφ’ όσον
έπίστευε, καί όρθώς, ότι άνευ αύτών δέν ήτο δυνατόν να. σταθεροποιηθή
τό έργον αύτής. Τοιουτοτρόπως ήσχολήθη μέ τό ζήτημα τών ύποτρόφων.
Δέκα εννέα τό όλον νέοι ετυχον τής μεγάλης εύεργεσίας νά τύχουν ύποτροφίας, άλλοι μέν μακρδς, άλλοι δέ συντομωτέρας διάρκειας, χάρις εις τούς
πόρους, τούς όποιους αύτός έγνώριζε νά έξευρίσκη. ’Επειδή είμαι ό πρώτος
κατά σειράν τιμηθείς δι’ ύποτροφίας, εις εποχήν κατά τήν όποιαν ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών ούτε κτήρια, ούτε ίδιους πόρους επαρκείς
προς άντιμετώπισιν τοιούτων δαπανών διέθετε, είμαι εις θέσιν καλύτερον
παντός άλλου νά εκτιμήσω τήν άποφασιστικήν αύτοϋ συμβολήν εις τήν
χρηματοδότησιν τού μεγάλου, άλλ’ άφανοϋς τούτου έργου, τό όποιον ελπίζω ότι θά συνέχιση ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών καί εις τό μέλλον.
Ό ’Αλέξανδρος Λέτσας ένδιεφέρθη ομοίως διά τό εκδοτικόν εργον
τής Εταιρείας, διά τόν τομέα τών διαλέξεων αύτής, διά τάς τελετάς αύτής,
διά τήν διοργάνωσιν εθνικών εξορμήσεων, διά τόν έμπλουτισμόν επαρχιακών βιβλιοθηκών, διά τήν έπέκτασιν τών διαλέξεων εις τήν ύπαιθρον, διά
τήν έξυπηρέτησιν καί προαγωγήν πλείστων όσων πνευματικών ιδρυμάτων,
τά όποια καί τελικώς έστεγάσθησαν εις τά κτήρια τής Εταιρείας, ώς είναι
τό ιστορικόν Άρχεϊον Μακεδονίας, τό ’Εθνικόν ‘Ίδρυμα, τό Γραφεΐον Τύπου καί Μελετών, ώς έπίσης καί διά τήν συμμετοχήν τής Εταιρείας εις
διάφορα συνέδρια, μεταξύ τών οποίων ιδιαιτέρους άναφέρω τό Θ’ Διεθνές
Βυζαντινολογικόν, τό όποιον καί προσωπικώς, ώς έκαυχσ,το πάντοτε, διά
τής ενεργού συμμετοχής καί προσωπικής βοήθειας του εξυπηρέτησε, τακτοποιήσας στεγαστικάς καί οικονομικός άνάγκας αύτού.
Έκ τούτων πάντων συνάγεται ότι ύπήρξεν άδικος ή κατηγορία ότι ό
’Αλέξανδρος Λέτσας ένδιεφέρθη μόνον διά τόν οικονομικόν καί ήμέλησε
τόν πνευματικόν τομέα τής Εταιρείας, διά νά περιορισθώμεν εις αύτήν,
διότι περί τής άλλης, ότι καί εϊς τήν περί τόν οικονομικόν τομέα δραστηριότητα έκινήθη έξ ιδιοτέλειας μέχρι σημείου ώστε εις αύτήν νά οφείλεται ή
έκ μέρους πολιτικών άνδρών σκαιά, ώς λέγεται, μεταχείρισίς του, δέν
δύναται καν νά γίνη λόγος, διότι ούδεμία υπεύθυνος καταγγελία εγένετο
ποτέ, ούτε έλεγχος τών οικονομικών τής Εταιρείας, έξ έκείνων οΐ όποιοι
πολλάκις ελαβον χώραν, άπέδειξε ποτέ τοιοϋτόν τι.
Εις όλας αύτάς τάς ένεργείας του είχε τό εύτύχημα νά τυγχάνη κατά
κανόνα πλήρους ύποστηρίξεως άπό τό Διοικητικόν Συμβούλιον τής Εταιρείας, τό όποιον ένέκρινεν, αλλά καί άνεγνώριζε τήν δραστηριότητα του
ταύτην.
Βεβαίως τά πάντα έγένοντο δι’ άποφάσεως του Συμβουλίου τούτου,
τό όποιον ένίοτε άπεφάσιζεν άλλως, αύτός όμως ήτο ό έμψυχωτής καί ό
μοχλός τού όλου έργου τής Εταιρείας, ώς δέν άπέκρυπτον άλλωστε καί
αυτά ταΰτα τά λοιπά μέλη του Συμβουλίου, ούχί μόνον εις ιδιωτικός συνομιλίας, αλλά καί δημοσία.
Αύτός ούτος ό αείμνηστος σοφός καθηγητής
καί πρόεδρος τής Εταιρείας Στίλπων Κυριακίδης μοΰ είπε κάποτε: «μόνον
ό Λέτσας μπορεί νά κάνη τέτοια δουλειά. Ούτε έγώ, ούτε οί άλλοι μπορούμε
να. άνεβοκατεβαίνουμε σκάλες καί νά ζητούμε παράδες».
‘Η ένασχόλησίς του μέ τά ζητήματα, τά όποια ήδη έξετέθησαν, ούδόλως ήμπόδισαν αύτόν νά άποβή καί συγγραφεύς γόνιμος. Πράγματι, ήρέσκετο εις τήν πνευματικήν έργασίαν, τήν όποιαν ούδέποτε έγκατέλειψε
ούδέ εις αύτάς τάς ώρας κατά τάς οποίας ήσχολειτο μέ τόσα άλλα, φλέγοντα
πολλάκις ζητήματα. ‘Ως ελεγεν έναβρυνόμενος, «στήν ζωήν μου διάβασα
πολύ».
Καρπός τής πνευματικής έργασίας του εις τον κύκλον τής επιστήμης,
τήν οποίαν ιδιαιτέρως ήκολούθησεν, ήτοι τής γεωπονικής, ύπήρξε τό τρίτομον μεγάλου σχήματος είκονογραφημένον καί πολυτελούς έκδόσεως
εργον του «’Η μυθολογία τής Γεωργίας», τό όποιον σύν τοίς άλλοις είναι
αψευδές δείγμα τής τεράστιας έργατικότητος, επιμονής καί ανησυχίας του
όξυτάτου πνεύματός του. Τό εργον τούτο είναι προϊόν μακροχρονίων έρευνών, αποτελεί δέ πολύτιμον συλλογήν μετά κριτικών παρατηρήσεων, όλων
των άπό τής άρχαιότητος μύθων, των σχετικών πρός τήν γεωργίαν, καί επί
διεθνούς πεδίου ακόμη, τούς όποιους κατέστη δυνατόν νά άνεύρη τόσον
εις παλαιοτέρας σύλλογός καί παλαιότερα κείμενα, είτε συστηματικώς
είτε τυχαίως άναφερομένους, όσον καί εις διαφόρους προφορικός διηγήσεις παλαιοτέρων καί νεωτέρων. “Ετερα έργα εις τον αυτόν κύκλον έπιδόσεώς του είναι ή «Σταυροφορία τού Πρασίνου» καί ή «Προσφορά πρός τούς
έκλιπόντας Γεωπόνους», τά όποια διακρίνονται διά τήν αγάπην του πρός
τήν έλληνικήν γήν καί τούς άσχολουμένους μέ αυτήν. Εις τον κύκλον των
γενικωτέρων γνώσεων ανήκει ή δίτομος μεγάλου σχήματος, πολυτελούς
έκδόσεως, «’Ιστορία τής Θεσσαλονίκης», αί πραγματεϊαι του «Δημήτριος
Βικέλας»,
«Ό γάμος έν Βογατσικω καί ή τεκνοποιία έν Βογατσικω»,
«Ή περιγραφή τής Α’ Διεθνούς έκθέσεως Θεσσαλονίκης», «Ό Κάσσανδρος καί
ή Θεσσαλονίκη», ή εις τά «Γεωπονικά» δημοσιευθεϊσα μελέτη του «Τά
δημιουργούμενα προβλήματα τής Ελλάδος άπό τήν σύνδεσίν της μέ τήν
Εύρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα», ώς καί πλεΐσται άλλαι μελέται
έκτυπωθεϊσαι ύπό μορφήν διαλέξεως, ώς είναι ή περί τής Έγνατίας οδού,
ή περί τής Μοσχοπόλεως, καί ή περί τού Νεοτουρκικού κομιτάτου καί
τής δολοφονίας τού Αίμιλιανοΰ Γρεβενών, αϊ όποϊαι δέν διεκδικοϋν βε
ιδ’
βαίως άπασαι τον τίτλον της έπιστημονικής πρωτοτυπίας, ώς δεν είναι
όμοίως απασαι προϊόντα πρωτογενούς έρεύνης, άλλ’ όμως άναμφισβητήτως άποδεικνύουν τήν μεγάλην του αγάπην «προς τά γράμματα», τήν επιθυμίαν του προς έκλαΐκευσιν αύτών καί τήν φιλοδοξίαν του όπως συμβάλη
καί αύτός είτε εις τήν συμπλήρωσιν τής γενομένης έρεύνης, είτε εις τάς
σχετικός επιστημονικός συζητήσεις, είτε τέλος είς τήν μετάδοσιν αύτών
εις εύρυτέρους λαϊκούς κύκλους. Παροιμιώδης παρέμεινεν ή άγάπη του προς
τάς διαλέξεις έπί παντός θέματος, ή οποία, προϊόντος τοϋ χρόνου, μετεβάλλετο είς πραγματικόν πάθος. Όλίγας ήμέρας προ τοϋ θανάτου του καί ενώ
ήσαν εκδηλα τά σημεία τής καταβολής τών δυνάμεων αύτοϋ, έξεφώνησεν
πανηγυρικόν είς τόν Σύλλογον Μοναστηριακών διαρκέσαντα περίπου δύο
ώρας.
“Ητο άξιον θαυμασμού μετά πόσης προθυμίας άνελάμβανε νά όμιλήση επ’ εύκαιρία ιστορικών επετείων, τοπικών έορτών ή επετείων, καί
επιστημονικών καί πολιτικών μνημοσύνων, ώς έπίσης μετά πόσης προθυμίας εδιδεν ιδία πρωτοβουλία διαλέξεις περί διαφόρων, άσχέτων δέ μεταξύ των θεμάτων, τάς όποιας παλαιότερον άνέπτυσσεν άνευ χρήσεως χειρογράφου. ’Αναφέρω σχετικώς, πλήν τών άναφερθεισών, καί τήν περί ίδρύσεως καί ιστορικής έξελίξεως τής Θεσσαλονίκης, τήν περί τής πολιτικής τοϋ Δημοσθένους έναντι τών Μακεδόνων, τή περί τοϋ Ίσοκράτους καί τής εποχής του καί τά πολιτικά μνημόσυνα τοϋ Παύλου Μελά, τοϋ Στεφάνου Νούκα, καί τοϋ Κυπρίου Μάτση.
Καί είς όλας αύτάς τάς διαλέξεις δεν υπήρχε πάντοτε έπιστημονική πρωτοτυπία, άλλ’ είς αύτάς περιείχοντο καί άνεπτύσσοντο ϊδιαι πολλάκις έξηγήσεις περί γεγονότων, πραγμάτων καί καταστάσεων, αί όποΐαι προεκάλουν είς τό άκροατήριον ώρισμένον ενδιαφέρον καί ένέβαλλον είς σκέψεις. “Αλλωστε ούδέποτε ό ’Αλέξανδρος Λέτσας, καθ’ όσον γνωρίζω, διεξεδίκησεν αύθεντίαν έπιστημονικότητος, άντιθέτως δέ, ώς ελεγεν ένίοτε έπ’ εύκαιρία, «βεβαίως θά τά έπαιρνα άπό άλλους, όπως καί αύτοί επραξαν τό αυτό μέ τήν σειράν τους». Είς πάντα ταϋτα πολύ τόν έβοήθει ή γλωσσική του κατάρτισις είς τά έλληνικά.
’Έγραφε τήν καθαρεύουσαν μάλλον, είς τήν άπλήν της όμως μορφήν, μέ τεραστίαν άνεσιν
χειρισμοΰ αύτής, κατά τρόπον δέ άψογον, τόσον άπό άπόψεως γραμματικής
καί συντακτικής, όσον καί άπόψεως καλλιεπείας τοϋ ϋφους. Έκ τών ξένων
γλωσσών ήννόει καλώς τήν γαλλικήν.
Ύπήρξεν άνήρ φιλόδοξος! Θά ήτο ύπερβολική αν όχι υποκριτική
σεμνότης κρίσεως νά παρασιωπηθή ή ίδιότης του αυτή ή άντιθέτως νά έξαρθή ή άνυπαρξία αύτής. “Αλλωστε ούτε αύτός ό ’Αλέξανδρος Λέτσας ήρνεΐτο ότι ήτο φιλόδοξος.
Έφρόντιζε πάντοτε νά παρίσταται είς όλας τάς τελετάς, νά άναλαμβάνη όλας εί δυνατόν τάς άποστολάς καί τήν πρωτοβουλίαν ρυθμίσεως ή όργανώσεως θεμάτων, τά όποια ϊσως άλλοι νά είχον ήδη
προσχεδιάσει. Καί όταν άκόμη, ώς έκ τής φύσεως ώρισμένης ύποθέσεως,
ιε’
άλλοι εϊχον τό προβάδισμα ηύρισκε τρόπον να τοποθετήται εις τήν πρώτην σειράν καί μάλιστα νά λαμβάνη μέρος καί εις τάς σχετικός προσφωνήσεις.
Έγνώριζεν όμως νά μην όμιλή περί τής φιλοδοξίας του.
Ταύτην προέβαλλε διά τής συμπεριφοράς του μάλλον παρά διά των λόγων.
‘Υπήρξεν άνήρ έργατικός! Θά ήτο άδικία εις βάρος τής μνήμης του, αν δέν έλέγετο ότι ύπήρξεν άνήρ χαλκέντερος. Είργάζετο άπό όρθρου βαθέως εως βαθείας νυκτός. Μέχρι μέν τής μεσημβρίας εις τό επί τής οδού Καθολικών εμπορικόν γραφεΐον του, όταν δέν έξήρχετο προς διακανονισμόν διαφόρων ύποθέσεών του, άπό δέ τής 3ης άπογευματικής ώρας εις τό γραφεΐον του εντός του κτηρίου τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Είργάζετο συνεχώς άνευ τής έλαχίστης διακοπής.
Είργάζετο καί όταν ακόμη
είχεν φιλοξενουμένους ή έπισκέπτας. ‘Ωμίλει μετ’ αυτών χωρίς νά έγείρη
τήν κεφαλήν του έκ τών ενώπιον του χειρογράφων.
Ούδέποτε τόν ένθυμοΰμαι άναπαυόμενον ή συζητώντα χωρίς νά εργάζεται. Διερχόμενός τις άργά
τήν νύκτα έξωθεν τής ‘Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών πάντοτε θά έβλεπε τό φώς άνημμένον έπί τού γραφείου του. ‘ΕΙ εργασία ήτο ή τροφή του,
αύτή δέ τόν έκράτησεν ύγιά μέχρι τού θανάτου του.
‘Υπήρξεν εις τήν κρίσιν του άποφασιστικός, σαφής καί διαυγής.
Συμπεριεφέρετο ενίοτε άποτόμως, σπανίως σκαιώς. ‘Η κρίσις του, απόρροια
πραγματισμού πλουσίου εις έμπειρίαν, σπανίως ήπατάτο. Ήδύνατο άμέσως νά διαχωρίση τό επιτυχές άπό τό άτυχές καί έτεμνε τά διάφορα ζητήματα κατά τρόπον απότομον. Ούδέποτε έπέμενεν έπί ματαίων πραγμάτων,
ούτε διά λόγους λεπτότητος, ούτε διά λόγους οίκτου. Έγνώριζε νά λέγη
τό «ναι» ώς έγνώριζε νά λέγη τό «όχι». ‘Όσους ήγάπα (κυρίως διά τήν ευφυΐαν καί δραστηριότητά τους) τούς ήγάπα πραγματικώς καί τήν άγάπην
του αύτήν τήν άπεδείκνυεν ούχί διά λόγων φιλοφρονητικών, κενών όμως
πολλάκις ουσίας, αλλά δι’ έργων. Δι’ αύτό όταν ό ’Αλέξανδρος Λέτσας
ένδιεφέρετο διά τινα, ό διά τού ένδιαφέροντός του περιβληθείς καί τιμηθείς
είχε κερδίσει τήν δυνατότητα νά έχη εις τήν διάθεσίν του όλας τάς δυνατότητας, τάς όποιας αύτός ούτος ό ’Αλέξανδρος Λέτσας διέθετε. Καί, ώς
είναι γνωστόν, αί δυνατότηται αυτού δέν ήσαν μικραί ούτε τυχαϊαι.
Ήτο άνήρ αισιόδοξος! Ή αισιοδοξία του ήτο άπέραντος.
Τίποτε εις τόν κόσμον τούτον δέν έθεώρει άκατόρθωτον.
Είργάζετο εις βαθύ, διά τά συνήθη μέτρα κρίσεως τών άνθρώπων, γήρας μέ νεανικόν σφρίγος καί κατέστρωνε σχέδια μακράς πνοής λίαν άσυνήθη δι’ άνθρώπους τής ήλικίας
του.
Ύπελόγιζεν ότι, όταν θά άπεπερατοΰτο τό κτηριακόν συγκρότημα τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, θά άνελάμβανε τήν πρωτοβουλίαν ίδρύσεως γεωπονικού κτηριακού συγκροτήματος διά τήν στέγασιν γεωπονικού μουσείου, ιδρύματος έρευνών κλπ.
Μεγαλεπήβολον σχέδιον, ώς όλα τά σχέδια τού ’Αλεξάνδρου Λέτσα. Δεδομένου ότι διά τήν Εταιρείαν Μα- ιστ Μκεδονικών Σπουδών είργάσθη 26 όλα. έτη, χωρίς vù δυνηθή τελικώς να ϊδη άποπερατούμενον τό κτηριακόν συγκρότημα αύτής, δύναται κανείς νά
φαντασθή τί περιθώριον δράσεως, από άπόψεως ηλικίας, εδιδεν εις τον έαυτόν του.
Έχαίρετο όλως ιδιαιτέρως όταν τοϋ άνεγνώριζον τό εργον του.
Ήτο πανευτυχής όταν οί ύπ’ αύτοϋ ευεργετούμενοι του άνεγνώριζον τήν ευεργεσίαν. Έπεθύμει νά άκούη τό «ευχαριστώ», παρ’ όλον ότι ούδέποτε έξεφράζετο σχετικώς. Καθ’ όσον γνωρίζω, ούδέποτε έζήτει από τούς ύπ’ αύτοϋ εύεργετηθέντας προσωπικόν αντάλλαγμα.
‘Όταν δέ έζήτει απ’ αύτούς έξυπηρέτησιν πρός όφελος τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, διά τήν όποιαν ήτο πολύ φυσικόν νά ένδιαφέρωνται πλέον κυρίως αύτοί, έγνώριζε νά είναι δίκαιος εις τάς απαιτήσεις του, μέχρι σημείου ώστε νά άπαλλάσση
αύτούς πάσης ένοχλήσεως, όταν διησθάνετο ότι θά ήτο δυσχερές δι’ αύτούς νά προβοϋν εις τήν αίτουμένην έξυπηρέτησιν. Καί περί αύτοΰ προβάλλω τήν ίδικήν μου μαρτυρίαν.
Ό ’Αλέξανδρος Λέτσας άπεβίωσε τό έσπέρας τοϋ Σαββάτου 20ής Μαρτίου 1965 εις τήν οικίαν του εις Θεσσαλονίκην έκ καρδιακής προσβολής δευτερογενούς μορφής. “Ηδη άπό ήμερών ήτο κλινήρης συνεπεία παθήσεως του ούροποιητικοΰ συστήματος, ούδείς όμως έφαντάζετο τοιαύτην έξέλιξιν πρός τό μοιραΐον.
Δι’ αύτό ό θάνατός του ήφνιδίασε τούς πάντας καί διά τον λόγον ότι εχαιρε πάντοτε σιδηράς υγείας. Ίσως όμως ή
φύσις νά εϊχεν έπιτελέσει πλέον τό έναντι αύτοϋ καθήκον της.
Έπ’ εύκαιρία τοΰ θανάτου του κατεφάνη πλήρως τό μέγεθος τής άπωλείας του.
‘Η συγκίνησις τοϋ κοινού τής Θεσσαλονίκης, άλλα καί τοΰ πολίτικου καί έμπορικοϋ κόσμου τής Ελλάδος, έξεδηλώθη έντονος.
Ό άσυνήθως μέγας άριθμός στεφάνων, οί όποιοι κατετέθησαν έπί τοϋ τάφου του άπέδειξε τήν έκτίμησιν, τής όποιας ζών άπήλαυε καί ως άνθρωπος καί ώςέπαγγελματίας καί ώς κοινωνικός παράγων.
Πλήρης ήμερών έναπετέθη εις τούς κόλπους τής Μακεδονικής γής, ή όποια τόν έγέννησε καί τον ήνδρωσε καί τήν όποιαν τόσον ήγάπησεν.
Ούδείς δύναται νά άποφύγη τήν κοινήν τύχην όλων τών άνθρώπων. ‘Η διαφορά μόνον έγκειται εις τό γεγονός ότι, ένω άλλοι άπέρχονται έκ τοΰ κόσμου τούτου καί περιπίπτουν εύθύς εις τήν λήθην τών έπιζώντων, αύτός άπήλθε
μέν, άλλά παρέμεινε συγχρόνως ζωντανός εις τήν μνήμην όλων. ‘Η δέ παρουσία του θά είναι διαρκής, διότι τά μεγαλοπρεπή κτήρια τής ‘Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών καί αύτή αυτή ή Εταιρεία, ώς σωματεϊον έθνικόν
καί έκπολιτιστικόν, θά βεβαιοΰν περί αύτής διά παντός.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΙ ΑΝΑΣΤ. ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη